-
1 πορίζεται
πορίζωcarry: pres ind mp 3rd sg -
2 πορίζω
πορίζω, in den Gang oder auf den Weg bringen, τινί τι, Hom. ep. 14, 10; heimführen, εἴ σε ϑεὸς ἐπόρισεν πρὸς ἁμέτερα μέλαϑρα, Soph. El. 1259; – übertr. ausfindig machen, verschaffen, μηχανήν τινα κακῶν, Eur. Alc. 222; absolut, ϑεῶν ποριζόντων καλῶς, Med. 879; νίκην, πόρους, Ar. Equ. 591. 755; χρήματα, Eccl. 236; ἀγαϑόν, Plut. 461; u. oft in Prosa: σοφίας τοῖς μαϑηταῖς δόξαν, οὐκ ἀλήϑειαν πορίζεις, Plat. Phaedr. 275 a; πόρον ἱκανόν, Legg. VI, 752 d; σωτηρίαν τῷ γένει, Prot. 321 b; τῇ ἐμῇ ζητήσει πεπορικὼς ἀπόκρισιν, Phil. 30 d; auch = erwerben, Dem. 2, 16; Hesych. erklärt κερδαίνω. – Med., sich verschaffen, erwerben; ὅπλα, Thuc. 4, 9; ἡδονάς, μηχανήν, Plat. Gorg. 501 a Conv. 191 b; ἀϑανασίαν αὑτοῖς, 208 e, u. oft; ἑαυτῷ, Xen. Hell, 5, 1, 17; μάρτυρας πεπόρισται, Lys. 29, 7; πορίσασϑαι, πεπορίσϑαι σκῆψιν, einen Vorwand ersonnen haben, Pol. 5, 2, 9. 8, 28, 1; vgl. Philemon bei Ath. XIV, 659 c: καινὰ ῥήματα πεπορισμένος γάρ ἐστιν; u. so noch Folgde. – Πεπόρισται ist pass. Thuc. 6, 29 Isocr. 15, 278, wie ἐπορίσϑη 4, 28; u. so ist auch πορίζεται gebraucht Xen. Oec. 7, 19. – Bei den Mathematikern ist πορίζειν = aus dem Beweise noch einen Zusatz ableiten.
-
3 αὐτόματος
αὐτό-μᾰτος, η, ον, Hom. and [dialect] Att.; ος, ον Hes.Op. 103, Arist.GA 762a9, Philetaer. 1 D., Hp.EP19 in Hermes 53.65.1 of persons, acting of one's own will, of oneself,αὐ. δέ οἱ ἦλθε Il.2.408
;αὐ. φοιτῶσι Νοῦσοι Hes.Op. 103
;αὐ. ἥκω Ar.Pl. 1190
, cf. Th.6.91, D.S.2.25, etc.2 of inanimate things, self-acting, spontaneous, of the gates of Olympus,αὐτόμαται δὲ πύλαι μύκον οὐρανοῦ Il.5.749
; of the tripods of Hephaistos, which ran of themselves,ὄφρα οἱ αὐτόματοι.. δυσαίατ' ἀγῶνα 18.376
, cf. Pl.Com.188;ὅπλα.. αὐ. φανῆναι ἔξω προκείμενα τοῦ νηοῦ Hdt.8.37
;τὰ αὐ.
marionettes,Arist.
GA 734b10, Hero Aut. passim: generally, spontaneous, ;ἔπαινος Epicur. Sent.Vat.64
.3 of natural agencies,ὁ ποταμὸς αὐ. ἐπελθών
of itself,Hdt.
2.14; of plants, growing of themselves,αὐ. ἐκ τῆς γῆς γίνεται Id.3.100
;αὐ. φύεσθαι Id.2.94
, Thphr.Fr.171.11;κύτισος αὐ. ἔρχεται Cratin.98.8
: metaph.,αὐτόματα πάντ' ἀγαθὰ.. ποριζεται Ar. Ach. 976
, cf. Cratin.160; of philosophers,αὐ. ἀναφύονται Pl.Tht. 180c
.4 of events, happening of themselves, without external agency,αὐ. δεσμὰ διελύθη E.Ba. 447
; αὐ. θάνατος natural death, D. 18.205;κόποι αὐ.
not to be accounted for externally,Hp.
Aph.2.5;ἀπό τινος αἰτίας αὐτομάτης Pl.Sph. 265c
; without visible cause, accidental, opp. ἀπὸ πείρης, Hdt.7.9.γ.II αὐτόματον, τό, accident,τὸ αὐ. αἰτιᾶσθαι Lys.6.25
;σε ταὐ. ἀποσέσωκε Men.Epit. 568
;διὰ τὸ αὐ. Arist.Ph. 195b33
;τὸ αὐ. ἀγαπῶντες Id.Ath.8.5
; τῷ αὐ., opp. τέχνῃ, Id.Metaph. 1070a7: most freq. in the form ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου orἀπὸ ταὐτομάτου, ἀποθανέειν ἀπὸ τοῦ αὐ. Hdt.2.66
, cf. Th.2.77, Pl. Ap. 38c, al., Arist.Po. 1452a5, al., Men.Pk.31;ἐκ τοῦ αὐ. X.An.1.3.13
; τὸ Αὐ. personified, Ath.Mitt.35.458 (Pergam.); .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόματος
-
4 πορίζω
A , 1101, Th.6.29, etc., lateπορίσω Artem.2.68
: [tense] aor. : [tense] pf. :— [voice] Med., [tense] fut. [dialect] Att.ποριοῦμαι D.35.41
: [tense] aor.ἐπορισάμην Ar.Ra. 880
, etc.: —[voice] Pass., [tense] fut.πορισθήσομαι Th.6.37.94
: [tense] aor. ἐπορίσθην ib.37, etc., [dialect] Dor.- ίχθην Lysis
ap.Iamb.VP 17.75: [tense] pf.πεπόρισμαι Isoc.15.278
, D. 44.3 (in med. sense, Lys.29.7, Aeschin.3.209, Philem.123): [tense] plpf.ἐπεπόριστο Th.6.29
: ([etym.] πόρος):—rarely, like πορεύω, carry, bring, σὲ θεὸς ἐπόρισεν ἁμέτερα πρὸς μέλαθρα (prob. for ἐπῶρσεν, ἔπορσεν) S.El. 1267(lyr.).II bring about, furnish, provide,κακά τινι Hom.
Epigr. 14.10; νίκην, χρήματα, etc., Ar.Eq. 593, Ec. 236, Democr.78, IG22.834.14, etc.;ἀρχὴν πολέμου Ar.Fr.81
;τροφὴν τοῖς στρατιώταις Isoc.12.82
;τοῖς μαθηταῖς δόξαν, οὐκ ἀλήθειαν Pl.Phdr. 275a
: abs.,θεῶν ποριζόντων καλῶς E.Med. 879
: freq. with a notion of contriving or inventing, μηχανὰν κακῶν, πόρους, Id.Alc. 222 (lyr.), Ar.Eq. 759, etc.; ;π. τριβάς Ar.Ach. 386
;διαβολήν Th.6.29
;σωτηρίαν τῷ γένει Pl.Prt. 321b
;τῇ ζητήσει ἀπόκρισιν Id.Phlb. 30d
, etc.:—[voice] Med., furnish oneself with, procure, ; δαπάνην, χρήματα, ὅπλα, Th.1.83, 142, 4.9; τὰς ἡδονάς, τἀγαθά, τἀπιτήδεια, etc., Pl.Grg. 501b, La. 199e, Ax. 368b, etc.; ;τὰ δεῖπνα Alex.257.2
; καινὰ ῥήματα Philem.l.c.; ;ἐκ τῶν ἀλλοτρίων π. τὸν βίον Isoc.12.116
; alsoπ. μάρτυρας Lys. 29.7
;πρόφασιν Id.8.3
;λόγους περὶ ἀδίκων πραγμάτων D.35.41
;αἰτίας χρηστὰς ἐπὶ πράγμασι φαύλοις Plu.2.868d
: sts. alsoπορίζεσθαί τι ἑαυτοῖς X.HG5.1.17
, Pl.Smp. 208e; σημεῖα πεπορίσθαι to have acquired the signs, i.e. know them, Hp.Medic. 14; also, have provided for one, receive, Men.Prot.p.16D.:—[voice] Pass., to be provided,τὰ τῆς παρασκευῆς ἐπεπόριστο Th.6.29
; ῥᾳδίως αἱ ἐπαγωγαὶ.. ἐπορίζοντο inducements were easily provided, Id.3.82;δύναμις ἐκ θεῶν π. Pl.R. 364b
;πίστεις ὑπὸ τοῦ λόγου πεπορισμέναι Isoc. 15.278
, cf. Arist.Rh. 1356a1;τὸ γηροβοσκοὺς κεκτῆσθαι τοῖς ἀνθρώποις πορίζεται X.Oec.7.19
; πράξεις πρὸς τὰ φύ χη καὶ τὰς ἀλέας πεπορισμέναι behaviour adapted to.., Arist.HA 596b22, cf. PA 665b3.2 [voice] Act. in med. sense, find money, raise a loan, PCair.Zen.477.16(iii B.C.); obtain,προστάγματα εἰς τὸ τιμωρηθῆναι αὐτούς PMich.Zen.57.9
(iii B.C.); earn,τὸ ζῆν ἀπὸ τῆς γερδιακῆς PLond.3.846.11
(ii A.D.):—[voice] Pass., ἀπ' ἄλλων συντόμως σοι πορισθὲν ἀποδοθήσεται (sc. τὸ ἀργύριον) PMich.Zen. 56.8 (iii B.C.). -
5 ῥῶσις
A strengthening, trength,ῥ. καὶ θρέψις σωμάτων S.E.M.11.97
; (Nubia, ii or iii A.D.); κοινὴν ἅπασι πορίζεται ῥῶσιν Chor.in Lib.4p.524R.
См. также в других словарях:
πορίζεται — πορίζω carry pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιομήχανος — ο (Α βιομήχανος, ον) νεοελλ. ιδιοκτήτης εργοστασίου αρχ. έξυπνος στο να πορίζεται, να κερδίζει τα προς το ζην … Dictionary of Greek
ευπόριστος — η, ο (ΑΜ εὐπόριστος, ον) αυτός τον οποίο εύκολα πορίζεται, που εύκολα αποκτά κάποιος αρχ. 1. εφικτός, κατορθωτός 2. αυτός που προμηθεύει εύκολα, αυτός που παρέχει τα μέσα τής ζωής 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὐπόριστα α) συνήθης και πρόχειρη… … Dictionary of Greek
εύπορος — (2ος αι. π.Χ.). Θεσσαλός ανδριαντοποιός. * * * η, ο (ΑΜ εὔπορος, ον) αυτός που έχει αρκετούς ή άφθονους πόρους, ο ευκατάστατος, ο πλούσιος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο εύπορος κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών κεραμβυκιδών μσν. αρχ. 1. καλά… … Dictionary of Greek
ηλικία — (Νομ.). Σε αστική, σε διοικητική και σε ποινική ύλη, το δίκαιο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην η. ως προς τη γενικότερη δικαιοπρακτική ικανότητα, την ευθύνη ή τις ειδικότερες συνέπειες των πράξεων ή ενεργειών του προσώπου. Σύμφωνα με τον ελληνικό … Dictionary of Greek
πορίζω — ΝΜΑ [πόρος] 1. δίνω σε κάποιον την ευκαιρία να αποκτήσει κάτι, προσπορίζω (α. «η επιχείρηση μάς επόρισε αρκετά κέρδη» β. «καὶ δύνασθαι τροφὴν ἐκ τῶν πολεμίων τοῑς στρατιώταις πορίζειν», Iσοκρ.) 2. μέσ. πορίζομαι α) συνάγω, αποκομίζω, προμηθεύομαι … Dictionary of Greek
πόρισμα — το, ατος 1. καθετί που πορίζεται, βγάζει, αποκομίζει κανείς από έρευνα ή μελέτη: Πόρισμα της ανάκρισης. 2. (μαθ.), πρόταση που η αλήθεια της είναι φανερή μετά την απόδειξη άλλης πρότασης (θεωρήματος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)