-
1 κοινός
A common (opp. ἴδιος), not in Hom. (v. ξυνός) ; ἐκ κοινοῦ shared in common, Hes.Op. 723;ἔσται γὰρ βίος ἐκ κ. Ar.Ec. 610
; of a common altar, Simon.140;τὸ τέμενος εἶναι κ. SIG1044.29
(Halic., iv/iii B.C.);κ. ἔρχεται κῦμ' Ἀΐδα Pi.N.7.30
; τρεῖς.. κ. ὄμμ' ἐκτημέναι, of the Gorgons, A.Pr. 795; κ. ὠφέλημα θνητοῖσιν φανείς, of Prometheus, ib. 613;τὰς γυναῖκας εἶναι κοινάς Pl. R. 457d
: prov.,κοινὸν τύχη A.Fr. 389
, cf. Men.Mon. 356;κοινὰ τὰ τῶν φίλων E.Or. 735
(troch.), Pl.Phdr. 279c, Men.9, etc.; κ. Ἑρμῆς 'share the luck', Id.Epit.67, 100; κ. ἀρωγά common aid (i.e. for all), S.Ph. 1145 (lyr.); ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά and let the shouts of males rise jointly, Id.Tr. 207 (lyr.);κ. πόλεμον πολεμεῖν X.Hier.2.8
;τὸν ἀέρα τὸν κ. Men.531.8
;κ. τὸν ᾅδην ἔσχον οἱ πάντες βροτοί Id.538.8
;κ. ἀγαθὸν τοῦτ' ἐστί, χρηστὸς εὐτυχῶν Id.791
: c. dat., κ. τινί common to or with another,ὑμῖν φῶς.. καὶ τοῖσδ' ἅπασι κ. A.Ag. 523
;ὁ δαίμων κ. ἦν ἀμφοῖν ἅμα Id.Th. 812
;θάλατταν κ. ἐᾶν τοῖς ἡττημένοις And.3.19
;οἰκία.. κοινοτάτη ἀεὶ τῷ δεομένῳ Id.1.147
; [πολιτεία] τίς κοινοτάτη; Arist.Pol. 1289b14, cf. 1265b29;κοινόν τι χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυα X.HG7.1.32
;τὸν ἥλιον τὸν κ. ἡμῖν Men.611
: c. gen.,πάντων αἰθὴρ κ. φάος εἱλίσσων A.Pr. 1092
(anap.), cf. Pers. 132 (lyr.), Eu. 109, Pi.N.1.32; κ. τῶν Λακεδαιμονίων τε καὶ Ἀθηναίων shared in by both.., Pl.Mx. 241c, etc.: with Preps., τὸ ἐπὶ πᾶσι κ., v. infr. v;κ. κατ' ἀμφοτέρων A.D.Synt.144.19
;οὐ γίγνεταί μοί τι κ. πρός τινα AP11.141
(Lucill.), cf. Iamb.Myst.5.7; μέρος κ. πρός τινα shared with.., CPR22.11 (ii A.D.), etc.;κ. μεταξύ τινων Stud.Pal.1.7
ii 11 (v A.D.).II in social and political relations, public, general, τὸ κ. ἀγαθόν the common weal, Th.5.90;κ. λόγῳ Id.5.37
, Hdt.1.141; κ. στόλῳ ib. 170;ἀδικήματα D.21.45
;ὁ τῆς πόλεως κ. δήμιος Pl.Lg. 872b
; κοινότατον of public or general interest, ib. 724b, cf. Arist.Rh. 1354b29; of constitutions, popular, free,κοινοτέραν εἶναι τὴν ἐκείνου μοναρχίαν τῆς αὑτῶν δημοκρατίας Isoc.10.36
.2 τὸ κ. the state,τὸ κ. Σπαρτιητέων Hdt.1.67
: abs., of one's own state, Ar.Ec. 208, etc.;τὸ κ. ὠφελεῖται Antipho 3.2.3
, cf. X.Cyr.2.2.20;τὰς ὠφελείας ἅπασιν εἰς τὸ κ. ἀπεδίδου Isoc.10.36
.b esp. of leagues or federations,τὸ κ. τῶν Ἰώνων Hdt.5.109
;τῶν συμμάχων Isoc.14.21
;τῶν Βοιωτῶν SIG457.10
(Thespiae, iii B.C.), Plb.20.6.1 (pl.), etc.; ἄνευ τοῦ πάντων κοινοῦ (sc. τῶν Θεσσαλῶν) Th.4.78; also, of private associations, Test.Epict.1.22, SIG 1113 ([place name] Loryma), al.; of guilds or corporations,τὸ κ. τῶν τεκτόνων POxy.53.2
(iv A.D.); of boards of magistrates, τὸ κ. τῶν ἀρχόντων ib.54.12 (iii A.D.).c the government, public authorities, Th.1.90, 2.12, etc.;τὰ κ. Hdt.3.156
;ἀπαγγεῖλαι ἐπὶ τὰ κ. Th.5.37
; ἀπὸ τοῦ κ. by public authority, Hdt.5.85, 8.135; σὺν τῷ κ. by common consent, Id.9.87.d the public treasury,χρημάτων μεγάλων ἐν τῷ κ. γενομένων Id.7.144
;ἐν τῷ κ. καὶ ἐν τοῖς ίεροῖς Th.6.6
, cf. 17;χρήματα δοῦναι ἐκ τοῦ κ. Hdt.9.87
; ἔχειν ἐν κοινῷ (without the Art.), Th.1.80, cf. Sch.adloc.3 τὰ κ. public affairs: πρὸς τὰ κ. προσελθεῖν, προσιέναι, to enter public life, D. 18.257, Aeschin.1.165; but also, the public money, Ar.Pl. 569, D.8.23 (in full,τὰ κ. χρήματα X.HG6.5.34
, Arist.Pol. 1271b11); τὰ κ. τῆς πόλεως, opp. τὰ ἁγνά, BMus.Inscr.4.481*.383; ἀπὸ κοινοῦ at the public expense, X.An.4.7.27, 5.1.12; , cf. Antiph. 230; ἐκ κ. from common funds, at joint expense, PGrenf.1.21.19 (ii B.C.).III common, ordinary,τὰ κ. εἰδέναι Pl.Ax. 366b
;διὰ τῶν κ. ποιεῖσθαι τὰς πίστεις Arist.Rh. 1355a27
; κοινοτάτη τῶν αἰσθήσεων [ἡ ἁφή] Id.EN 1118b1; τὰ κ. commonplaces, Men.Sam.27, Epit. 309; soκ. τόπος Hermog.Prog.6
, Aphth.Prog.7; ἡ κ. ἔννοια or ἐπίνοια, Plb. 2.62.2, 6.5.2; κ. νοῦς, φρένες, common sense, Phld.Rh.1.37 S., 202 S.; κ. καὶ διήκουσαι κακίαι general and all-pervading vices, Id.Sign.28;κ. καὶ δημώδη ὀνόματα Longin.40.2
;κ. καὶ ἐν μέσῳ κείμενα ὀνόματα D.H.Lys.3
; ἡ κ. διάλεκτος every-day language (free from archaisms and far-fetched expressions), Id.Isoc.2;πεφευγὼς τὸ κ. Phld.Acad. Ind.p.53
M.2 Gramm., ordinary, 'regular' Greek, opp. special dialects, διάλεκτοί εἰσι πέντε, Ἀτθὶς Δωρὶς Αἰολὶς Ἰὰς καὶ κ. Sch.D.T. p.14 H., cf. D.S.1.16, Theodos.Can.p.37 H., etc.; ἡ κ. alone, A.D. Conj.223.24; τὸ κ. ἔθος, ἡ κ. ἐκφορά, Id.Adv.155.10, Pron.4.27; οἱ κ. the writers who use this language, Sch.D.T.p.469 H., EM405.23.c ἡ κ. διάλεκτος demotic Egyptian, Manethoap. J.Ap.1.14.4 in magical formulae, of words added at will by the user, ' and so forth', freq.in Pap., PMag.Osl.1.255, PMag.Par.1.273, al.; κοινὰ ὅσα θέλεις ib.2.53;ὁ κ. λόγος PMag.Lond.46.435
; cf. κοινολογία.IV of Persons, connected by common origin or kindred, esp.of brothers and sisters,κ. σπέρμα Pi.O.7.92
, cf.S.OT 261, OC 535 (lyr.);κ. αἷμα Id.Ant. 202
, cf. 1; κ. πατήρ, μήτηρ, PAmh.2.152.9(v/vi A.D.), PFlor.47.11 (iii A.D.); alsoκ. Χάριτες Pi.O.2.50
.2 one who shares in a thing, partner,ἐν θύμασιν κ. ποεῖσθαί τινα S.OT 240
;κ. ἐν κοινοῖσι λυπεῖσθαι Id.Aj. 267
, cf. Ar.V. 917; also κ. τῷ θεῷ belonging in part to the god (who claims tithe of his substance), Berl.Sitzb.1927.161 ([place name] Cyrene).3 lending a ready ear to all, impartial,μὴ οὐ κ. ἀποβῆτε Th.3.53
; neutral, ib.68; ;μέτριος καὶ κ. Arist.Ath.6.3
; κοινοί, οἱ, arbitrators, GDI1832.10 (Delph.);κ. μεσίτης PStrassb.41.14
(iii A.D.); of a capital city, δεῖ.. κοινὴν εἶναι τῶν τόπων ἁπάντων easily accessible on all sides, Arist.Pol. 1327a6.b courteous, affable, X. Cyn.13.9;κ. ἅπασι γενέσθαι Isoc.5.80
;τῇ πρὸς πάντας φιλανθρωπίᾳ κ. Democh.2
J.;ἔχειν τὰς κ. φρένας Phld.Rh.1.202
S.c in bad sense, κοινή, ἡ, prostitute, Vett.Val.119.30, Porph.Hist.Phil.12 (pl.).d of events, κοινότεραι τύχαι more impartial, i.e. more equal, chances, Th.5.102; ἔστιν ἐν τῷ κ. πᾶσι c. inf., And.2.6.V in Logic, general, universal, τὸ κ. λαμβάνειν περί τινων, τὸ ἐπὶ πᾶσι κ., Pl.Tht. 185b, 185c;τὰ κ. λεγόμενα ἀξιώματα Arist.APo. 76b14
; αἱ κ. ἀρχαί ib. 88a36; κ. ἔννοιαι axioms, heading in Euc.; general,κ. ὅρος Arist.Metaph. 987b6
; κοινὰ καὶ στοιχειώδη general principles, Phld.Rh.1.69S.; κ. σημεῖον, opp. ἴδιον, Id.Sign.14; κ. κρίσις objectively valid judgement, Id.Po.5.22;ὄνομα κ. Str.10.2.10
; abstract,ὁ κ. ἄνθρωπος καὶ λογισμῷ ληπτός Dam.Pr. 341
.VI Gramm.,1 κ. συλλαβή common syllable, capable of being long or short, D.T.633.17, Heph. 1.4.b κ. ποιήματα, poems which are both κατὰ στίχον and συστηματικά, e.g. the Sapphic stanza, Id.pp.58,59 C.; also, poems of ambiguous metrical form, Id.p.60 C.2 v.supr.111.2.3 of gender,κ. γένος D.T.634.19
; of nouns, A.D.Pron.30.7, al., EM143.33, 305.19, etc.4 ἀπὸ κοινοῦ λαμβάνειν, of two clauses taking a word in common, A.D.Synt.122.14, al.; κοινὸν or ἐκ κοινοῦ παραλαμβάνεσθαι, ib.20, 28, al.VII of forbidden meats, common, profane,φαγεῖν κ. καὶ ἀκάθαρτον Act.Ap.10.14
, cf. Ep.Rom.14.14;κ. χερσὶ ἐσθίειν Ev.Marc.7.2
.B Adv. κοινῶς in common, jointly, E. Ion 1462;τὰ κοινὰ κ. δεῖ φέρειν συμπτώματα Men.817
: [comp] Comp., ἐν Κρήτῃ -οτέρως [ἔχει τὰ τῶν συσσιτίων] Arist.Pol. 1272a16.3 sociably, like other citizens,οὐδὲ κ. οὐδὲ πολιτικῶς ἐβίωσαν Isoc.4.151
;ἴσως καὶ κ. πρός τινα προσφέρεσθαι Arist.Rh.Al. 1430a1
;κ. καὶ φιλικῶς Plu.Ant.33
; μετρίως καὶ κ. ὰσπάζεσθαι Id.Arat.43.4 in general, Diph.Siph. ap. Ath. 3.81a; ἡ κ. σύνεσις, τὸ κ. ἄνθρωπον", Phld.Vit.p.34J., Mort.38; opp. ἰδίως, Demetr.Lac.Herc.1014.41, Plu.Marc.8, cf. Longin.15.1;κοινότερον εἰπεῖν Phld.Rh.1.256
S.; - οτέρως Orib.Fr.93.6 in plain language, opp. σοφιστικῶς, Plu.2.659f; in the ordinary or wide sense, opp. κυρίως, Them.in APo.5.5: [comp] Comp., M.Ant. 2.10.II fem. dat. [full] κοινῇ; [dialect] Dor. [full] κοινᾷ SIG56.11 (Argos, v B.C.); [dialect] Boeot. [full] κυνῆ ib.635.31 (Acraeph., ii B.C.):—in common, by common consent, Hdt.1.148, 3.79, S.OT 606, OC 1339, E.Hipp. 731, Th.1.3, etc.;κ. πᾶσι καὶ χωρίς Arist.Pol. 1278b23
, cf. Ath.40.3; κ. μετά τινος, κ. σύν τινι, Pl.Smp. 209c, SIG346.27 (iv B.C.), X.Mem.1.6.14, etc.;ἰδίᾳ τε καὶ κ. Alex.291
: also neut.pl..3 as Prep. c. dat., together with, E. Ion 1228, Hel. 829, Fr. 823.III with Preps., εἰς κοινόν in common, in public,ὑμῖν τῇδέ τ' ἐς κ. φράσω A.Pr. 844
;πᾶσιν ἐς κ. λέγω Id.Eu. 408
, cf.Ar.Av. 457 (lyr.), Pl.Lg. 796e;εἰς κ. γνώμην ἀποφαίνεσθαι D.19.156
; εἰς τὸ κ. λέγειν, ἀγορεύειν, Pl.Tht. 165a, X. An.5.6.27; εἰς τὸ κ. for public use, Pl.Lg. 681c.2 ἀπὸ κοινοῦ, ἐκ κοινοῦ, v.A.1.1, 11.3, VI.4.3 ἀφεῖσαν ἐν κοινῷ ζητεῖν, Lat. rem in medio reliquerunt, Arist.Metaph. 987b14; but οἱ ἐν κ. γιγνόμενοι λόγοι, = οἱ ἐξωτερικοὶ λόγοι, Id.de An. 407b29.4 κατὰ κοινόν, opp. κατ' ἰδίαν, jointly, in common, Lexap.D.21.94, Plb.4.3.5; prob. forκατὰ κοινοῦ Id.11.30.3
. -
2 ἵππος
ἵππος, ὁ,A horse, ἡ, mare, most freq. fem. in Poets; in fullθήλεες ἵπποι Il.5.269
;ἵπποι θήλειαι 11.680
, Od.4.635;ἄρσενες ἵπποι 13.81
, cf. Hdt.3.86, Pl.Hp.Ma. 288b: pl., ἵπποι team of chariot-horses, Il.16.370, al.: freq. in dual, 5.237, 8.41, al.: hence, of the chariot itself, ἀφ' ἵπποιιν, ἀφ' ἵππων, from the chariot, Il.5.13,19,al.; καθ' ἵππων ἆλτο, ἐξ ἵππων βῆσε, ib. 111, 163; ἵππων ἐπιβησόμενος intending to mount his chariot, ib.46; opp.πεζοί, πλῆτο δὲ πᾶν πεδίον πεζῶν τε καὶ ἵππων Od.14.267
, cf. 9.49;ἵπποι τε καὶ ἀνέρες Il.2.554
;λαός τε καὶ ἵπποι 18.153
; of riders,νῶθ' ἵππων ἐπιβάντες ἐθύνεον Hes.Sc. 286
; freq. of race-horses,ἵ. ἀκαμαντόποδες Pi.O.3.4
;ἀελλόποδες Simon.7
;ἀθληταί Lys.19.63
: metaph., ἁλὸς ἵ., of ships, Od.4.708, cf. Secund. Sent.17.2 the constellation Pegasus, Eudox. ap. Hipparch.1.2.12, Ptol.Tetr.27, Vett.Val.12.11.3 title of Hecate in the Mithraic cult, Porph.Abst.4.16.4 perh. an instrument of torture, Lat. eculeus, Plu.Luc.20(pl.).II as Collective Noun, ἵππος, ἡ, horse, cavalry, ἡ τῶν Θεσσαλῶν ἵ. Hdt.5.64, etc.: always in sg., even with numerals, ἵ. χιλίη a thousand horse, Id.7.41; μυρίη ibid.; μυρία, τρισμυρία, A.Pers. 302, 315; ἡ διακοσία ἵ. Th.1.62;ἵππον ἔχω εἰς χιλίαν X.Cyr.4.6.2
.III a sea-fish, Antim. et Numen. ap. Ath. 7.304e; but ὁ ἵ. ὁ ποτάμιος the hippopotamus, Hdt.2.71, Arist.HA 502a9;ὁ ἵ. τοῦ Νείλου Ach.Tat.4.2
.b pudenda muliebria et virilia, Hsch.V a complaint of the eyes, such that they are always winking, Gal.16.611,al. (also in Hp., acc. to [Gal.]19.436).VI title of ministrants ('chuckersout') in certain religious ceremonies, IG22.1368.144 (Athens, ii A.D.), 3.1280a.VII in compds., to express anything large or coarse, as in our horse-chestnut, horse-laugh, v. ἱππό-κρημνος, -λάπαθον, -μάραθον, -πορνος, -σέλινον, -τυφία, and cf. βου-. (From ἴκϝος, v. ἴκκος; cf. Skt. aśvas, Lat. equus: the ἴ- (in place of e-) and the aspirate are unexplained; the latter acc. to Gell.2.3.2 was confined to Attic; cf. Λεύκ-ιππος, Γλαύκ-ιππος.) -
3 κατά
κατά [(A)][ κᾰτᾰ], poet. καταί acc. to A.D.Synt.309.28, found in Compds., as καταιβάτης: Prep. with gen. or acc.:—A downwards.A WITH GEN.,I denoting motion from above, down from, βῆ δὲ κατ' Οὐλύμποιο καρήνων, κατ' Ἰδαίων ὀρέων, βαλέειν κ. πέτρης, Il. 22.187, 16.677, Od.14.399;κατ' οὐρανοῦ εἰλήλουθας Il.6.128
; καθ' ἵππων ἀΐξαντε ib. 232;δάκρυα.. κ. βλεφάρων Χαμάδις ῥέε 17.438
;ἵεις σαυτὸν κ. τοῦ τείχους Ar.V. 355
;ἁλόμενοι κ. τῆς πέτρας X.An.4.2.17
;κ. τῶν πετρῶν ὦσαι Pl.Phdr. 229c
;κ. κρημνῶν ῥιφέντες Id.Lg. 944a
:— for κατ' ἄκρης v. ἄκρα:Μοῖσα κ. στόματος Χέε νέκταρ Theoc.7.82
(but perh. in sense 11.1).1 down upon or over,κ. Χθονὸς ὄμματα πήξας Il.3.217
; of the dying, κατὰ.. ὀφθαλμῶν κέχυτ' ἀχλύς a cloud settled upon the eyes, 5.696, cf. 20.321;τὸν δὲ κατ' ὀφθαλμῶν.. νὺξ ἐκάλυψεν 13.580
; φᾶρος κὰκ κεφαλῆς εἴρυσσε down over.., Od.8.85; [ κόπρος]κ. σπείους κέχυτο.. πολλή 9.330
; ὕδωρ κ. Χειρός, v. Χείρ; μύρον κ. τῆς κεφαλῆς καταχέαντες Pl.R. 398a;νάρκη μου κ. τῆς Χειρὸς καταχεῖται Ar.V. 713
;κ. τῆς τραπέζης καταπάσας τέφραν Id.Nu. 177
; ξαίνειν κ. τοῦ νώτου πολλὰς [ πληγάς] D.19.197;ἐσκεδασμένοι κ. τῆς Χώρας Plb.1.17.10
;οἱ κ. νώτου πονοῦντες Id.3.19.7
;ῥόπαλον ἤλασα κὰκ κεφαλῆς Theoc.25.256
; κ. κόρρης παίειν, = ἐπὶ κόρρης, Luc.Cat.12, al.b Geom., along, upon, πίπτειν κατ' [ εὐθείας] Archim.Sph.Cyl.1 Def.2; αἱ γωνίαι κ. κύκλων περιφερειῶν ἐνεχθήσονται will move on.., ib.1.23, al., cf. Aristarch.Sam.1.2 down into,νέκταρ στάξε κ. ῥινῶν Il.19.39
; of a dart,κ. γαίης ᾤχετο 13.504
, etc.; ;ψυχὴ κ. Χθονὸς ᾤχετο 23.100
; κ. γᾶς underground, Pi.O.2.59; κατ' ὕδατος under water, Hdt.2.149; [ ποταμὸς]δὺς κ. τῆς γῆς Pl.Phd.
113c, cf. Ti. 25d;κ. γῆς σύμεναι A.Eu. 1007
(anap.); κ. Χθονὸς κρύψαι to bury. S.Ant.24; ὁ κ. γῆς one dead and buried, X.Cyr.4.6.5;οἱ κ. Χθονὸς θεοί A.Pers. 689
, etc.;θεοὶ<οἱ> κ. γᾶς Id.Ch. 475
(lyr.), etc.; so κ. θαλάσσης ἀφανίζεσθαι, καταδεδυκέναι, Hdt.7.6, 235; also βᾶτε κατ' ἀντιθύρων go down by or through.., S.El. 1433.3 later, towards a point, τοξεύειν κ. σκοποῦ to shoot at, Hdn.6.7.8;κατ' ἰχνῶν τινος ὁδεύειν Luc.Rh.Pr.9
.4 of vows or oaths, by,καθ' ἡμῶν ὀμνύναι D.29.26
, cf. 54.38;ἐπιορκήσασα κ. τῶν παίδων Lys.32.13
; esp. of the victims, etc., over which the oath is taken, ὀμνυόντων τὸν ἐπιχώριον ὅρκον καθ' ἱερῶν τελείων Foed. ap. Th.5.47, cf. Arist.Ath.29.5, Foed.Delph.Pell.1A9, etc.;κ. τῶν νικητηρίων εὐξάμενοι D.Ep.1.16
; also κατ' ἐξωλείας ὀμνύναι to imprecate destruction on oneself, Id.21.119;κατ' ἐξ. ἐπιορκεῖν Id.57.22
.b to make a vow towards, i.e. make a vow of offering..,κ. Χιλίων εὐχὴν ποιήσασθαι Χιμάρων Ar. Eq. 660
.5 in hostile sense, against, A.Ch. 221, S.Aj. 304, etc.;κ. πάντων φύεσθαι D.18.19
; esp. of judges giving sentence against a person, A.Th. 198, S.Aj. 449, etc.;ψεύδεσθαι κατά τινος Lys.22.7
;λέγειν κατά τινος κακά S.Ph.65
, cf. X.HG1.5.2, etc.; of speeches, [ λόγος] κ. Μειδίου, etc. (opp. πρὸς Λεπτίνην, in reply to L.);δῶρα εἰληφέναι κατά τινος Din.3.6
, cf. 18.6 of Time, for,μισθοῦν κ. εἴκοσι ἐτῶν IG12.94.37
; κ. βίου for life, Tab.Heracl.1.50;κὰπ παντὸς Χρόνοι IG9(2).517.20
([place name] Larissa ) (butκ. παντὸς τοῦ Χρόνου σκέψασθε D. 22.72
falls under 7);κ. παντὸς τοῦ αἰῶνος ἀείμνηστον Lycurg.7
.7 in respect of, concerning,μὴ κατ' ἀνθρώπων σκόπει μόνον τοῦτο Pl. Phd. 70d
;κ. τῶν ἄλλων τεχνῶν τοιαῦτα εὑρήσομεν Id.Sph. 253b
; οἱ κ. Δημοσθένους ἔπαινοι praises bestowed on D., Aeschin.3.50; ἐρεῖν or λέγειν κατά τινος to say of one, Pl.Ap. 37b, Prt. 323b, etc.;εἰ κ. θηλείας φαίης A.D.Synt.198.10
;εἴπερ ἕν γέ τι ζητεῖς κ. πάντων Pl.Men. 73d
, cf. 74b;ὅπερ εἴρηται καθόλου κ. πασῶν τῶν πολιτειῶν Arist.Pol. 1307b2
; freq. in the Logic of Arist., κατά τινος λέγεσθαι or κατηγορεῖσθαι to be predicated of.., Int.16b10, Cat. 1b10, etc.; καταφῆσαί (or ἀποφῆσαί) τι κατά τινος to affirm (or deny) of.., Metaph. 1007b21; soκ. τινὸς ὑπάρχειν Int. 16b13
: and in Adv. καθόλου (q.v.).B WITH Acc.,I of motion downwards, κ. ῥόον down stream, Od.14.254, Il.12.33; opp. ἀνὰ τὸν ποταμόν, Hdt.2.96; κ. τὸν ποταμόν, κ. τὸ ὑδάτιον, Id.1.194, Pl.Phdr. 229a; κατ' οὖρον ἰέναι, ῥεῖν, down (i.e. with) the wind, A.Th. 690, S.Tr. 468; κ. πνεῦμα, κατ' ἄνεμον ἵστασθαι to leeward, Arist.HA 535a19, 560b13, Dsc.4.153.2 with or without signf. of motion, on, over, throughout a space, freq. in Hom.,καθ' Ἑλλάδα καὶ μέσον Ἄργος Od.1.344
; κατ' Ἀχαΐδα, κ. Τροίην, Il.11.770, 9.329;κατ' ἠερόεντα κέλευθα Od.20.64
; κ. πόντον, κῦμα, ὕλην, Il.4.276, 6.136, 3.151;κ. πτόλιν Od.2.383
; κ. ἄστυ, οἶκον, Il.18.286, 6.56; κ. ὅμιλον, στρατόν, 3.36, 1.229; κ. κλισίας τε νέας τε ib. 487;πόλεμον κάτα δακρυόεντα 17.512
; κ. ὑσμίνην, μόθον, κλόνον, 5.84, 18.159, 16.331;τὸ ὕδωρ κ. τοὺς ταφροὺς ἐχώρει X.Cyr.7.5.16
, etc. (in later Gr.of motion to a place,κ. τὴν Ἰταλίαν Zos.3.1
);καθ' Ἑλλάδα A.Ag. 578
;κ. πτόλιν Id.Th.6
;αἱ σκηναὶ αἱ κ. τὴν ἀγοράν D.18.169
;τὰ κατ' ἀγροὺς Διονύσια Aeschin.1.157
, etc.;κ. τὸ προάστιον Hdt.3.54
;τύμβον κατ' αὐτόν A. Th. 528
, cf. Supp. 869 (lyr.): Geom., at a point, Euc.1.1,al.; τέμνειν [ σφαῖραν] κ. κύκλον in a circle, Archim.Aren.1.17; also, in the region of,οἱ κ. τὸν ἥλιον γινόμενοι ἀστέρες Gem.12.7
: freq. in Hom. in describing the place of a wound, βαλεῖν κ. στῆθος, γαστέρα, etc., Il.11.108, 16.465, al.;νύξε κ. δεξιὸν ὦμον 5.46
;οὔτασε κατ' ἰσχίον 11.339
; so βαλεῖν κατ' ἀσπίδα, κ. ζωστῆρα, 5.537, 615; βέλος κ. καίριον ἦλθεν struck upon a vital part, v.l. in 11.439: metaph.,ἄχος κ. φρένα τύψε 19.125
: generally, κ. φρένα καὶ κατὰ θυμόν in heart and soul, 4.163, al.3 opposite, over against,κ. Σινώπην πόλιν Hdt.1.76
, cf. 2.148, Th.2.30, etc.;ἀνὴρ κατ' ἄνδρα A.Th. 505
;μολὼν.. μοι κ. στόμα Id.Ch. 573
;κατ' ὀφθαλμούς τινος LXX 2 Ki.12.11
;οἱ μὲν Ἀθηναῖοι κ. Λακεδαιμονίους ἐγένοντο X.HG4.2.18
; κατ' Ἀχαιοὺς ἀντετάχθησαν ibid.;ἐν συμποσίῳ.., περίμενε, μέχρις ἂν γένηται κατὰ σέ Epict.Ench. 15
, cf. D.L.7.108.II distributively, of a whole divided into parts, κρῖν' ἄνδρας κ. φῦλα, κ. φρήτρας by tribes, by clans, Il.2.362; κ. σφέας μαχέονται by themselves, separately, ib. 366, cf. Th.4.64;ἐσκήνουν κ. τάξεις X.Cyr.2.1.25
;αὐτὴ καθ' αὑτήν A.Pr. 1013
; κ. κώμας κατοικημένοι in separate villages, Hdt.1.96; κατ' ἑωυτοὺς ἕκαστοι ἐτράποντο each to his own home, Id.5.15; κ. πόλεις ἀποπλεῦσαι, διαλυθῆναι, Th.1.89, 3.1:στρατιὰ κ. ἕνδεκα μέρη κεκοσμημένη Pl.Phdr. 247a
; laterοἱ κατ' ἄνδρα λόγοι PLond.2.259.72
(i A. D.), cf. D.Chr.32.6, etc.;ἡ κατ' οἰκίαν ἀπογραφή PLond.3.904.20
(ii A.D.), etc.; κατ' ἔπος word by word, Ar.Ra. 802; κατ' ὄνομα individually, 3 Ep.Jo.15, etc.; παῖδα κ. κρήνην at each fount a boy, Lyr.Alex.Adesp.37.13, cf. POxy 2108.9 (iii A.D.).2 of Time, καθ' ἡμέραν, κατ' ἦμαρ, day by day, daily, v. ἡμέρα 111; καθ' ἑνιαυτόν, κατ' ἔτος, Test.Epict.6.24, Ev.Luc.2.41, etc.;κ. μῆνα POxy.275.18
(i A.D.).3 of Numbers, by so many at a time, καθ' ἕνα one at a time, individually, Hdt.7.104 (later detailed list,PTeb.
47.34 (ii B.C.), etc.); κ. μίαν τε καὶ δύο by ones and twos, Hdt.4.113; ; ; κ. τὰς πέντε καὶ εἴκοσι μνᾶς πεντακοσίας δραχμὰς εἰσφέρειν to pay 500 drachmae on every 25 minae, D.27.7;κ. διακοσίας καὶ τριακοσίας ὁμοῦ τι τάλαντον διακεχρημένον
in separate sums of and 300 drachmae, Id.27.11; of ships, κ. μίαν (sc. ναῦν) in column, Th.2.90;κ. μίαν ναῦν ἐπιτάττειν Plb.1.26.12
, cf. Th.2.84: Geom., μετρεῖν, μετρεισθαι κατά.. , measure, be measured a certain number of times, Euc.7 Def.8,9,al.; μετρεῖν κ. τὰς ἐν τῷ Β μονάδας as many times as there are units in B, Id.7.16.III of direction towards an object or purpose, πλεῖν κ. πρῆξιν on a business, for or after a matter, Od. 3.72, 9.253; πλάζεσθαι κ. ληΐδα to rove in search of booty, 3.106; κ.ληΐην ἐκπλῶσαι Hdt.2.152
;ἔβη κ. δαῖτα Il.1.424
;ἐπιδημεῖν κατ' ἐμπορίαν IG22.141.32
, cf. Arist.Ath.11.1; κ. Χρέος τινὸς ἐλθεῖν come to seek his help, consult him, Od.11.479, etc.;ἵεται κ. τὴν φωνήν Hdt.2.70
; κ. θέαν ἥκειν to have come for the purpose of seeing, Th.6.31;κ. πλοῦν ἤδη ὤν Id.7.31
;καθ' ἁρπαγὴν ἐσκεδασμένοι X.An.3.5.2
; κ. τί; for what purpose? why? Ar.Nu. 239.2 of pursuit,κ. πόδας τινὸς ἐλαύνειν Hdt.9.89
; simply κ. τινά after him, Id.1.84;ἰέναι κ. τοὺς ἄλλους Id.9.53
; κατ' ἴχνος on the track, S.Aj.32, A.Ag. 695 (lyr.);ὥσπερ κατ' ἴχνη κ. τὰ νῦν εἰρημένα ζῆν Pl.Phd. 115b
.3 Geom., in adverbial phrases, κ. κάθετον in the same vertical line, Archim. Quadr.6; κατ' εὐθεῖάν τινι in the same straight line with.., Papp. 58.7.IV of fitness or conformity, in accordance with,κ. θυμόν Il.1.136
; καθ' ἡμέτερον νόον after our liking, 9.108;κ. νόον πρήξωμεν Hdt.4.97
; κ. μοῖραν as is meet and right, Il.1.286; κατ' αἶσαν, κ. κόσμον, 10.445, 472;κ. νόμον Hes.Th. 417
;κὰν νόμον Pi.O.8.78
;κ. τοὺς νόμους IG22.1227.15
; αἰτίαν καθ' ἥντινα for what cause, A.Pr. 228; κατ' ἔχθραν, κ. φθόνον, for (i.e. because of) hatred, envy, Id.Supp. 336, Eu. 686; καθ' ἡδονήν τι δρᾶν, ποιεῖν, do as one pleases, Th. 2.37,53;κ. τὸ ἔχθος τὸ Θεσσαλῶν Hdt.8.30
, cf. 9.38; κ. φιλίαν, κατ' ἔχθος, Th.1.60, 103, etc.; κατ' ἄλλο μὲν οὐδέν, ὅτι δέ.. for no other reason but that.., Pl.Phdr. 229d; κ. δύναμιν to the best of one's power, Hdt.3.142, etc. ( κὰδ δ. Hes.Op. 336); κ. τρόπον διοικεῖν arrange suitably, Isoc.2.6,al.; κατ' εὐνοίην with goodwill, Hdt.6.108;κ. τὰ παρηγγελμένα X.An.2.2.8
, etc.; in quotations, according to,κατ' Αἰσχύλον Ar.Th. 134
;κ. Πίνδαρον Pl.Phdr. 227b
, etc.2 in relation to, concerning, τὰ κατ' ἀνθρώπους = τὰ ἀνθρώπινα, A.Eu. 930, 310;τὰ κ. τὸν Τέλλον Hdt.1.31
; τὰ κ. τὴν Κύρου τελευτήν ib. 214; τὰ κ. πόλεμον military matters, Aeschin.1.181; αἱ κ. τὴν πόλιν οἰκονομίαι (opp. αἱ πολεμικαὶ πράξεις ) the management of public affairs, Din. 1.97;τὰ κ. τὰς θυσίας SIG506.7
(Delph., iii B.C.); so τὸ κατ' ὑμέας as far as concerns you, Hdt.7.158; τὸ κατ' ἐμέ as far as I am concerned, D.18.247; κ. τοῦτο in this respect, Hdt.5.3, etc.; κ. ταὐτά in the same way, Id.2.20; καθ' ὅτι so far as, Th.1.82, etc.3 in Comparisons, corresponding with, after the fashion of, κρομύοιο λοπὸν κ. like the coat of an onion, dub. in Od.19.233;μέλος κ. Φοίνισσαν ἐμπολὰν πέμπεται Pi.P.2.67
; κ. Μιθραδάτην answering to the description of him, Hdt.1.121; τὴν ἰδέαν κ. πνιγέα like an oven in appearance, Ar.Av. 1001; κηδεῦσαι καθ' ἑαυτόν to marry in one's own rank of life, A.Pr. 890;οὐ κατ' ἄνθρωπον φρονεῖν Id.Th. 425
;λέγω κατ' ἄνδρα, μὴ θεόν, σέβειν ἐμέ Id.Ag. 925
; οὐ κατὰ σέ none of your sort, Chionid.1 (but ἵνα προσείπω σε κατὰ σέ to address you in your own style, Pl.Grg. 467c);τὸ κατ' ἐμὲ καὶ οὐ κατ' ἐμέ Arr.Epict.1.28.5
;οὐ κ. τὰς Μειδίου λῃτουργίας D.21.169
;ἡ βασιλεία κ. τὴν ἀριστοκρατίαν ἐστί Arist.Pol. 1310b3
: freq. after a [comp] Comp.,μέζων ἢ κατ' ἀνθρώπων φύσιν Hdt.8.38
, cf. Pl.Ap. 20e, etc.; μείζω ἢ κ. δάκρυα too great for tears, Th.7.75; ἤθεα βαθύτερα ἢ κ. Θρήϊκας morerefined than was common among the Thracians, Hdt.4.95.V by the favour of a god, etc.,κ. δαίμονα Pi.O.9.28
, cf. P.8.68;κ. θεῖον Ar.Eq. 147
codd. (κ. θεὸν Cobet);κ. τύχην τινά D.48.24
.VI of round numbers (v. infr. v11.2), nearly, about,κ. Χίλια ἑξακόσια ἔτεα 1600
years more or less, Hdt.2.145, cf. 6.44, al.; κατ' οὐδέν next to nothing, Pl.Plt. 302b.VII of Time, during or in the course of a period,κ. τὸν πόλεμον Hdt.7.137
; καθ' ἡμέραν, κατ' ἦμαρ, by day, A. Ch. 818, Ag. 668;κατ' εὐφρόνην Id.Pers. 221
; κ. Χειμῶνα, κ. θερείαν, PLille 1r14 (iii B.C.), PTeb.27.60 (ii B.C.).2 about,κ. τὸν αὐτὸν τοῦτον Χρόνον Hdt.3.131
, etc.;κ. τοὺς θανάτους τῶν βασιλέων Id.6.58
; esp. with names of persons, κ. Ἄμασιν βασιλεύοντα about the time of Amasis, Id.2.134;κ. τὸν κ. Κροῖσον Χρόνον Id.1.67
; οἱ κατ' ἐκεῖνον (sc. τὸν Ἀλκιβιάδην)ὑμέτεροι πρόγονοι D.21.146
(v.l. κατ' ἐκ. τὸν Χρόνον); κ. τοὺς Ἡρακλείδας X.Lac.10.8
; οἱ καθ' ἑαυτοὺς ἄνθρωποι their contemporaries, Id.Mem.3.5.10.3 καθ' ἕτος this year, SIG 284.24 (Erythrae, iv B.C.), OGI458.64 (i B.C./iA.D.), CIG3641b5,38 ([place name] Lampsacus).VIII periphrastically with abstract Subst., κατ' ἡσυχίην, κ. τάχος, = ἡσύχως, ταχέως, Hdt.1.9,7.178; κ. κράτος by force, X.HG2.1.19, etc.; κ. μέρος partially, Arist.Po. 1456a16; individually, severally, Pl.Tht. 157b, Lg. 835a; κ. φύσιν naturally, Hdt. 2.38, Pl.R. 428e; κ. τὴν τέχνην skilfully, Luc.DDeor.20.7; οὔτ' ἐμοὶ λέγειν καθ' ἡδονήν [ ἐστι] it is not pleasant for me to tell you, A.Pr. 263.C Position: κατά may follow both its cases, and is then written with anastr. κάτα, as Il.20.221, etc.; so also in tmesi, when it follows its Verb, 17.91.D abs. as ADV. in all the above senses, esp. like κάτω, downwards, from above, down, freq. in Hom.I downwards, down, as inκαταβαίνω, καταβάλλω, κατάκειμαι, καταπέμπω, καταπίπτω, καταπλέω 1
.III against, in hostile sense (cf. A.11.5), as in καταγιγνώσκω, κατακρίνω, καταψηφίζομαι: more rarely with a Subst., as καταδίκη.IV back, back again, as inκάτειμι, καταπορεύομαι, καταπλέω 11
.V freq. only to strengthen the notion of the simple word, as in κατακόπτω, κατακτείνω, καταφαγεῖν, etc.; also with Substs. and Adjs., as in κατάδηλος, κάτοξος.VI sts. to give a trans. force to an intr. Verb, our be-, as in καταθρηνέω bewail.VII implying waste or consumption, as in καταλειτουργέω, καθιπποτροφέω, καταζευγοτροφέω: and generally in a disparaging sense, as in .F κατά as a Prep. was shortd. in some dialects, esp. in [dialect] Ep., into κάγ, κάδ, κάκ, κάμ, κάν, κάπ, κάρ, κάτ, before γ, δ, κ, μ, ν, π (or φ) , ῥ, τ (or θ), respectively; see these forms in their own places. Mss. and the older Edd. join the Prep. with the following word, as καγγόνυ, καδδέ, κακκεφαλῆς, καππεδίον, καπφάλαρα, καρρόον, καττάδε, καττόν, etc. In compd. Verbs, κατά sts. changes into καβ, καλ, καρ, κατ, before β, λ, ρ, θ, respectively, as κάββαλε, κάλλιπε, καρρέζουσα, κάτθανε; and before στ, σχ, the second syll. sts. disappears, as in καστορνῦσα, κάσχεθε, as also in the [dialect] Dor. forms καβαίνων, κάπετον.------------------------------------κατά [(B)], -
4 φέρω
φέρω (φέρεις, -ει, -οντι, -οισιν: φέρε, -έτω; -οις, -οι; -ων, -οις(α), -οισαν; -ειν: fut. οἴσει; -ειν: impf. (ἔ) φερε(ν), φέρομεν, φέρον: aor. ἔνεικ(ε), ἔνεικεν; ἐνεῖκαι: pf. ἤνεγκ(ε): med. & pass., φέρεται, -ονται; -εσθαι.)a bring, carryI lit.,Ἀχιλλέα τ' ἔνεικ μάτηρ O. 2.79
ἐλαίας, τάν ποτε Ἴστρου ἀπὸ σκιαρᾶν παγᾶν ἔνεικεν Ἀμφιτρυωνιάδας O. 3.14
καὶ ἔνεικεν Λοκρῷ (sc. αὐτάν) O. 9.59πρίν γέ οἱ χρυσάμπυκα κούρα χαλινὸν Παλλὰς ἤνεγκ O. 13.66
ἔλθ, Ἀχοῖ, πατρὶ κλυτὰν φέροισ' ἄγγελίαν O. 14.21
πέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα P. 1.24
τόδε φέρων μέλος ἔρχομαι P. 2.3
καί ῥά μιν Μάγνητι φέρων πόρε Κενταύρῳ διδάξαι P. 3.45
“ φέρομεν νώτων ὕπερ γαίας ἐρήμων ἐννάλιον δόρυ” P. 4.26ὄρνιν Κυπρογένεια φέρεν πρῶτον ἀνθρώποισι P. 4.216
ἔνεικέ τε χρυσέῳ παρθένον ἀγροτέραν (v. l. ἔνεγκέ) P. 9.6 “ καὶ μέλλεις ὑπὲρ πόντου Διὸς ἔξοχον ποτὶ κᾶπον ἐνεῖκαι” (sc. Κυράναν) P. 9.53 “ παῖδα ὃν κλυτὸς Ἑρμᾶς εὐθρόνοις ὥραισι καὶ Γαίᾳ οἴσει” P. 9.61 ποικίλον κάρα δρακόντων φόβαισιν ἤλυθε νασιώταις λίθι- νον θάνατον φέρων (sc. Περσεύς) P. 10.48 ἔρνεα πρῶτος λτ;ἔνεικενγτ; ἀπ' Ἀλφεοῦ (supp. Bergk: om. codd.) N. 6.18 σεμνῶν γονάτων ἅπτομαι, φέρων Λυδίαν μίτραν καναχηδὰ πεποικιλμέναν (cf. P. 2.3) N. 8.14λάμβανέ οἱ στέφανον, φέρε δ' εὔμαλλον μίτραν I. 5.62
σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν κοιμᾶτο (sc. Ζεύς) I. 8.21 ]φέρει λαιλ[α fr. 1a.ἐς Τροία[ν ] ἤνεγκε[ Pae. 6.76
τὰν δὲ (sc. ἵππον) πρυμνὸν κεφαλᾶς ὀδὰξ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 32.II met.ὁ δὲ λόγος ταύταις ἐπὶ συντυχίαις δόξαν φέρει P. 1.36
καματωδέων δὲ πλαγᾶν ἄκος ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει N. 3.18
αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει δόξαν N. 9.34
ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει I. 1.63
μόχθος ἡσυχίαν φέρει, καιρῷ καταβαίνων Pae. 2.33
πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις τινός, ἢ καρποῦ φθίσιν; (sc. ἀκτὶς ἀελίου, of an eclipse of the sun)Πα.. 13. σέ τ, Ὀλυμπιόνικε, φέρειν γῆρας εὔθυμον ἐς τελευτάν O. 5.22
III med. met., bring with oneφαντί γε μὰν οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν τὰ καὶ τὰ φέρεσθαι P. 7.21
IV pass. met., be borne, uplifted ἐλπίσιν ἀθανάταις ἁρμοῖ φέρονται fr. 10.bI bear, produce of land, simm.δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν πλούτῳ ἴσον N. 11.41
εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος Pae. 4.25
ὅσα ἀγλαὰ χθὼν πόντου τε ῥιπαὶ φέροισιν fr. 220. 3. met.,ἔργα δὲ ζώοισιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα κέλευθοι φέρον O. 7.52
II in general, give proof of, show, displayὁ μὰν πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος φέρει τῶν τε καὶ τῶν καιρόν O. 2.53
Ἴλᾳ φερέτω χάριν Ἁγησίδαμος O. 10.17
“ φαμὶ διδασκαλίαν Χίρωνος οἴσειν” P. 4.102ἔγεντο καὶ πρότερον Ἀντίλοχος βιατὰς νόημα τοῦτο φέρων P. 6.29
αὔξων δὲ πάτραν Μειδυλιδᾶν, λόγον φέρεις, τὸν ὅνπερ αἰνίξατο P. 8.38
οὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες N. 3.30
προθύροισιν δ' Αἰακοῦ ἀνθέων ποιάεντα φέρε στεφανώματα σὺν ξανθαῖς Χάρισσιν (Wil.: φέρειν codd.) N. 5.54 τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον ( ἔχει λόγον Σ paraphr.) I. 8.61χρὴ δ' ἄνδρα τοκεῦσιν φέρειν βαθύδοξον αἶσαν Pae. 2.57
c winἐξ ἱερῶν ἀέθλων μέλλοντα ποθεινοτάταν δόξαν φέρειν O. 8.64
καὶ ψυχρᾶν ὁπότ' εὐδιανὸν φάρμακον αὐρᾶν Πελλάνᾳ φέρε O. 9.98
Δόρυκλος δ' ἔφερε πυγμᾶς τέλος O. 10.67
κέρδος δὲ φίλτατον, ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι P. 8.14
ὁ πονήσαις δὲ νόῳ καὶ προμάθειαν φέρει I. 1.40
φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου I. 7.21
d support, endureτὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῳ φέρειν P. 3.82
φέρειν δ' ἐλαφρῶς ἐπαυχένιον λαβόντα ζυγὸν ἀρήγει P. 2.93
σοφοὶ δέ τοι κάλλιον φέροντι καὶ τὰν θεόσδοτον δύναμιν P. 5.13
e carry of seed, progenyκαὶ φέροισα σπέρμα θεοῦ καθαρόν P. 3.15
ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν, σπέρμ' ἀδείμαντον φέρων Ἡρακλέος N. 10.17
“ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ' ἀνέῤ Πα. 8A. 19.f bear, maintainἀδελφεοῖσί τ' ἐπαινήσομεν ἐσλοῖς, ὅτι ὑψοῦ φέροντι νόμον Θεσσαλῶν αὔξοντες P. 10.70
ἀτὰρ γένος αἰεὶ φέρει τοῦτό οἱ γέρας (v. l. φέρεν) N. 7.39g bring (to bear)φέροις δὲ Πρωτογενείας ἄστει γλῶσσαν O. 9.41
ἄγγελον ἐσλὸν ἔφα τιμὰν μεγίσταν πράγματι παντὶ φέρειν P. 4.278
λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσλοὺς ὕδωρ καπνῷ φέρειν ἀντίον N. 1.24
Αἰακῷ σε φαμὶ γένει τε Μοῖσαν φέρειν N. 3.28
χρὴ νιν (= ἀρετάν)εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόσμον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις I. 1.44
pass., εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν “verbreitet es sich,” Dornseiff P. 1.87 ἀλλοτρίοισιν μὴ προφαίνειν, τίς φέρεται μόχθος ἄμμιν fr. 42. 1.h fragg. ]φέρεσθαι Pae. 2.43
φερον[ fr. 260. 13. ] ινελεων φέρων ?fr. 334b. 11. -
5 ἀνίστημι
A causal in [tense] pres. ἀνίστημι (later [full] ἀνιστάω S.E.M. 9.61): [tense] impf. ἀνίστην: [tense] fut. ἀναστήσω, poet. ἀνστήσω: [tense] aor. 1 ἀνέστησα, [dialect] Ep. ἄνστησα, [dialect] Aeol. [ per.] 3pl.ὄστασαν Hsch.
: [tense] pf. , Arr.Epict.1.4.30: also in [tense] aor. 1 [voice] Med. ἀνεστησάμην (v. infr. 1.5, 111.6).I make to stand up, raise up, γέροντα δὲ χειρὸς ἀνίστη he raised the old man up by his hand, Il.24.515, cf. Od.14.319;τί μ' αὖ.. ἐξ ἑδρας ἀνίστατε; S.Aj. 788
;ἀ. τινὰ ἐκ τῆς κλίνης Pl.Prt. 317e
;ὀρθὸν ἀ. τινά X.Mem.1.4.11
;ἀπὸ τοῦ καθαρμοῦ τινα D.18.259
.2 raisefrom sleep, wake up, Il.10.32, etc.;εἰς ἐκκλησίαν ἀ. τινά Ar.Ec. 740
;ἀ. τινὰ ὠμόϋπνον Eup.305
: metaph.,ἀ. νόσον S.Tr. 979
.3 raise from the dead,οὐδέ μιν ἀνστήσεις Il.24.551
, cf. A.Ag. 1361, S.El. 139; from misery or misfortune, Id.Ph. 666, Aeschin.1.67.5 after Hom., also of things, set up, build, στήλας v.l. in Hdt.2.102;πύργους X.Cyr.7.5.12
, etc.;τρόπαια Διί E.Ph. 572
; ἀνδριάντα ἐς Δελφούς Philipp. ap. D.12.21; so ἀ. τινὰ χρυσοῦν, χαλκοῦν (in pure Attic ἱστάναι), set up a golden, brazen statue of him, Plu.2.170e, Brut.1 ([voice] Pass., v. infr. B):—so in [tense] aor. 1 [voice] Med., ἀναστήσασθαι πόλιν build oneself a city, Hdt.1.165; ἀνεστήσαντο δὲ βωμούς they set them up altars, Call.Dian. 199.6 put up for sale, Hdt.1.196.II rouse to action, stir up,ἀλλ' ἴθι νῦν Αἴαντα.. ἄνστησον Il.10.176
, cf. 179, 15.64, etc.: c. dat. pers., raise up against another, τούτῳ δὲ πρόμον ἄλλον ἀναστήσουσιν ib.7.116 (v. infr. B. 1.5): rouse to arms, raise troops, Th.2.68,96;ἀ. πόλεμον ἐπί τινα Plu.Cor.21
; ἀναστήσας ἦγε στρατόν he called up his troops and marched them, Th.4.93, cf. 112, etc.III make people rise, break up an assembly by force, Il.1.191; but ἐκκλησίαν ἀναστῆσαι adjourn it, X.HG2.4.42.2 make people emigrate, transplant (cf. infr. B. 11.2),ἔνθεν ἀναστήσας ἄγε Od.6.7
;ἀνίστασαν τοὺς δήμους Hdt.9.73
;Αἰγινήτας ἐξ Αἰγίνης Th.2.27
; evenγαῖαν ἀναστήσειν A.R.1.1349
;οἴκους Plu.Publ.21
; alsoἀ. τινὰ ἐκ τῆς ἐργασίας D.18.129
.3 make suppliants rise and leave sanctuary, Hdt.5.71, Th.1.137, S.OC 276, etc.: also ἀ. στρατόπεδον ἐκ χώρας make an army decamp, Plb.29.27.10;τὰ πράγματα ἀνίστησί τινα Plu.Alc. 31
.4 ἀ. ἐπὶ τὸ βῆμα make to ascend the tribune, Id.2.784c, cf. Cam.32.5 of sportsmen, put up game, X.An.1.5.3, cf. Cyr.2.4.20 ([voice] Pass.), Cyn.6.23, D.Chr.2.2.6 μάρτυρα ἀναστής ασθαί τινα call him as one's witness, Pl.Lg. 937a.B intr. in [tense] pres. and [tense] impf. ἀνίσταμαι, -μην, in [tense] fut. ἀναστήσομαι, in [tense] aor. 2 ἀνέστην (but ἀναστῶ, for ἀναστήσω, Crates Com.4D.), imper. ἄστηθι (for ἄν-στηθι) Herod.8.1, part.ἀστάς IG4.951.112
(Epid.): [tense] pf. ἀνέστηκα, [dialect] Att. [tense] plpf. ἀνεστήκη; also [tense] pf.ἀνεστέασι Hdt.3.62
: [tense] aor. [voice] Pass. ἀνεστάθην, [dialect] Aeol. part.ὀσταθείς Hsch.
:—stand up, rise, esp. to speak,τοῖσι δ' ἀνέστη Il.1.68
, 101, etc.;ἐν μέσσοισι 19.77
: in [dialect] Att. c. [tense] fut. part., ἀ. λέξων, κατηγορήσων, etc.: so c. inf.,ἀνέστη μαντεύεσθαι Od.20.380
: in part.,ἀναστὰς εἶπε E.Or. 885
; ; also, rise from one's seat as a mark of respect,θεοὶ δ' ἅμα πάντες ἀνέσταν Il.1.533
; ἀπὸ βωμοῦ (cf. A. 111.3) Aeschin.1.84.2 rise from bed or sleep,ἐξ εὐνῆς ἀνστᾶσα Il.14.336
, cf. A.Eu. 124;εὐνῆθεν Od.20.124
;ὄρθρου ἀ. Hes. Op. 577
; ; οὐδ' ἀνιστάμην ἐκ κλίνης, of a sick person, And.1.64: abs., rise from sleep, Hdt.1.31.5 rise as a champion, Il.23.709; θανάτων χώρᾳ πύργος ἀνέστα [Oedipus] S.OT 1201: hence c. dat., stand up [to fight against..],Ἀγκαῖον.., ὅς μοι ἀνέστη Il.23.635
;μή τίς τοι.. ἄλλος ἀναστῇ Od.18.334
; codd.; v. supr. A.11.6 rise up, rear itself, (lyr.), cf. Plb.16.1.5; of statues, etc., to be set up, Plu.2.91a, 198f: metaph.,μή τι ἐξ αὐτῶν ἀναστήῃ κακόν Pi.P.4.155
;πόλεμος D.H.3.23
;θορύβου ἀναστάντος App.BC1.56
.8 of a river, rise,ἐξ ὀρέων Plu.Pomp.34
.9 [tense] pf. part.,γῆ γηλόφοισιν ἀνεστηκυῖα Arr.Ind.4.7
: metaph., lofty,ἀ. τὴν ψυχὴν γενόμενος Eun.Hist.p.233
D.2 to be compelled to migrate (supr. A. 111.2),ἐξ Ἄρνης ἀναστάντες ὑπὸ Θεσσαλῶν Th.1.12
, cf. 8: of a country, to be depopulated,χώρα ἀνεστηκυῖα Hdt.5.29
;πόλις.. πᾶσ' ἀνέστηκεν δορί E.Hec. 494
; ἡσυχάσασα ἡ Ἑλλὰς καὶ οὐκέτι ἀνισταμένη no longer subject to migration, Th.1.12;τὴν ἀσφάλειαν.. περιείδετ' ἀνασταθεῖσαν D.19.84
.3 of a law-court, rise, Id.21.221.4 cease,οὐκ, ἀνέστη ἕως ἐνίκησε σκορπίσαι Psalm.Solom.4.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνίστημι
См. также в других словарях:
Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται … Dictionary of Greek
φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… … Dictionary of Greek
Μαγνησίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.636 τ. χλμ., 206.995 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, που ωστόσο δεν συμπίπτει εντελώς με τα όρια της περιοχής της αρχαίας Μαγνησίας. Ο σημερινός ν.Μ. συνορεύει στα Β και στα Δ με τον νομό Λαρίσης, στα Ν με τον νομό… … Dictionary of Greek
Λάρισα — I Πόλη (124.394 κάτ.) της Θεσσαλίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (βλ. λ. Λαρίσης, νομός) και του ομώνυμου δήμου (βλ. λ. Λάρισας, δήμος). Βρίσκεται στο κεντροανατολικό τμήμα της θεσσαλικής πεδιάδας, εκτεινόμενη στις δύο όχθες του Πηνειού. Είναι… … Dictionary of Greek
Περραιβία — Η χώρα των αρχαίων Περραιβών. Ταυτίζεται με το βορειοδυτικό τμήμα του σημερινού νομού Λαρίσης και έως ένα σημείο με το ανατολικό τμήμα του σημερινού νομού Τρικάλων. Η αρχαία Περραιβία χωριζόταν σε ορεινή και πεδινή. Η ορεινή ορίζεται στα βόρεια… … Dictionary of Greek
Ευρύλοχος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύντροφος και γυναικάδελφος του Οδυσσέα. Ήταν ο μοναδικός που πρόλαβε και δεν μεταμορφώθηκε σε χοίρο από την Κίρκη. Συμβούλευσε όμως για τη σφαγή των ιερών βοδιών του Ηλίου και έτσι έγινε ο αίτιος του θανάτου του… … Dictionary of Greek
Regionalwahlen in Griechenland 2010 — Mit der Umsetzung des Kallikratis Programms wurde für die dreizehn griechischen Regionen die Selbstverwaltung ab dem 1. Januar 2011 eingeführt. Die ersten griechischen Regionalwahlen fanden am 7. und 14. November 2010 statt. Zu wählen waren die… … Deutsch Wikipedia
Αλευάδαι/-ες — Η πιο φημισμένη στην αρχαιότητα ηγεμονική οικογένεια της Θεσσαλίας, που θεωρούσε γενάρχη της τον εγγονό του Ηρακλή, Αλεύα. Αυτόν ακριβώς ανέφεραν τόσο ο ιστορικός Ελλάνικος όσο και ο Αριστοτέλης (σε έργα του που δεν διασώθηκαν) ως θεμελιωτή της… … Dictionary of Greek
Κοινόν — Πολιτειακές ενώσεις στην αρχαία Ελλάδα. Αυτές αποτελούνταν αρχικά από πολλές πόλεις της ίδιας φυλής ή, αργότερα, και από ξένες πόλεις, που η καθεμία διατηρούσε συνήθως την αυτονομία της, είχε τη δική της νομοθεσία, έκοβε δικά της νομίσματα, αλλά… … Dictionary of Greek
Φθιώτιδας, νομός — Νομός (4.441 τ. χλμ., 178.771 κατ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Μαγνησίας, Λάρισας και Καρδίτσας, στα Ν με τους νομούς Βοιωτίας, Φωκίδας και Αιτωλοακαρνανίας, στα Δ με τον νομό Ευρυτανίας, ενώ στα Α βρέχεται… … Dictionary of Greek
Θαργήλια — (αρχές 5ου αι. π.Χ.). Εταίρα της Μιλήτου. Ήταν διάσημη για τη μόρφωση και την ομορφιά της. Είχε μετοικήσει στην Ελλάδα από την Ιωνία και ανήκε στην παράταξη εκείνων που προπαγάνδιζαν υπέρ της ειρήνης με την Περσία. Η Θ. είχε συνάψει σχέσεις με… … Dictionary of Greek