-
1 Ίππον
-
2 Ἵππον
-
3 ίππον
-
4 ἵππον
-
5 ἵππος
1 horseθεὸς ἔδωκεν δίφρον τε χρύσεον πτεροῖσίν τ' ἀκάμαντας ἵππους O. 1.87
ὕμνον ἀκαμαντοπόδων ἵππων ἄωτον O. 3.4
μιν αἰνέω, μάλα τροφαῖς ἑτοῖμον ἵππων O. 4.14
ἁμίλλαις, ἵπποις ἡμιόνοις τε μοναμπυκίᾳ τε O. 5.7
Ποσειδανίοισιν ἵπποις ἐπιτερπόμενον O. 5.21
πῦρ πνεόντων ἀρχὸς ἵππων O. 7.71
ἀγάνορος ἵππου θᾶσσον O. 9.23
ἕλε Βελλεροφόντας ἵππον πτερόεντ O. 13.86
στεφάνοισί νιν ἵπποις τε κλυτὰν P. 1.37
ἀνδρῶν ἵππων τε σιδαροχαρμᾶν δαιμόνιαι τροφοί P. 2.2
Κένταυρον, ὃς ἵπποισι Μαγνητίδεσσιν ἐμείγνυτ P. 2.45
“ ἀντὶ δελφίνων δ' ἐλαχυπτερύγων ἵππους ἀμείψαντες θοάς” P. 4.17Νεστόρειον γὰρ ἵππος ἅρμ' ἐπέδα P. 6.32
κρηπῖδ' ἀοιδᾶνἵπποισι βαλέσθαι P. 7.3
ὕμνος ὁρμᾶται θέμεν αἶνον ἀελλοπόδων μέγαν ἵππων N. 1.6
παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ' ἐν μάχαις N. 9.34
φιάλαις ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν N. 9.52
Πανελλάνεσσι δ' ἐριζόμενοι δαπάνᾳ χαῖρον ἵππων I. 4.29
ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ λτ;ὑφγτ; ἅρμασιν ἵπποι I. 5.5
ἔιδεν οὔτε πατρωίαις ἐν ἀρούραις ἵππους Μυρμιδόνων Pae. 6.107
θοᾶν ἵππων ἐλάτειραν fr. 89a. 3. ἵππων τ' ὠκυπόδων πολυγνώτοις ἐπὶ νίκαις Παρθ. 2.. Πελασγὸν ἵππον ἢ κύνα Ἀμυκλάιαν μιμέο *fr. 107a. 1* καὶ τοὶ μὲν ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τεγτ; τέρπονται Θρ... Διομήδεος ἵππους fr. 169. 9. ] ἵππο[ fr. 169. 22. ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι (v. l. ἵππιον) fr. 203. 2. ὑφ' ἅρμασιν ἵππος fr. 234. πελεκυφόρας ἵππος fr. 339a. pl. as general term for horses and chariot, or the chariot itself:χρυσέαισί τ' ἀν ἵπποις O. 1.41
δωδεκάγναμπτον περὶ τέρμα δρόμου ἵππων O. 3.34
κατὰ γαἶ αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν O. 6.14
ἀποπέμπων Αἰακὸν δεῦρ' ἀν ἵπποις χρυσέαις O. 8.51
ἀν' ἵπποισι δὲ τέτρασιν O. 10.69
εὖχος ἤδη παρὰ Πυθιάδος ἵπποις ἑλὼν P. 5.21
Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχονθοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις P. 11.48
ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ Ζεὺς τὰν βαθύστερνον χθόνα, κρύψεν τ ἅμ ἵπποις N. 9.25
πάντα δ' ἐξειπεῖν, ὅσ ἀγώνιος Ἑρμᾶς Ἡροδότῳ ἔπορεν ἵπποις I. 1.62
οὐκ ἄγνωτ' ἀείδω Ἰσθμίαν ἵπποισι νίκαν I. 2.13
Θέμιν οὐρανίαν χρυσέαισιν ἵπποις ἆγον Οὐλύμπου λιπαρὰν καθ' ὁδὸν fr. 30. 2. ἀλ]λοτρίαις ἀν' ἵπποις sc. of the Muses. Πα. 7B. 12.ἵπποι μὲν ἀθάναται Ποσειδᾶνος ἄγοντ' Αἰακ[ Pae. 15.2
οὔθ ἵπ[ (ἵπ[ποισι]ν ἀγαλλόμ[ενος add. Snell ex alio frag. papyri) fr. 215b. 13. ἀελλοπόδων μέν τιν' εὐφραίνοισιν ἵππων τιμαὶ καὶ στέφανοι fr. 221. 1. -
6 ἐφίημι
Aἐφίητι Pi.I.2.9
, [dialect] Ion. [ per.] 3pl.ἐπιεῖσι Hdt.4.30
: [tense] fut.ἐφήσω Od. 13.376
: [tense] aor. 1 ind. ἐφῆκα, [dialect] Ep.ἐφέηκα 9.38
, lon.ἐπῆκα Hdt.5.63
; in other moods [tense] aor. 2 forms were used, imper.ἔφες Il.5.174
; [dialect] Ep. subj.ἐφείω 1.567
, [ per.] 2sg. , opt.ἐφείην Il.18.124
; [dialect] Ion. inf.ἐπειναι Hdt.2.100
; part. (v.l.), etc.:—[voice] Med., [tense] pres. inf. ; part.ἐφιέμενος Od.13.7
: [tense] fut.ἐφήσομαι Il.23.82
: [tense] aor. 2 :—[voice] Pass., [tense] pf. ἐφέωται andἐφεῖται Hsch.
: [ ἐφῐημι [dialect] Ep., ἐφῑημι [dialect] Att.; yet Hom. always uses ἐφιείς, ἐφίει, ἐφῑέμενος with [pron. full] [ῑ], exc.ἐφῐει Od.24.180
]:— send to one,Πριάμῳ.. Ἶριν ἐφήσω Il.24.117
; μ' ἐφέηκε.. καλέειν sent me to call, A.R.1.712.2 in Hom., c. inf., set on, incite to do,ἠλεός, ὅς τ' ἐφέηκε πολύφρονά περ μάλ' ἀεῖσαι Od.14.464
; so ἐ. τινὰ ἐχθοδοπῆσαι, χαλεπῆναι, στοναχῆσαι, Il.1.518, 18.108, 124.3 of things, throw or launch at one,ὅς τοι πρῶτος ἐφῆκε βέλος 16.812
;ἄλλοις ἐφίει βέλεα Od.24.180
, etc.; [ἔγχος], μελίην, Il.20.346, 21.170;οἰστὸν ἐπί τινι E.Med. 632
(lyr.); ἐ. χεῖράς τινι to lay hands on him,μνηστῆρσιν ἀναιδέσι χεῖρας ἐφήσω Od.20.39
, cf.Il.1.567, etc.4 of events, destinies, etc., send upon one, , etc.; , cf. 21.524;μνηστήρεσσιν ἄεθλον τοῦτον ἐφήσω Od. 19.576
; νόστον.., ὅν μοι Ζεὺς ἐφέηκε which he hath laid upon me, 9.38; soπάντ' ἐφήσω μόρον A.Eu. 502
(lyr.);τέκνοις ἀρὰς ἐ. Id.Th. 786
(lyr.).5 send against, in hostile sense,τῷ στρατοπέδῳ τὴν ἵππον Hdt.5.63
;τὴν ἵππον ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας Id.9.49
;ἡνίοχοι ἐφίεσαν ὠκέας ἵππους Hes.Sc. 307
;στρατὸν ἐς πεδία E.Heracl. 393
.6 let in, freq. of water,ἐπεῖναι τὸν ποταμὸν ἐπὶ τὴν χώρην Hdt.7.130
, cf. 2.100;τὸ ὕδωρ ἐπὶ τὴν ἔσοδον Id.7.176
; alsoἐ. ἀκτῖνα Θήβαισι E.Ph.5
;ἀγέλας ἐπὶ τὰ χωρία X.Cyr.1.1.2
; ἄγαν ἐφῆκας γλώσσαν did'st let loose, E. Andr. 954;ὀργήν τινι ἐ. Pl.Lg. 731d
.II let go, loosen, esp. the rein,ἐ. καὶ χαλάσαι τὰς ἡνίας τοῖς λόγοις Pl.Prt. 338a
; οὐρία ἐφέντα (abs.) ibid.; πᾶσαν ἐφεὶς ὀθόνην [τῷ ἀνέμῳ] AP10.1 (Leon.), cf.A.R.2.934.b give up, yield,τινὶ τὴν ἡγεμονίαν Th.1.95
;πάντ' ἐφέντες ἡδονήν E.Fr. 564
; allow,τἆλλα τοῖς δούλοις Arist.Pol. 1264a21
.c c. inf., permit, allow,τινὶ ὀνειδίσαι Hdt.1.90
, cf.3.113;σοί γ' ἐφῆκα πᾶν λέγειν S.El. 631
; ἢν ἐφῇς μοι (sc. λέγειν) ib. 554, cf. 556, 649: c. acc. et inf.,τοὺς νεωτέρους ἐ. διώκειν X.Cyr.4.2.24
(v.l. for ἀφ-):—[voice] Pass., ἐφεθήσεταί τινι c. inf., Luc.Pr.Im.24.2 give up, leave as a prey, , cf. 495 (v.l.);τὴν ἀποσκευὴν ἐ. τοῖς στρατιώταις διαρπάσαι D.S.14.75
; intr. (sc. ἑαυτόν), give oneself up to,ἰσχυρῷ γέλωτι Pl.R. 388e
; [ παιδιᾷ] Id.Ti. 59c.IV as law-term, leave to another to decide, refer,δίκας ἐ. εἴς τινας D.40.31
; εἰς δικαστήριον ibid.; ἐ. τινὰ εἰς τὸ δικαστήριον refer him to.., Id.34.21; (sc. ἑαυτόν) appeal,εἰς τοὺς δικαστάς Id.29.59
;ἐπί τινα Luc.
Bis Acc.4;εἰς ἕτερον δικαστήριον Id.Herm.30
;ἀπό τινος D.C.64.2
: abs., Id.37.27.B [voice] Med., lay one's command or behest upon, , cf. Il.23.82, 24.300; ; πρός τι τοῦτ' ἐφίεσαι; S.OT 766: c. inf.,ἐ. τινὶ ἀγγεῖλαι Id.El. 1111
, cf. Ar.V. 242; χαίρειν τἀλλ' ἐγώ σ' ἐ. I bid thec have thy will, S.Aj. 112, cf. A.Ch. 1039: abs.,ὡς ἐφίεσαι Id.Pers. 228
(troch.), cf.E.IT 1483; ἐ. ἐς Λακεδαίμονα send or ders to.., Th.4.108.II c. gen., aim at, καλῶν lsoc.2.25;ἀγαθοῦ τινος Arist.EN 1094a2
, etc.; in fighting, τῶν προσώπων, τῶν ὅψεων, Plu.Pomp.71, Caes.45.2 long for, desire, τί μοι τῶν δυσφόρων ἐφίῃ; S.El. 143 (lyr.); τί.. ἐφίεσαι φιλοτιμίας; E.Ph. 531;τῶν ἀλλοτρίων Antipho 5.79
; τῶν κερδῶν, ἀρχῆς, Th.1.8, 128;τῶν ἐν Σικελίᾳ ἀγαθῶν Id.4.61
; : c. gen. pers., X.Mem.4.1.2: c. inf.,ὧν.. σου τυχεῖν ἐφίεμαι ἄκουσον S.Ph. 1315
;ἐ. ἄρξειν Th.6.6
codd. (leg. ἄρξαι): c. acc. et inf., S.OT 1055. -
7 κέλης
A courser, riding-horse, Ὀδυσσεὺς ἀμφ' ἑνὶ δούρατι βαῖνε, κέληθ' ὡς ἵππον ἐλαύνων bestrode one plank, as if riding on a horse, Od.5.371 (κ. ἵππος also in later Prose, SIG 314A7,36, al. (Arc., iv B.C.), Plu.Alex.3, Paus.6.14.4);κ. καὶ ἅρματα Hdt.7.86
;ἵππον κέλητ' ἀσκοῦντα Eup.152
; ; freq. in the titles of Pindar's Odes, as O.1;νίκας Πυθοῖ καὶ Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ τεθρίπποις τε καὶ κέλησι Pl.Ly. 205c
, cf. Plin.HN 34.19; κ. πωλικός, τέλειος, IG2.966.II fast-sailing yacht with one bank of oars, Hdt.8.94, Th.4.9, 8.38, X.HG1.6.36, Ephipp.5.17 (anap.), Plb.5.94.8, Plin.HN7.208, etc.III sens. obsc. (with play on 1), Ar.Lys.60; soἥρως Κέλης Pl.Com.174.18
. -
8 περιβαίνω
A go round, esp. of one defending a fallen comrade, bestride him, , 13.420, cf. Plu.Nic.13;π. τὰ πίπτοντα σώματα D.S.17.25
: c. gen.,περιβῆναι ἀδελφειοῦ κταμένοιο Il.5.21
;περὶ τρόπιος βεβαῶτα Od.5.130
: and c. dat.,Πατρόκλῳ περιβάς Il.17.80
, cf. 313;ὡς δὲ κύων.. περὶ σκυλάκεσσι βεβῶσα Od.20.14
, cf. Ar.Eq. 1039.2 bestride, as a rider does a horse,ἵππον Plu. Pyrrh.11
, 2.213e; ἐς ἵππον Malch.p.394 D.; οἱ περιβεβηκότες those mounted on the elephants, D.S.17.88; of the male camel, Arist.HA 540a14; περὶ τὴν ψωλὴν π. Ar.Lys. 979 (anap.).II of sound, come round one's ears, τινι S.Ant. 1209.III [dialect] Aeol., pass by or beyond, in [voice] Pass.,περβέβαται χρόνος Alc.Oxy.1788
Fr.15 ii 17 (p.38 Lobel).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιβαίνω
-
9 προσελαύνω
A- ελῶ X.Cyr.6.2.18
: [tense] aor. 1- ήλᾰσα Th.4.72
: Coan non-thematic [ per.] 3pl. [tense] pres. ind. ποτέλαντι dub. in SIG1025.6 (iv/iii B.C.):— drive or chase to a place, τινὰς πρὸς τὴν Νίσαιαν Th.l.c.; βοῦν SIGl.c.;π. τὸν ἵππον Plu.2.755b
;π. τινὰ φιλοσοφία D.L.7.5
:—[voice] Pass., to be driven or fixed to,πρὸς τοὔδαφος Plu.Crass.25
.II mostly intr.,1 (sc. ἵππον) ride towards, ride up,πρὸς τὸ στρατόπεδον Hdt.7.208
, cf. 9.20, X.Cyr. 4.2.17; ἀλλήλοις ib.1.4.23; alsoπ. ἵππῳ Hdt.9.44
, X.HG4.5.7, cf. Cyr. 1.4.17; π. ἐπὶκαμήλων ib.6.2.18; οἱ προσελαύνοντες, opp. οἱ προσθέοντες (the infantry), Id.An.6.3.7.2 (sc. στρατόν) march up, οὔπω ἧκεν ἀλλ' ἔτι προσήλαυνε ib.1.5.12, etc.3 of time, approach,ἐπὶ τὸν ἀεὶ ἑξῆς καὶ -οντα χρόνον PMasp.158.27
(vi A.D.), cf. PFlor.294.102 (vi A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσελαύνω
-
10 στίζω
Aστίξω Hdt.7.35
, Eup.259, Men.Sam. 108: [tense] aor.ἔστιξα Hdt.5.35
:—[voice] Med., Luc.Syr.D.59, etc.: [tense] aor.ἐστιξάμην Nonn.D.43.232
:—[voice] Pass.,[tense] aor. part.στιχθείς Porph.VP15
: [tense] pf.ἔστιγμαι Hdt.5.35
, Ar.Av. 760:— tattoo, τὸ ἐστίχθαι εὐγενὲς κέκριται (among the Thracians) Hdt.5.6, cf. Phanocl.1.25;ἀποξυρήσας τὴν κεφαλὴν ἔστιξε Hdt.5.35
;ἐστιγμένους ἀνθέμια X.An.5.4.32
; of the Britons,τὰ σώματα στίζονται γραφαῖς ποικίλαις καὶ ζῴων εἰκόσιν Hdn.3.14.7
; of a Syrian, to indicate dedication to gods (cf. στιγματηφορέω), UPZ 121.8 (ii B.C.).2 esp. tattoo as a mark of disgrace, Hdt.7.35, Ar.Ra. 1511 (anap.); στίξω σε βελόναισιν τρισίν Eup.l.c., cf. Men.l.c., Call. Iamb.1.235 ( Hermes 69.177), Hermog.Stat.11; , cf. i 14 (iii B.C.);δραπέτης ἐστιγμένος Ar.Av. 760
, cf. And.Fr.5;ἐστ. αὐτόμολος Aeschin.2.79
;αἰχμαλώτους Σαμίων στίζειν κατὰ τοῦ προσώπου καὶ εἶναι τὸ στίγμα γλαῦκα Ael.VH2.9
, cf. Diph. 66.7.3 mark as one's property, στίξαι ἵππον (glossed ἐγκαῦσαι) Phot.; σ. χωρίον mark a piece of land as mortgaged, by a notice set up upon it, Poll.3.85 ([voice] Pass.).4 rarely c. dupl. acc., τοὺς δὲ ἔστιζον (codd.,ἔστιξαν Plu.
, Hude) στίγματα βασιλήϊα tattooed them with the royal tattoo-marks, Hdt.7.233; σ. ἵππον εἰς τὸ μέτωπον tattoo the figure of a horse on one's forehead, Plu.Nic.29;σ. εἰς τὸ μέτωπον γλαῦκας Id.Per.26
, cf. X.l.c.5 metaph.,εἶσ' ἅλα στίζοισα πνοά Simon.78
; στιζόμενος βακτηρίᾳ beaten black and blue, Ar.V. 1296.6 σ. τοὺς ὑμένας cause stabbing pains in, Gal.17(1).400.II Gramm., put a punctuation mark, Steph.in Hp.2.496 D., AP15.38 ([place name] Cometas);τελείαν δεῖ στίξαι Herm. in Phdr.p.84
A. (Cf. OE. stician 'to stab', Germ. sticken 'to stitch, embroider'.) -
11 χίλιοι
χίλιοι [pron. full] [χῑ], αι, α: gen. pl. fem. χιλιῶν, irreg. in [dialect] Att. acc. to Hdn. Gr.1.426 (prob. only when χίλιαι was used as a fem. Subst. (v. infr. 3)); dat. pl. fem. (orig. loc.)Aχιλίᾱσιν IG12.10.18
; χιλίαισι ib.76.20, 94.10; later χιλίαις: dialect forms, [dialect] Locr. [full] χίλιοι (as in [dialect] Att., v. supr.) IG9(1).334.39 (Oeanthea, v B. C.); [dialect] Dor. [full] χήλιοι (written [pref] χέλ-) ib. 5(1).1.23 (Sparta, v B. C.), Lesb., Thess. [full] χέλλιοι EM817.1 (cf. χελληστύς), IG9(2).1229.29 (Phalanna, ii B. C.); [dialect] Ion. [full] χείλιοι Schwyzer 688C15 (Chios, v B. C.), which shd. prob. be restored in Hom., cf. δεκάχ (ε) ιλοι:—a thousand, Hom. only in neut., χ. μέτρα, πυρά, Il.7.471, 8.562; πρῶθ' ἑκατὸν βοῦς δῶκεν, ἔπειτα δὲ χίλι' ὑπέστη (sc. πρόβατα), αἶγας ὁμοῦ καὶ ὄϊς 11.244
: usu. agreeing with its Subst., Hes.Th. 364, etc.; but sts. as Subst. folld. by gen.,χίλιοι Μακεδόνων Th.2.80
: to express the addition of a smaller number, that number may either precede or follow,διακόσιοι καὶ χ. Isoc.4.87
, 93, Pl.Criti. 119b: butχ. καὶ πεντακόσιοι Aeschin.2.77
; later καί is freq. omitted, Plb.3.33.10, LXX Da.12.11, Apoc.11.3; with Preps.χ. ἐπὶ μυρίοις Pl.Lg. 895a
;τέτταρας πρὸς τοῖς χ. Luc.Cat.4
; οἱ χ. λογάδες (at Argos) the Thousand, Th.5.67, cf. D.S.12.80.2 sg. with collect. nouns, χιλίη ἵππος a thousand horse, Hdt.5.63, 7.41;τὴν ἵππον τὴν χιλίην Id.8.113
; soἵππον ἔχω εἰς χιλίαν X.Cyr.4.6.2
; also χιλία ὁλοκαύτωσις burnt-offering of 1000 cattle, LXX 3 Ki.3.4.3 χίλιαι (sc. δραχμαί ) as Subst., a thousand drachmae,περὶ χιλιῶν κινδυνεύειν D.22.21
; ἐν χιλίαις ὁ κίνδυνος ib.26 (χ. δραχμαί in full, Pl.Ap. 36b). (Cf. Skt. sahásram 'a thousand' (with prefix sa- = sṃ-); I.-E. ĝheslo-, ĝheslio-.) -
12 ἀναβαίνω
ἀναβαίνω, [tense] impf. ἀνέβαινον: [tense] fut. - βήσομαι: (for [tense] aor. 1 v. infr. B): [tense] aor. 2 ἀνέβην, imper. ἀνάβηθι, -βῶ, -βῆναι, -βάς: [tense] pf. - βέβηκα:— [voice] Med., [tense] aor. 1 -εβησάμην, [dialect] Ep. [ per.] 3sg. -εβήσετο, v. infr. B:—[voice] Pass., v. infr. 11.2:—A go up, mount, c. acc. loci, οὐρανόν, ὑπερώϊα ἀ. go up to heaven, to the upper rooms, Il.1.497, Od.18.302; φάτις ἀνθρώπους ἀναβαίνει goes up among, ib.6.29; more freq. with Prep., ἀ. εἰς ἐλάτην, ἐς δίφρον, Il.14.287, 16.657; rarely with ἀνά repeated,ἀν' ὀρσοθύρην ἀ. Od.22.132
; after Hom., most. freq. withἐπί, ἀ. ἐπὶ τὰ ὑψηλότατα τῶν ὀρέων Hdt.1.131
: c. dat., νεκροῖς ἀ. to trample on the dead, Il.10.493: metaph., .II Special usages:1 mount a ship, go on board, in Hom. mostly abs.; ἐς Τροίην ἀ. embark for Troy, Od.1.210;ἀπὸ Κρήτης ἀ. 14.252
;ἐπὶ τὰς ναῦς Th.4.44
, etc.: metaph., ἀναβάσομαι στόλον I will mount a prow, Pi.P.2.62.2 mount on horse-back (cf. ἀναβάτης), ἀ. ἐφ' ἵππον X.Cyr.4.1.7
, cf. 7.1.3: abs., ἀναβεβηκώς mounted; ἀναβάντες (abs.)ἐφ' ἵππων ἐλάσαι 3.3.27
; ἀ. ἐπὶ τροχόν mount on the wheel of torture, Antipho 5.40.b c. acc., ἀ. ἵππον mount a horse, Theopomp.Hist.2:—[voice] Pass., [ἵππος] ὁ μήπω ἀναβαινόμενος that has not yet been mounted, X.Eq.1.1; ἀναβαθείς when mounted, ib.3.4;ἐν ἵππῳ ἀναβεβαμένῳ Id.Eq.Mag. 3.4
, cf. 1.4.3 of land-journeys, go up from the coast into Central Asia, Hdt.5.100, X.An.1.1.2;ἀ. παρὰ βασιλέα Pl.Alc.1.123b
.b go up to a temple, PPar.47.19, Ev.Luc.18.10; to a town, Ev.Matt.20.18, al., cf. PLond.3.1170b.46 (iii A. D.), etc.; in curses,ἀ. παρὰ Δάματρα πεπρημένος GDI3536.19
([place name] Cnidus), cf. SIG 1180.9 (ibid.).4 of rivers in flood, rise, Hdt.2.13; ἀ. ἐς τὰς ἀρούρας overflow the fields, Id.1.193.5 of plants, shoot up,ἐπὶ δένδρα X.Oec.19.18
; climb on sticks, Thphr.HP8.3.2; generally, shoot, spring up, Ev.Matt.13.7; of hair, X.Smp.4.23.6 in [dialect] Att., ἀ. ἐπὶ τὸ βῆμα, or ἀ. alone, mount the tribune, rise to speak, D.18.66, 21.205, Prooem.56; ἀ. εἰς τὸ πλῆθος, εἰς or ἐπὶ τὸ δικαστήριον come before the people, before the court, Pl. Ap. 31c, 40b, Grg. 486b; ἀ. ἐπὶ τὸν ὀκρίβαντα mount the stage, Id.Smp. 194b: abs., ; ; of witnesses in court, Lys.1.29.7 of the male, mount, cover,ἀ. τὰς θηλέας Hdt.1.192
, cf.Ar.Fr. 329;ἀ. ἐπί Ph.1.651
, cf. Moer.3:—[voice] Pass., Milet.3.31 (a).6 (vi B. C.).8 of age, δύο ἀναβεβηκὼς ἔτη τῆς ἡλικίας τῆς ἐμῆς two years older.., Ach. Tat.1.7.9 ascend to higher knowledge,ἡ ἀναβεβηκυῖα ἐπιστήμη Simp.in Ph.15.34
, cf. 9.30; generalities,Sor.
2.5.10 c. acc., surpass,κάλλει τὴν πᾶσαν διακόσμησιν Lyd.Ost.22
.III of things and events, come to an end, turn out, Hdt.7.10.θ; ἀπό τινος ἀ.
result from,X.
Ath. 2.17.b ἀ. ἐπὶ καρδίαν enter into one's heart, of thoughts, LXX 4 Ki.12.4, Je.3.16, 1 Ep.Cor.2.9, cf. Ev.Luc.24.38.IV return to the beginning, of discourse, Democr.144a; go back,ἀναβήσεται ἐπὶ τὰς κτίσεις τῶν προγόνων Hermog.Inv.2.2
.B [tense] aor. ἀνέβησα in causal sense, make to go up, esp. put on shipboard, Il.1.143, Pi.P.4.191; so in [tense] aor. [voice] Med., νὼ ἀναβησάμενοι having taken us on board with them, Od.15.475: rare in Prose, ἄνδρας ἐπὶ καμήλους ἀνέβησε he mounted men on camels, Hdt.1.80.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναβαίνω
-
13 αἱρέω
1 act.a take up, take awayφιάλαν ὡς εἴ τις ἀφνειᾶς ἀπὸ χειρὸς ἑλὼν δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ O. 7.1
λέγοντι μὰν Ζηνὸς τέχναις ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν O. 9.53
b seize, capture, overcomeἤτοι καὶ ὁ καρτερὸς ὁρμαίνων ἕλε Βελλεροφόντας ἵππον πτερόεντ O. 13.84
Πηλεὺς ὃς καὶ Ἰαολκὸν εἷλε μόνος ἄνευ στρατιᾶς N. 3.34
οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους (sc. Ἀλκυονεύς. overcame.) N. 4.29εἶλε δὲ Περγαμίαν I. 6.31
ἕλον δ' Ἀμύκλας Αἰγεῖδαι I. 7.14
Εὔ]βοιαν ἕλον καὶ ἔνασσαν Pae. 5.36
εἷλε Μήδειαν ἐν Κόλχων δόμοις fr. 172. 7. cf. infra (e).c win, gainνῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων νίκαν τριακοστὰν ἑλών O. 8.66
ἀμφοτέροισι δ' ἀνὴρ ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.100
εὐμενέσσι γὰρ παρὰ Κρονίδαις γλυκὺν ἑλὼν βίοτον P. 2.26
στεφάνοις, τοὺς ἀριστεύων Φερένικος ἕλεν Κίρρᾳ ποτέ P. 3.74
εὖχος ἤδη παρὰ Πυθιάδος ἵπποις ἑλών P. 5.21
ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἶον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι πρὶν μέσον ἆμαρ ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον (post ἑλεῖν distinx. codd., post ἆμαρ Bergk. ἑλεῖν Byz.: ἐλθεῖν codd.) P. 9.113ὃς ἂν τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ τόλμᾳ τε καὶ σθένει P. 10.24
τίς ἄκρον ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν; P. 11.55καὶ παγκρατίῳ φθέγξαι ἑλεῖν Ἐπιδαύρῳ διπλόαν νικῶντ' ἀρετάν N. 5.52
εὐθεῖα δὴ κέλευθος ἀρετὰν ἑλεῖν fr. 108a. 3. met.,κόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον O. 1.56
ἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον (Byz.: ἔσχε, ἔχε codd.) P. 2.30d take, graspπαρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν ἆγεν P. 9.122
—e in zeugma, overcome, winἕλεν δ' Οἰνομάου βίαν παρθένον τε σύνευνον O. 1.88
2 med.a chooseἐπεὶ τοῦτον, ἢ πάμπαν θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ, εἵλετ αἰῶνα Πολυδεύκης N. 10.59
— [ -
14 ἀκκίζομαι
1 affect to be shocked ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι (Boeckh e Suida: ἀγαζ-, ἀτιζ-, ἀτυζ-, codd., cf. Suid., ἀκκιζόμενος· γυναικιζόμενος. “oxymoron” Schroeder.) fr. 203. 1. -
15 ἄλλος
ἄλλος (-ος, -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οις(ι), - ους: -ας, -ᾳ, -αν; -αι, -ᾶν, -αις: -ο, -ου, -ο; -α, -ων, -οις, -α) A adj.1 other, another, opposed to preceding.aἐπί τι καὶ πῆμ' ἄγει παλιντράπελον ἄλλῳ χρόνῳ O. 2.37
ἄλλον αἴνησεν γάμον P. 3.13
ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις N. 8.31
οὐκ ἔστι πρόσωθεν θνατὸν ἔτι σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν (i. e. ὑψηλοτέρας) N. 9.47b = ἄλλος τις. σφόδρα δόξομεν δαίων ὑπέρτεροι ἐν φάει καταβαίνειν· φθονερὰ δἄλλος ἀνὴρ βλέπων ( ἆλλος coni. Lobel.) N. 4.39c combined with other adj.μηκέτ' ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον ἐν ἁμέρᾳ φαεννὸν ἄστρον O. 1.6
ἄλλαι δὲ δὔ ἐγένοντ' ἔπειτα χάρμαι O. 9.86
κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερὶ I. 8.34
d =πᾶς ἄλλος. ἄνθεμα φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν, ὕδωρ δ' ἄλλα φέρβει O. 2.73
ἅλιξιν σὺν ἄλλοις P. 4.187
τὰ δἄλλαις ἁμέραις φάσομαι N. 9.42
Ἀοσφόρος θαητὸς ὣς ἄστροις ἐν ἄλλοις I. 4.24
φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν I. 6.73
Μέμνονός τε βίαν ὑπέρθυμον Ἕκτορά τ' ἄλλους τ ἀριστέας I. 8.55
2 fig. μόχθον ἄλλοις ἀμφέπει δύστανον ἐν τείχεσιν (= ἄλλοθι, ἐν τείχεσιν, Schr.: cf. Fraenkel on Agam. 437.) P. 4.2683 combined with another ἄλλο-word.ῥοαὶ δ' ἄλλοτ ἄλλαι ἔβαν O. 2.33
Διαγόρας ἐστεφανώσατο κλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων Νεμέᾳ τ ἄλλαν ἐπ ἄλλᾳ (sc. νίκαν. one victory after another) O. 7.82ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον P. 2.13
ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνωνἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον P. 10.54
διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου N. 3.6
μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς (Tric.: ἄλλος, ἄλλος ἄλλοις codd.) I. 1.47 combined withτις. ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον P. 2.13
second ἄλλος suppressed, ἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι some lead further than others O. 9.104 B subs.1 another, others (once neut.)aκεῖνος χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν O. 2.99
μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται φθονεόντων τοῖς O. 6.74
“ ἐπιχώριος οὐ ξείναν ἱκάνω γαῖαν ἄλλων” P. 4.118φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν λαχόντες, ὁ μὲν τά, τὰ δ ἄλλοι N. 7.55
εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον, ἄλλοισι δ' ἐμπίπτων γελᾷ (i. e. “non ita divitibus.” Schmid.) I. 1.68b =πᾶς ἄλλος. κεῖναι γὰρ ἐξ ἀλλᾶν ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ταύταν ἐπίστανται O. 6.25
κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα περαίτερον ἄλλων O. 8.63
εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους (Hartung: ἄλλων codd.: ἄλλον Morel.) N. 11.13μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων I. 5.3
2 combined with another ἄλλο-word.a † ἄλλοισι δ' ἄλλοι μέγαλοι ( ἀλλοίοισι coni. Blumenthal: ἐπ' ἄλλοις byz.) O. 1.113ἄλλοτε δ' ἄλλον ἐποπτεύει Χάρις ζωθάλμιος O. 7.11
ἄλλα δ' ἐπ ἄλλον ἔβαν ἀγαθῶν O. 8.12
τοὺς μὲν ὦν λύσαις ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν P. 3.50
δαίμων δὲ παρίσχει, ἄλλοτ' ἄλλον ὕπερθε βάλλων, ἄλλον δ ὑπὸ χειρῶν μέτρῳ καταβαίνει bis P. 8.77διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου N. 3.6
ἄλλοισι δ' ἅλικες ἄλλοι N. 4.91
ἄλλα δ' ἄλλοισιν νόμιμα, σφετέραν δαἰνεῖ δίκαν ἀνδρῶν ἕκαστος fr. 215. 2.b n. pl. ἄλλα combined with ἄλλοτε. ἄλλ' ἄλλοτε πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς this way and that P. 2.85 ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ' ἄλλα πνέων οὔ ποτ ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί of inconstant purpose N. 3.41 αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἁμέραις ἄλλ' ἄλλοτ ἐξ ἄλλαξεν changes this way and that I. 3.18 -
16 Ἀμυκλαῖος
̆αμυκλαῑος1 of Amyklai Πελασγὸν ἵππον ἢ κύνα Ἀμυκλάιαν μίμεο (- αᾰαν Bergk.) *fr. 107a. 2.* -
17 ἀνδέρω
1 tear the flesh from κρυφᾷ δὲ σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι πόδας ἠδὲ κεφαλάν (Schr.: ἀναδέροντι, -δέρουσι codd.: sc. Σκύθαι ἵππον νέκρον) fr. 203. 3. -
18 ἀνήρ
ᾰνήρ (ἀνήρ, ἀνδρός, ἀνδρί, ἄνδρα; ἄνδρες, ἀνδρῶν, ἄνδρεσσι, ἀνδράσι(ν): ἆνέρι, ἆνέρα; ἆνέρες, ἆνέρων)1 man1 man in his prime.aπαίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν O. 1.17
ἀγῶνα νέμειν ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι καὶ —διφρηλασίας O. 3.37
“ φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ” O. 4.26ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι O. 6.10
ἀνδράσιν αἰχματαῖσι πλέκων ποικίλον ὕμνον (τῷ τε Ἁγησίᾳ καὶ τοῖς τούτου προγόνοις. Σ.) O. 6.86ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν O. 7.8
τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχας ἐκ παγκρατίου O. 8.58
Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν, παῖς δ ἐν Ἀθάναις O. 9.88
νέων οὐλίαις αἰχμαῖσιν ἀνδρῶν O. 13.23
ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον (Hermann: ἀνδράσι codd.) P. 2.65 “ ἀνδρὸς αἰδοίου” P. 4.29δέδεξαι τόνδε κῶμον ἀνέρων P. 5.22
δέκονται θυσίαισιν ἄνδρες οἰχνέοντές σφε δωροφόροι P. 5.86
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.107
ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα (i. e. husband) P. 9.118Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα P. 10.6
κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδες πολυπόνων ἀνδρῶν N. 1.33
ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι N. 3.72
ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.49
νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις N. 9.12
ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν N. 9.18
ἐντί τοι φίλιπποί τ' αὐτόθι ἄνδρες N. 9.33
ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας N. 9.38
ἐν Κέῳ ἀμφιρύτᾳ σὺν ποντίοις ἀνδράσιν I. 1.9
τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν I. 4.17
ἀναρίθμων ἀνδρῶν χαλαζάεντι φόνῳ I. 5.50
θάλλοντος ἀνδρῶν ὡς ὅτε συμποσίου I. 6.1
περικτίονας ἐνίκασε ἄνδρας I. 8.65
κεἴ μοί τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4. Σπαρτῶν ἱερὸν γένος ἀνδρῶν fr. 29. 2.ἀλκαὶ δὲ τεῖχος ἀνδρῶν [ὕψιστον ἵστατ]αι Pae. 2.37
χρὴ δ' ἄνδρα τοκεῦσιν φέρειν βαθύδοξον αἶσαν Pae. 2.57
ψοφὸν ἀιὼν Κασταλίας ὀρφανὸν ἀνδρῶν χορεύσιος ἦλθον Pae. 6.9
Ἀλαλά ᾇ θύεται ἄνδρες ὑπὲρ πόλιος fr. 78. 3. ( ψυχὰς) ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ fr. 133. 5. πέφνε δὲ τρεῖς καὶ δέκ' ἄνδρας fr. 135. νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί fr. 199. 2. ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες (fort. non omnia haec sunt Pindari, nott. Wil.) fr. 210. νικώμενοι γὰρ ἄνδρες ἀγρυξίᾳ δέδενται fr. 229.ὦ Συράκοσαι, ἀνδρῶν ἵππων τε σιδαροχαρμᾶν δαιμόνιαι τροφοί P. 2.2
ἄνδρεσσι καὶ γυναιξὶ P. 5.64
ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικὸς Παρθ. 2. 3. ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι (oxymoron intell. Schr.) fr. 203. 1.b specifically, men or heroes τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ Hagesias O. 6.18 ἵκωμαί τε πρὸς ἀνδρῶν καὶ γένος Iamidai O. 6.24 εὐθυμάχαν πελώριον ἄνδρα Diagoras O. 7.15 τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν ἄνδρα τε Diagoras O. 7.89 ἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν Epharmostos O. 9.13 ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι Opous O. 9.65 ἄνδρα δ' ἐγὼ κεῖνον αἰνῆσαι μενοινῶν Hieron P. 1.42 ἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον Ixion P. 2.29 ἄιδρις ἀνήρ (Ixion = ἥρως v. 31) P. 2.37 σάμερον μὲν χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν Arkesilas P. 4.1 ἀνὴρ ἔκπαγλος Jason P. 4.79 ἀνὴρ συγγενέσιν παρεκοινᾶθ Jason P. 4.132 γόνον ἰδὼν κάλλιστον ἀνδρῶν Jason P. 4.123 δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες Euphamos and Periklymenos P. 4.173Ζήταν Κάλαίν τε ἄνδρας πτεροῖσιν νῶτα πεφρίκοντας P. 4.182
βιατὰς ἀνὴρ Jason P. 4.236 καρτερὸν ἄνδρα Jason P. 4.239 ἄνδρα κεῖνον ἐπαινέοντι συνετοί Arkesilas P. 5.107 ὁ θεῖος ἀνὴρ Antilochos P. 6.38Τελεσικράτη γεγωνεῖν ὄλβιον ἄνδρα διωξίππου στεφάνωμα Κυράνας P. 9.4
ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον Hyperboreans P. 10.46 ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο Perseus P. 12.18 ἔσταν δ' ἐπ αὐλείαις θύραις ἀνδρὸς φιλοξείνου Chromios N. 1.20 καὶ ὅδ' ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον Timodemos N. 2.3 καί τις ἄνδρας ἀλκίμους δαίμων ἀπ' Οἰνώνας ἔλασεν Peleus and Telamon N. 5.15 φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον Thearion? N. 7.62 ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν Aristagoras N. 11.11 τοῦδ' ἀνδρὸς ἐν τιμαῖσιν Herodotos I. 1.34 εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων Xenokrates I. 2.17 ἦλθ' ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν υἱὸς Ἀλκμήνας Herakles v. Fraenkel on Agam. 719. I. 4.53 λευκωθεὶς κάρα μύρτοῖς ὅδ' ἀνὴρ Melissos I. 4.70 κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου ἐφετμαῖς Lampon I. 6.18 “ λίσσομαι παῖδα θρασύν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι” Telamon I. 6.46 φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν Lampon ( ἀνδράσιν ἀεθληταῖσιν coni. Heyne) I. 6.72 “ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ' ἀνέῤ” Paris. Πα. 8A. 19. ] τῶνδ' ἀνδρῶν ἕνεκεν μερίμνας σώφρονος Aioladas and Pagondas. Παρθ. 2.. Πολυμνάστου Κολοφωνίου ἀνδρός fr. 188.2 generally = ἄνθρωπος.aῥοαὶ δ' ἄλλοτ ἄλλαι ἐς ἄνδρας ἔβαν O. 2.34
αἵ γε μὲν ἀνδρῶν κυλίνδοντ' ἐλπίδες O. 12.5
ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται P. 3.105
τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.28
λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών P. 8.97
καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ ( ἀνδρῶν cum τινα Σ: “ ἀνδρῶν γιγάντων intellego” Schr.: v. Radt, Mnem., 1966, 169f.) N. 1.65 ( ἄρουραι) βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν (Hermann: ἄνδρεσσιν codd.) N. 6.10παροιχομένων γὰρ ἀνέρων ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν N. 6.29
τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.24
ἀρετὰ ἐν σοφοῖς ἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τε πρὸς ὑγρὸν αἰθέρα N. 8.41
ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς ἀνδρῶν σθένος N. 11.38
“ χρήματα χρήματ' ἀνήρ” I. 2.11εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον I. 3.1
ἀνδρῶν δ' ἀρετὰν σύμφυτον οὐ κατελέγχει (i. e. τῶν προγόνων) I. 3.13 οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀν-δρῶν I. 5.57
δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται I. 8.14
τυφλα[ὶ γὰ]ρ ἀνδρῶν φρένες, ὅστις Πα. 7B. 18.ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν Pae. 9.4
ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος Pae. 9.20
ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν (v. l. ἀνθρώπων) fr. 213. 3. σφετέραν δ' αἰνεῖ δίκαν ἀνδρῶν ἕκαστος fr. 215. 3.b contrasted with the godsἔστι δ' ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35
εἰ δὲ δή τιν' ἄνδρα θνατὸν Ὀλύμπου σκοποὶ ἐτίμασαν O. 1.54
εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεται λαθέμεν O. 1.64
προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοι μετὰ τὸ ταχύποτμον αὖτις ἀνέρων ἔθνος O. 1.66
τίνα θεόν, τίν' ἥρωα, τίνα δ ἄνδρα κελαδήσομεν; O. 2.2ἄνεται δὲ πρὸς χάριν εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς O. 8.8
ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες ἐγένοντ O. 9.28
τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν O. 9.110
cf. O. 10.22, O. 11.10τάμἰ ἀνδράσι πλούτου O. 13.7
πολλὰ δ' ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι O. 13.16
οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις P. 2.43
( Χίρωνα)νόον ἔχοντ' ἀνδρῶν φίλον P. 3.5
“ θεῷ ἀνέρι εἰδομένῳ” P. 4.21 μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής sc. Battos P. 5.94Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν φίλων P. 5.123
τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται· δαίμων δὲ παρίσχει P. 8.76
θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον ἀνδράσι χάρμα φίλοις P. 9.64
θεὸς εἴη ἀπήμων κέαρ· εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς, ὃς P. 10.22
ἀθάνατων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ P. 12.4
κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς N. 1.9
ἓν ἀνδρῶν, ἓν θεῶν γένος N. 6.1
μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι (sc. Διόσκουροι).καὶ μὰν θεῶν πιστὸν γένος N. 10.54
κρίνεται δ' ἀλκὰ διὰ δαίμονας ἀνδρῶν I. 5.11
ἴσον μὲν θεὸν ἄνδρα τε φίλον (< θεῷ> supp. Heyne: sc. ὑποτρέσαι) fr. 224. ὁπόταν θεὸς ἀνδρὶ χάρμα πέμψῃ fr. 225. ]Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει ?fr. 333a. 5.3 generally, a man, anyone ὁ μὰνπλοῦτος ἐτυμώτατον ἀνδρὶ φέγγος O. 2.56
αὐδάσομαι τεκεῖν μή τιν' πόλιν ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν O. 2.93
τοῦτο δ' ἀμάχανον εὑρεῖν, ὅτι φέρτατον ἀνδρὶ τυχεῖν O. 7.26
κεῖνος ἂν εἴποι τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει O. 8.63
Ἀίδα τοι λάθεται ἄρμενα πράξαις ἀνήρ O. 8.73
θάξαις δέ κε φύντ' ἀρετᾷ ποτὶ πελώριον ὁρμάσαι κλέος ἀνὴρ θεοῦ σὺν παλάμᾳ O. 10.21
ὅταν εἰς Ἀίδα σταθμὸν ἀνὴρ ἵκηται O. 10.93
ἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως O. 11.10
ἀμφοτέροισι δ' ἀνὴρ ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.99
ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι ἤδη ἁλωκότα P. 3.56
οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν P. 7.20
οὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες N. 3.30
φθονερὰ δ' ἄλλος ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει N. 4.39
ἵνα κρεῶν νιν ὕπερ μάχας ἔλασεν ἀντιτυχόντ' ἀνὴρ μαχαίρᾳ N. 7.42
εἰ δὲ γεύεται ἀνδρὸς ἀνήρ τι N. 7.87
κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ N. 9.15
χρὴ δ' ἀγαθὰν ἐλπίδ ἀνδρὶ μέλειν I. 8.15
καὶ συγγένεἰ ἀνδρὶ φ[ ]στέρξαι Pae. 4.33
τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; fr. 61. 2. παντὶ δ' ἐπὶ φθόνος ἀνδρὶ κεῖται ἀρετᾶς Παρθ. 1.. πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 2.4 where the accompanying adj. or subs. bears the emphasis.a c. subs.ἄνδρας ὀλέσαις μναστῆρας O. 1.79
μάτρωες ἄνδρες O. 6.77
μάντιες ἄνδρες O. 8.2
ἁγητὴρ ἀνὴρ P. 1.69
ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ P. 1.91
ἅτε μάντις ἀνήρ I. 6.51
cf. P. 9.118b c. adj.οὐ δίκᾳ συναντόμενος ἀλλὰ μαργῶν ὑπ' ἀνδρῶν O. 2.96
Αἰτωλὸς ἀνὴρ O. 3.12
τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ O. 6.7
ἀνδρῶν Ἀρκάδων O. 6.34
ἐπὶ προτέρων ἀνδρῶν O. 7.72
ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι P. 1.33
πολεμίων ἀνδρῶν καμόντων P. 1.80
ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν P. 1.93
εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει P. 2.86
ἐσλοῖσι ἀνδράσιν P. 3.66
Λακεδαι-μονίων ἀνδρῶν P. 4.257
βροτήσιος ἀνὴρ P. 5.3
ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν P. 12.22
ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ ἄλλα πνέων N. 3.41
Ἀχαιὸς οὐ μέμψεταί μ' ἀνὴρ N. 7.64
χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν N. 8.42
καὶ Κλεωναίων πρὸς ἀνδρῶν N. 10.42
κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.45
τὸ τεὸν δ' ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ἐν Φυλάκᾳ τέμενος συμβάλλομαι I. 1.58
εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34
καὶ κρέσσον' ἀνδρῶν χειρόνων ἔσφαλε τέχνα καταμάρψαισ I. 4.34
[ἀνδ]ρὶ σοφῷ (supp. Lobel.) Πα. 1. 3. ἀνδρῶν δικαίων fr. 159. κενεοφρόνων ἑταῖρον ἀνδρῶν fr. 212.c c.τις, ἄλλος τις. ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον O. 13.31
εἰ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ O. 14.7
ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον P. 2.13
κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει P. 9.87
5 frag. ]φυγον ἄνδρα[ Pae. 12.22
]ἔτι δ' ἄνδρ[ Pae. 21.21
κἀ]νδρῶν (supp. Snell.) Δ. 4. e. 4. ] ἀλαον ἀνδρὸς λ[ fr. 173. 3. -
19 ἄστυ
ἄστυ (ἄστυ, -εος, -ει, -εϊ, -υ; ἄστη, -έων)1 city ἀπάτερθε δ' ἔχον διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν ἀστέων μοίρας (Meineke: μοῖραν codd.: Lindos, Ialysos, Kamiros, the three cities of Rhodes) O. 7.76 φέροις δὲ Πρωτογενείας ἄστει γλῶσσαν (λέγει δὲ τῆς Ὀποῦντος. Σ.) O. 9.42 ἐν ἄστεϊ Πειράνας Korinth O. 13.61 “φαμὶ γὰρ Ἐπάφοιο κόραν ἀστέων ῥίζαν φυτεύσεσθαι μελησίμβροτον Διὸς ἐν Ἄμμωνος θεμέθλοις” Cyrene P. 4.15ἄστυ χρυσοθρόνου διανέμειν θεῖον Κυράνας P. 4.260
ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος ἔμπαν τὰ καὶ τὰ νέμων, πύργος ἄστεος ὄμμα τε φαεννότατον ξένοισι P. 5.56
ξένιον ἄστυ κατέδρακεν Thebes N. 4.23 πολλὰ δ' Αἰγύπτῳ κατῴκισθενἄστη ταῖς Ἐπάφου παλάμαις ( ἄστη nom. et acc. interpr. edd.) N. 10.5 νικαφορίαις γὰρ ὅσαιςἱπποτρόφον ἄστυ τὸ Προίτοιο θάλησεν† ( Προίτοιο τόδ' ἱπποτρόφον ἄστυ θάλησεν Boeckh: Argos) N. 10.41 ξυνὸν ἄστει κόσμον ἑῷ προσάγων Aigina I. 6.69ὧραί τε Θεμίγονοι [πλάξ]ιππον ἄστυ Θήβας ἐπῆλθον Pae. 1.7
τὸ δὲ οἴκοθεν ἄστυ κα[ (nom.) Pae. 4.32 ]ἄστεϊ κτεάν[ Pae. 21.15
θεοί, πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντ ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ εὐκλἔ ἀγοράν fr. 75. 3. καὶ λιπαρῷ Σμυρναίων ἄστεϊ fr. 204. -
20 αὐχήν
1 neck βοέους δήσαις ἀνάγκᾳ ἔντεσιν αὐχένας (v. l. βοέοις) P. 4.235δισσαῖσι δοιοὺς αὐχένων μάρψαις ἀφύκτοις χερσὶν ἑαῖς ὄφιας N. 1.44
( ἄκων)ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον N. 7.73
] ντος αὐχὴν ῥύοιτο πα[ (Π̆{S}: ἀρχὴν Π.) Δ. 3. 1. τὰν δ' ἐπ αὐχένι στρέφοισαν κάρα (sc. ἔλαφον) *fr. 107a. 6.* τὰν δὲ (sc. ἵππον) πρυμνὸν κεφαλᾶς ὀδὰξ αὐχένα φέροισαν fr. 169. 32.
См. также в других словарях:
Ἵππον — Ἵππος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵππον — ἵππος horse masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τὶ μάλιστα ἵππον πιαίνει, ὁποῦ δεσπότου ὀφθαλμός. — τὶ μάλιστα ἵππον πιαίνει, ὁποῦ δεσπότου ὀφθαλμός. См. Хозяйский глаз смотрок! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οὐδεν οὕτω πιαίνει τόν ἵππον, ὡς βασιλέως ὀφθαλμός. — См. Хозяйский глаз смотрок! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
хозяйский глаз смотрок! — Ср. Глаз хозяина откармливает лошадей. Екатерина II. Ср. Des Herrn Auge macht das Pferd fett. Des Herrn Fuss düngt den Acker wohl. Ср. L oeil du fermier: vaut fumier. Ср. L oeil du maitre engraisse le cheval. Ср. La Fontaine. Fable. 4, 21. Ср.… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Хозяйский глаз смотрок! — Хозяйскій глазъ смотрокъ! Ср. Глазъ хозяина откармливаетъ лошадей. Екатерина II. Ср. Des Herrn Auge macht das Pferd fett. Des Herrn Fuss düngt den Acker wohl. Ср. L’oeil du fermier: vaut fumier. Ср. L’oeil du maitre engraisse le cheval. Ср. La… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
VOLUTABRUM — in Glossis κολίςτρα ζώων, proprie de apris et suibus, hinc de equis: de quibus capiendus Glossarum hic locus. Nam ζῶα Graeci, absolute plerumque equos appellant, ut et ἄλογα. Hos in arena prope amnem aut lacum volutare Veteres consuefaciebant,… … Hofmann J. Lexicon universale
ИОАНН БОГОСЛОВ — [Иоанн Зеведеев; греч. ᾿Ιωάννης ὁ Θεολόγος], один из ближайших учеников Иисуса Христа, св. апостол от Двенадцати (см. Апостолы), с именем к рого церковное Предание связывает создание ряда канонических текстов НЗ, в т. ч. Евангелия от Иоанна,… … Православная энциклопедия
Нумидия — (Νουμιδία, Νομαδία, Νομαδική Numidia) на В граничила с Карфагенской областью по р. Тукке, на Ю с внутренней Ливией и Гетулией, на З с Мавританией по р. Ампсаге, на С со Средиземным морем. Вся область гористая страна, покрытая отрогами Атласа. Н.… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
AMBLA — Gall. Amble, Vegetio Ambulatura, vox Latina et ex Latinorum consuetudine facta est: uti resona, pro resonatione, a resono; cura, pro curatione vel curatura, a curo etc. Vegetius l. 4. c. 6. Inter colatorios enim et eos, quos guttonarios vulgus… … Hofmann J. Lexicon universale
APELLES — I. APELLES Cous, pictoreximius, ingemiô, et gratiâ, quam in se maxme iactabat, praestantissimus, voluminibus etiam apud Perseum discipulum editis, quae artis suae doctrinam continerent. Floruit Alexandri M. temporibus, qui ab illo tantum depingi… … Hofmann J. Lexicon universale