Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πύργοι

См. также в других словарях:

  • Πύργοι — I Πόλη της αρχαίας Τριφυλίας στην Ήλιδα, μια από τις έξι πόλεις που ίδρυσαν οι Μίνυες. Λείψανά της βρέθηκαν στη δεξιά όχθη του ποταμού Νέδα, κοντά στο χωριό Άγιος Ηλίας. II Όνομα 3 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ.) στην πρώην επαρχία… …   Dictionary of Greek

  • Πυργοῖ — Πυργώ fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυργοῖ — πυργόω gird pres ind mp 2nd sg πυργόω gird pres opt act 3rd sg πυργόω gird pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυργοί — πυργόω gird pres subj mp 2nd sg πυργόω gird pres ind mp 2nd sg πυργόω gird pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πύργοι — Πύργος tower masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύργοι — πύργος tower masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πύργοι Θερμής — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Μυτιλήνης του νομού Λέσβου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (2 τ. χλμ.) …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • καμπαναριό — Πυργίσκος εκκλησίας, στην οροφή του οποίου είναι κρεμασμένη/ες η/οι καμπάνα/ες· κωδωνοστάσιο. Ως αρχική μορφή το κ. πιθανολογείται ότι αποτελεί τη συνέχεια των αμυντικών ρωμαϊκών πύργων· ωστόσο, με την πάροδο των αιώνων απέκτησε διαφορετική… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Κρεμλίνο — (ρωσ. Kreml). Το κεντρικό οχυρωμένο τμήμα των ρωσικών πόλεων της φεουδαρχικής περιόδου, αντίστοιχο των ακροπόλεων των αρχαίων ελληνικών πόλεων. Συνήθως βρισκόταν σε υπερυψωμένο σημείο και συχνά στην όχθη ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Το Κ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»