-
1 ἑδράζω
A cause to sit, place,ἐπὶ πλευρᾶς D.H.Comp.6
;ἄλλυδις AP15.24
(Simm.); settle, establish, Jul.Or.5.165a, Procl. Inst.64, Simp.in Ph.528.21, Sch.A.R.4.947:—[voice] Med. or [voice] Pass., to be seated or fixed, Callix.1, Haussoullier Milet p.163, Porph.Marc.19, Dam.Pr. 138; ἡδρασμένος secure,θρόνος D.Chr.1.78
, cf. Sor.2.22. -
2 ἑδρασμός
ἑδρ-ασμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑδρασμός
-
3 ἑδραστέον
A one must place, ib.6.2.2.II ([etym.] ἑδράζομαι) one must sit, Sch.Il.23.205.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑδραστέον
-
4 ἑδραστικός
A establishing, making stable,δυνάμεις Procl. in Ti.3.138
D., cf. Dam.Pr. 138;τοῦ δημιουργοῦ ἀγαθότης Simp.in Ph. 1355.6
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑδραστικός
-
5 ἑδρίας
ἑδρ-ίας, ου,A blowing steadily, of wind, Hsch. -
6 ἑδριάω
A seat or set:— [voice] Pass., sit, only in [dialect] Ep. formsἑδριόωνται Hes.Th. 388
;ἑδριόωντο Il.10.198
, Od.7.98;ἑδριάασθαι 3.35
.II intr. in [voice] Act., sit, Theoc.17.19, A.R.3.170. -
7 ἑδρικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑδρικός
-
8 ἑδρίς
ἑδρ-ίς· ἑδραῖος, Id. -
9 ἑδρίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἑδρίτης
-
10 ἕδρα
1 seat, chair, stool, bench, Il.19.77, Od.3.7;ἀγοραί τε καὶ ἕδραι 8.16
, cf. 3.31; seat of honour,περὶ μέν σε τίον.. ἕδρῃ τε κρέασίν τε Il.8.162
, 12.311;ἕδραις γεραίρειν τινά X.Cyr.8.1.39
;τιμίαν ἕ. ἔχειν A.Eu. 855
; throne,ἐκβαλεῖν ἕδρας Κρόνον Id.Pr. 203
; θακεῖν παγκρατεῖς ἕ. to sit on an almighty throne, ib. 391, cf. Pers. 466.2 seat, abode, freq. in pl., Pi.O.7.76, P.11.63, etc.; esp. of the gods, sanctuary, temple, Id.I.7(6).44, A.Ag. 596, etc.; also νέοικος ἕ. station for ships, Pi.O.5.8;ναύλοχοι ἕδραι S.Aj. 460
: periphr.,ἕδραισι Θεράπνας Pi.P.11.63
;Παρνησοῦ ἕδραι A.Eu.11
, cf. E.Tr. 557 (lyr.); βλεφάρων ἕ. the eye, Id.Rh. 8 (anap.); ὄμματος ἕ. ib. 554 (lyr.).3 seat or place of anything, ἐξ ἕδρας out of its right place, Id.Ba. 928, cf. Plu.Fab.3;καταναγκάσαι ἐς ἕδρην Hp.Mochl.38
;ὁ ἥλιος ἐκλιπὼν τὴν ἕ. Hdt.7.37
; τὴν τοῦ ἥπατος ἕ., σπλάγχνου, etc., Pl.Ti. 67b, 72c, etc.; ἐκ τῆς ἕ. ὠθεῖν ib. 79b; ἔχειν ἕδραν to keep its place, Arist.Mete. 356a4;μεταθέσεις ἐξ ἕδρας ἀτόμων Epicur.Fr.61
; ἕδραν στρέφειν to wriggle, Thphr.Char.27.14;στοὰν εἰς τὴν ἀρχαίαν ἕ. ἐπαναγαγεῖν D.C.57.21
; base, Plu.Demetr.21: metaph. in Rhet., D.H.Dem.31, etc.; of a plant, Gp.5.9.9.4 ἡ ἕ. τοῦ ἵππου the back of the horse, on which the rider sits, X.Eq.5.5, 12.9, Eq. Mag.4.1.2 sitting still, Hp.Aër.20: hence, inactivity, delay,περιημέκτεε τῇ ἕδρῃ Hdt.9.41
;ἀχθομένων τῇ ἕ. Th.5.7
;οὐχ ἕδρας ἀκμή S.Aj. 811
;οὐχ ἕδρας ἀγών E.Or. 1291
;οὐχ ἕδρας ἔργον B.Fr.11
; also οἰκίης ἕδρῃ sitting at home, Herod.4.92.3 position, γονυπετεῖς ἕδραι kneeling, E.Ph. 293 (lyr.); βέλεος ἕδρη place occupied by a weapon which fixes itself in the skull, Hp.VC7.4 sitting, session of a council, etc., εὐθὺς ἐξ ἕδρας when he rose from the sitting, S.Aj. 780 (but ἐξ ἕδρας ἀνίσταται ib. 788, means from quietude); ἕδραν ποιεῖν to hold a sitting, And.1.111, cf.IG12.110.41.III seat, breech, fundament, Hdt.2.87, Hp. Aph.5.22, Ar.Th. 133, etc.; of birds and animals, rump, Arist.HA 633b8, Simon Eq.9, etc.IV Geom., face of a regular solid, Theol.Ar.37. -
11 ἕδρασμα
II Pythag. name for eight, Theol.Ar.55.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἕδρασμα
-
12 ἕδριον
-
13 ἕδρισο
ἕδρ-ισο· καθῆσο, Id. -
14 ἕδρᾱ
ἕδρᾱGrammatical information: f.Meaning: `seat, abode (of the gods), tempel' (Il.).Compounds: Many comp.: καθέδρα `seat, sitting, chair' (Hp.); also ἐφέδρα, Ion. ἐπέδρη `siege' ( ἐφ-έζομαι), ἐνέδρα `ambush, postponement' ( ἐν-έζομαι, ἐν-ιζάνω), s. Risch IF 59, 45f.; but ἐξ-έδρα `seat outside the house' (E., hell.). - Bahuvrihi with adv. 1. member ἔφ-εδρος `who sits byside, reserve' (Pi.); thus πάρ-εδρος `assistance' ( παρ-έζομαι), ἔν-εδρος `inhabitant', σύν-εδρος `id.'; ἔξ-εδρος `far from his habitat' (S.); - πολύ-εδρος `with many seats' (Plu.).Derivatives: From ἕδρα: ἑδραῖος `with fixed habitat, fest, quiet' (Ion.-Att.) with ἑδραιότης and ἑδραιόω, ἑδραίωμα, - ωσις; ἑδρικός `belonging to the anus' (Medic.), ἑδρίτης `fugitive' (Suid., EM; πρωτοκαθεδρίτης `president' [Herm.]. Denomin. verbs. ἑδρ-ιάομαι `sit down' (Hom.), - ιάω `id.' (Theok.); s. Schwyzer 732, Chantr. Gramm. hom. 1, 359; ἑδράζω `set, fix' (hell. and late) with ἑδρασμός, ἑδραστικός, ἀν-έδραστος; ἕδρασμα = ἕδρα (E.), after στέγασμα (s. Chantr. Form. 177). - But ἐφ-, ἐν-, παρ-, συν-εδρεύω from ἔφ-εδρος. - In Hesychius: ἑδρήεσσα βεβαία (after τελήεσσα; s. Schwyzer 527), ἑδρίας ἀεὶ πνέων (after wind names in - ίας); ἕδρια συνέδρια, ἑδρίς ἑδραῖος.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: After words in - ᾰνον arose ἕδρᾰνον = ἕδρα (Hes.); ἑδρανῶς = στερεῶς (Eust.). Place indication in -ρᾱ as in χώρα (Schwyzer 481) to ἕζομαι. No exact parallel. On OWNo. setr n. s. ἕδος.Page in Frisk: 1,443-444Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἕδρᾱ
См. также в других словарях:
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
GRAECI — apud Suet. Tib. Ner. c. 46. Comites peregrinationum cibariss tantu, sustentavit: unâ modo liberalitate ex indulgentia vitrici prosecutus, cum tribus classibus factis pro dignitate cuiusque primae sexcenta sestertia, secundae quadringenta… … Hofmann J. Lexicon universale
θαλασσαίος — θαλασσαῑος, α, ον (Α) θαλάσσιος («θαλασσαῑον... δελφῑνα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσ α + επίθημα αιος (πρβλ. εδρ αίος, εχιδν αίος)] … Dictionary of Greek
καπαίος — καπαῑος, α, ον (Α) (ως επίθ. τού Διός) αυτός που τοποθετήθηκε σε φάτνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάπη «φάτνη» + κατάλ. αῖος (πρβλ. εδρ αίος, εχιδν αίος)] … Dictionary of Greek
κελύφανον — κελύφανον, τὸ (Α) το κέλυφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλυφος + κατάλ. ανον (πρβλ. έδρ ανον, όργ ανον)] … Dictionary of Greek
κόπανο — (I) το (ΑM κόπανον) το όργανο με το οποίο κοπανίζουμε, κόπανος, γουδοχέρι νεοελλ. 1. το ξύλο με το οποίο χτυπά κάποιος τα ρούχα τής πλύσης, ο κόπανος 2. λαϊκή ονομασία τού φυτού λάπαθο το πολύχρωμο μσν. φρ. «κοπάνου γυμνότερος» εντελώς… … Dictionary of Greek
κόπρανα — τα (ΑM κόπρανα) τα στερεά άχρηστα προϊόντα τής πέψης που αποβάλλονται διά μέσου τού πρωκτού, τα περιττώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + επίθημα αν ον (πρβλ. έδρ αν ον, κόπ αν ον)] … Dictionary of Greek
λάσανον — λάσανον, τὸ (Α) 1. (πολύ συχνά στον πληθ.) τὰ λάσανα τρίπολη σχάρα πάνω στην οποία τοποθετούσαν τη χύτρα 2. (στον εν.) έδρα για αποπάτηση, καθοίκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πρόκειται για ουσιαστικό που δηλώνει όργανο με τη χαρακτηριστική… … Dictionary of Greek
περαίος — αία, ον, θηλ. ιων. τ. περαίη Α 1. αυτός που βρίσκεται στην απέναντι πλευρά ή στην απέναντι όχθη θάλασσας ή ποταμού, ο αντικρινός («περαία ἤπειρος», Απολλ. Ρόδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ περαία (ενν. γη, χώρα) α) χώρα που βρίσκεται στην απέναντι όχθη… … Dictionary of Greek
πλάθανο — το / πλάθανον, ΝΑ πλατιά σανίδα στην οποία πλάθουν ψωμί, πίτες κ.λπ., πλασταριά αρχ. (κατά τον Πολυδ.) ο τόπος όπου ψήνουν το ψωμί ή τις πίτες, φούρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλαθ τού πλάσσω* + επίθημα ανον (πρβλ. έδρ ανον, σπάργ ανον)] … Dictionary of Greek
τσάκνο — το, Ν 1. ξερό χορτάρι ή ξερό κλαδί, ξερόκλαδο 2. κομματάκι ξύλου, ξυλαράκι 3. (μτφ. διαλ.) αδύνατο, ισχνό άτομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσακ ίζω, μέσω ενός τ. *τσάκ ανο (< θ. τσακ + επίθημα ανο, πρβλ. έδρ ανο) με συγκοπή τού α . Κατ άλλη άποψη, η λ.… … Dictionary of Greek