-
1 ἄλλυδις
ἄλλυδις, = ἄλλῃ, anderswohin, bei Hom. nur mit hinzugefügtem ἄλλος, nur als fünfter oder als zweiter Fuß; Versanfang Iliad. 11. 745 ἔτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος, der Eine hierhin, der Andere dorthin, 21, 503 πεπτεῶτ' ἄλλυδις ἄλλα, Od. 6, 138 τρέσσαν δ' ἄλλυδις ἄλλη, 14, 25 ᾤχοντ' ἄλλυδις ἄλλος; – Versende Iliad. 11, 486 διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος, 17, 729 διά τ' ἔτρεσαν ἄλλ υδις ἄλλος, 12, 461 διέτμαγεν ἄλλυδις ἄλλη, Od. 5, 71 τετραμμέναι ἄλλυδις ἄλλη, 11, 385 ἀπεσκέδασ' ἄλλυδις ἄλλην, 14, 35 σεῠεν κύνας ἄλλυδις ἄλλον; auch mit ἄλλῃ, Iliad. 13, 279 τρέπεται χρὼς ἄλλυδις ἄλλῃ, Od. 5, 369 διεσκέδασ' ἄλλυδις ἄλλῃ, 9, 458 ἄλλυδις ἄλλῃ (ῥαίοιτο); – oft bei sp. D.; Theocr. 22, 20; Ap. Rh. 2, 980.
-
2 αλλυδις
-
3 άλλυδις
-
4 ἄλλυδις
-
5 ἄλλυδις
A elsewhither, in Hom. only with ἄλλος, ἄ. ἄλλος one hither, another thither, Il.11.486, Od.5.71, cf.A.R.2.980, etc.; τρέπεται χρὼς ἄ. ἄλλῃ his colour changes now one way, now another, Il.13.279; imitated from Hom. by Eup.159.11; later by itself, AP15.24.1 (Simm.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄλλυδις
-
6 ἄλλυδις
ἄλλυδις: to another place, always with ἄλλος, or with ἄλλῃ, ‘now in one way, now in another,’ ‘now this way, now that.’A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄλλυδις
-
7 ἄλλυδις
-
8 ἐπ-άλλυδις
ἐπ-άλλυδις, = simpl., Or. Sib.
-
9 δια-τρέω
δια-τρέω (s. τρέω), aus einander fliehen; Hom. Iliad. 11, 481 ϑῶες μέν τε διέτρεσαν; vs. 486 Τρῶες δὲ διέτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος; 17, 729 ἄψ τ' ἀνεχώρησαν διά τ' ἔτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος, tmesis. Den Begriff der Furcht enthält das Wort nicht, s. Lehrs Aristarch. p. 91. – Plut. Marcell. 29.
-
10 τρέω
A , [ per.] 2 dual τρεέτην ib. 171: [tense] aor.ἔτρεσα Il.11.745
, [dialect] Ep.τρέσσα 17.603
: later [dialect] Ep. [tense] pres. [full] τρείω Opp.C.1.417, ([etym.] ὑπο- ) Timo 58.4:—this Verb is never contracted, except when the contraction is into ει:— flee from fear, flee away (Aristarch. held this to be the usual meaning in Homer),τρεῖν μ' οὐκ ἐᾷ Παλλάς Il.5.256
;μήτε.. τρέε μήτε τι τάρβει 21.288
;τρέσσε δὲ παπτήνας 11.546
, 17.603; τρεῖτ' ἄσπετον ib. 332: the sense of fleeing is most apparent in the phrasesἔτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος 11.745
,τρέσσαν δ' ἄλλυδις ἄλλη Od.6.138
,τ. τεῖχος ὕπο Il.22.143
; ;μὴ τρέσητε A.Supp. 711
; μὴ τρέσας without fear, Id.Th. 436;οὐδὲν τρέσας Pl.Phd. 117b
; but,2 τρέσας (cf.ἀνδρῶν τρεσσάντων Il.14.522
, Tyrt.11.14) was a technical term at Sparta, and sts. used where we might say runaway, coward,ὁ τρέσας Ἀριστόδημος Hdt.7.231
, cf. Tyrt.l.c., AP7.230 (Eryc.);οἱ ἐν τῇ μάχῃ καταδειλιάσαντες, οὓς αὐτοὶ τρέσαντας ὀνομάζουσι Plu.Ages.30
, cf. Lyc. 21, 2.191c, etc.:—and later a real Subst. was used in Com., [full] τρεσᾶς, τρεσᾶ, acc. τρεσᾶν, Eust.772.12, cf. Gramm. ap. Gaisford Choeroboscus1p.43.3 in Argive Prose, like [dialect] Att. φεύγω, to be banished,τρἐτο ¯ καὶ δαμευέσσθο ¯ IG4.554
(vi/v B. C.).II trans., fear, dread, be afraid of, c. acc., Il.11.554, Pi.Pae.4.40, A.Th. 397, Ag. 549, al., S. Ant. 1042, E.Ph. 1077;ἄρκτον.. οὐκ ἔτρεσεν X.An.1.9.6
:—so also c. gen., κελάδοιο, δηϊοτῆτος, Hes.Th. 850: τ. μὴ .. A.Th. 790 (lyr.).— Rare in Prose. (Cf. Skt. trásati 'to be terrified', Gr. ἄτρεστος.) -
11 διά
διά (cf. δύο): between, through, originally denoting severance.—I. adv. (here belong the examples of ‘tmesis’ so-called), διὰ δ' ἔπτατο πικρὸς ὀιστός, Il. 5.99; διά τ ἔτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος (defined by ἄλλυδις ἄλλος), Il. 17.729 ; διὰ κτῆσιν δατέοντο, ‘between’ themselves, Il. 5.158 ; κλέος διὰ ξεῖνοι φορέουσιν, ‘abroad,’ Od. 19.333; freq. with an explanatory gen. in the same clause, thus preparing the way for the strict prepositional use, διὰ δ' ἧκε σιδήρου, Od. 21.328; διὰ δ αὐτοῦ πεῖρεν ὀδόντων, Il. 16.405; with another adv., διὰ δ' ἀμπερές, ‘through and through,’ Il. 11.377, etc.— II. prep., (1) w. gen., ( αἴγλη) δἰ αἰθέρος οὐρανὸν ἷκεν, Il. 2.458; διὰ νήσου ἰών, ‘along through,’ Od. 12.335 ; ὃ δ' ἔπρεπε καὶ διὰ πάντων, ‘among,’ ‘amid,’ Il. 12.104.— (2) w. acc., local (temporal) and causal; διὰ δώματα ποιπνύοντα, Il. 1.600; fig., μῦθον, ὃν οὔ κεν ἀνήρ γε διὰ στόμα πάμπαν ἄγοιτο, Il. 14.91; μή πως καὶ διὰ νύκτα καρηκομόωντες Ἀχαιοὶ | φεύγειν ὁρμήσωνται, ‘during’ the night, Il. 8.511 ; δἰ ἀτασθαλίᾶς ἔπαθον κακόν, ‘by reason of,’ Od. 23.67 ; καὶ νήεσσ' ἡγήσατ Ἀχαιῶν -Ἴλιον εἴσω | ἣν διὰ μαντοσύνην, ‘through,’ ‘by means of,’ Il. 1.72.—The first syllable of διά is lengthened at the beginning of some verses, Il. 3.357, Il. 4.135, Il. 7.251, Il. 11.435.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > διά
-
12 δια-σκεδάννῡμι
δια-σκεδάννῡμι (s. σκεδάννἁμι). zerstreuen, auseinander werfen; Hom. einige Male im aorist. 1. activ.: Odyss. 5, 369. 370 ὡς δ' ἄνεμος ζαὴς ἠίων ϑημῶνα τινάξῃ καρφαλέων, τὰ μὲν ἄρ τε διεσκέδασ' ἄλλυδις ἄλλῃ, ἃς τῆς (σχεδίης) δούρατα μακρὰ διεσκέδασ'. αὐτὰρὈδυσσεύς κτἑ.; 7, 275 τὴν (σχεδίην) μὲν ἔπειτα ϑύελλα διεσκέδασ'· αὐτὰρ ἔγωγε κτἑ.; 17, 244 τῷ κέ τοι ἀγλαΐας γε διασκεδάσειεν άπάσας, τὰς νῦν ὑβρίζων φορέεις, er wird dir die Hoffahrt vertreiben. – Thucyd. 1, 54 ἀνέμου ὃς διεσκὲδασεν αὐτὰ (τά τε ναυάγια καὶ νεκροὺς) πανταχῆ; τὸν στρατόν, das Heer aus einander gehen lassen, Her. 1, 77; vgl. 8, 57; τὼ κάδω διασκεδῶ, fut., zerschmettern, Ar. Av. 1053; wie διασκεδᾶτε τὸ νέφος ἐπὶ τοῦ προσώπου Anaxandr. Ath. I, 34 d; τὴν ψυχήν, Plat. Phaed. 77 d; übh. = vernichten; γῆν καὶ νόμους Soph. Ant. 287; pass., διασκεδάννυται ἡ φήμη, es verbreitet sich das Gerücht, Hdn. 7, 6, 21; so auch ψυχὴ ὥσπερ πνεῦμα διασκεδασϑεῖσα, Plat. Phaed. 70 a.
-
13 δια-τμήγω
δια-τμήγω, = διατέμνω (s. τμήγω), durchschneiden; τόδε λαῖτμα διατμήξας ἐτέλεσσα, schwimmend, Odyss. 5, 409; ἔγωγε νηχόμενος μέγα λαῖτμα διέτμαγον 7, 276; trennen, Menschen, διατμήξας Iliad. 21, 3; Schiffe, Odyss. 3, 291; διέτμαγεν, = διετμάγησαν, sie trennten sich, Iliad. 1, 531 Odyss. 13, 439; ἐν φιλότητι διέτμαγεν ἀρϑμήσαντε Iliad. 7, 302; διέτμαγεν ἐν ὄρεσσιν sie zerstreuten sich, von Schaafen und Ziegen. Iliad. 16, 354; σανίδες διέτμαγεν ἄλλυδις ἄλλη λᾶος ὑπὸ ῥιπῆς, wurden aus einander gesprengt, Iliad. 12, 461; διατμῆξαι κοῖλον δόρυ νηλέι χαλκῷ, zerhauen. Odyss. 8, 507, var. lect. διαπλῆξαι, s. Scholl. Didym.; κηροῖο τροχὸν τυτϑὰ διατμήξας, zerschneiden, Odyss. 12, 174. – Sp. D.; διέτμαξεν Theocr. 8, 24; Ap. Rh. 3. 1047.
-
14 ἀπο-σκεδάννυμι
ἀπο-σκεδάννυμι (s. σκεδάννυμι), zerstreuen und entlassen, βασιλῆας Il. 19, 309; ψυχὰς ἄλλυδις ἄλλην Od. 11, 385; σκέδασον δ' ἀπὸ κήδεα ϑυμοῦ, verscheuchen, Od. 8, 149; ἀποσκεδῶ (fut.) μύσος Soph. O. R. 138, Schol. ἀποπέμψω; ἀντιπάλων ὕβριν ep. bei Dem. 18, 289. – Pass., sich zerstreuen u. vom Heere ab kommen, Xen. An. 4, 4, 9. 7, 6, 29 u. öfter. – Med., von sich entfernen, φλύαρον Plat. Ax. 365 e.
-
15 ἄμυδις
ἄμυδις, Äolisch anstatt ἉΜΆΔΙΣ, vgl. ἄλλυδις, s. Herodian. Scholl. Iliad. 9, 6. 20, 114 Od. 4, 659; = ἅμα, ὁμοῦ, Apoll. lex. Hom. 25, 4, zugleich, zusammen, mit einander, von Ort u. Zeit; περιττῶς bei πᾶς Iliad. 12, 385 Od. 12, 413 σὺν δ' ὀστέ' ἄραξεν πάντ' ἄμυδις κεφαλῆς, alle mit einander; Iliad. 10, 300 ἄμυδις κικλήσκετο riefzusammen; 20, 114 ἡ δ' ἄμυδις στήσασα ϑεούς, Zenodot ἦ δ' ἄμυδις καλέσασα ϑεούς, s. Scholl. Ariston. u. Didym.; 13, 336 ἀνέμων, οἵ τ' ἄμυδις κονίης μεγάλην ἱστᾶσιν ὀμίχλην; Od. 4, 659 μνηστῆρας δ' ἄμυδις κάϑισαν; Iliad. 20, 374 τῶν δ'ἄμυδις μίχϑη μένος, ὦρτο δ'ἀυτή; 158 κάρκαιρε δὲ γαῖα πόδεσσιν ὀρνυμένων ἄμυδις. δύο δ' ἀνέρες έξοχ' ἄριστοι συνίτην, v. l. Scholl. ἄμυδις δὲ δύ' ἀνέρες; 10, 524 ϑυνόντων ἄμυδις: 13, 343 ἐρχομένων ἄμυδις; 9, 6 ἄμυδις δέ τε κῦμα κελαινον κορϑύεται, zu gleicher Zeit, alsbald; Od. 12, 415. 14, 305 Ζεὺς δ' ἄμυδις βρόντησε, zugleich mit dem Vorhergehenden, vgl. Scholl. 12, 415; 5, 467 μή μ' ἄμυδις στίῃη τε κακὴ καὶ ϑῆλυς ἐέρση δαμάσῃ, vereint; Iliad. 23, 217 παννύχιοι δ' ἄρα τοί γε πυρῆς ἄμυδις φλόγ' ἔβαλλον, vereint. – Apoll. Rh. u. sp. D.
-
16 διασκεδαννυμι
(fut. διασκεδῶ, aor. διεσκέδασα)1) разбрасывать, раскидывать, рассеивать(ναυάγια Thuc.; ὅ ἄνεμος διασκεδάννυσίν τι Plat.; ἥ θερμότης διασκεδαννυμένη πρὸς τὸν ἄνω τόπον Arst.)
2) разгонять(ἄλλυδις ἄλλῃ Hom.; sc. πολεμίους Plut.)
3) распускать(στρατόν Her.)
4) разбивать, разрушать(σχεδίην Hom.)
5) уничтожать(γῆν καὴ νόμους Soph.)
-
17 διατρεχω
(fut. διαδραμοῦμαι, aor. 2 διέδρᾰμον)1) пробегать(ἰχθυόεντα κέλευθα Hom.; στρατόπεδον Thuc.; τὰ μεταξύ Plut.)
διατρέχοντες ἀστέρες Arph. — блуждающие звезды;ὅτι τάχιστα διαδραμεῖν τὸν λόγον Plat. — поскорее произнести речь;ἅπαντα τὸν βίον διαδραμεῖν Plat. — прожить свою жизнь до конца2) распространяться, проноситься(θροῦς διέδραμε τῆς ἐκκλησίας Plut.; νεφέλαι διέδραμον ἄλλυδις ἄλλαι Theocr.)
3) проделать4) проникать -
18 διατρεω
-
19 τρεω
(aor. ἔτρέσα - эп. тж. τρέσσα)1) дрожать (от страха), быть в страхе Hom., Plat., Luc.τρέω μέ τελέσῃ Ἐρινύς Aesch. — боюсь, как бы Эриния не осуществила (проклятий Эдипа)
2) бежать в страхеἔτρεσαν ἄλλυδις ἄλλος Hom. — (эпейцы) разбежались кто куда;
ὅ τρέσας Hom., Her., Plut., Anth. — трус, дезертир3) страшиться, бояться, пугаться -
20 διάλλυδις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάλλυδις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
άλλυδις — ἄλλυδις επίρρ. (Α) [ἄλλος] (επικός τύπος αντί ἄλλοσε) 1. σε άλλο μέρος, προς άλλο τόπο 2. στον Όμηρο μόνο με το ἄλλος, ἄλλη κ.λπ. στις φρ. «ἄλλυδις, ἄλλος», ο ένας εδώ κι ο άλλος εκεί «ἄλλυδις ἄλλῃ», μια έτσι και μια αλλιώς … Dictionary of Greek
ἄλλυδις — elsewhither indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-δις — (II) δις (Α) αχώριστο επίθημα που δηλώνει κίνηση σε τόπο (σε μερικές μόνο λέξεις) («ἄλλυδις, οἴκαδις, χαμάδις») … Dictionary of Greek
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek
άμυδις — ἄμυδις επίρρ. (αιολικός τύπος του ἅμα) (Α) 1. (για χρόνο) κατά τον ίδιο χρόνο, συγχρόνως, μαζί 2. (για τόπο) στον ίδιο τόπο, μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αναλογικά πιθ. προς τον τ. ἄλλυδις < ἄλλος, που παράγεται με κώφωση του ο σε υ και ψίλωση. Σχετικά … Dictionary of Greek
λιθάς — λιθάς, άδος, ἡ (Α) [λίθος] 1. λίθος, βράχος («σεῡεν κύνας ἄλλυδις ἄλλον πυκνῇσιν ἐν λιθάδεσσιν», Ομ. Οδ.) 2. (με περιλπτ. σημ.) α) βροχή λίθων («ἀκροβόλων ἐπάλξεων λιθὰς ἔρχεται», Αισχύλ.) β) σωρός λίθων … Dictionary of Greek