-
1 πρός-εδρος
πρός-εδρος, dabei sitzend, wohnend, dabei befindlich; λιγνύς, Soph. Trach. 791; ὁ πρόςεδρος, der Beisitzer.
-
2 πρό-εδρος
-
3 πλανησί-εδρος
πλανησί-εδρος, von umherschweifendem, unstätem Sitze, Arist. H. A. 1, 15.
-
4 πολυ-κάθ-εδρος
πολυ-κάθ-εδρος, = πολύζυγος, VLL.
-
5 πολύ-εδρος
πολύ-εδρος, vielfitzig, Plut. Pericl. 13; vieleckig, Sp., besonders Mathem.
-
6 πάρ-εδρος
πάρ-εδρος, daneben, dabei sitzend oder seiend, bes. subst. Beisitzer, bei einem Gerichte oder einem andern Staatsamte; τῷ βασιλεῖ σημαίνει τις τῶν παρέδρων, Her. 8, 138; vgl. Harpocr., der aus Arist. anführt λαμβάνουσι δὲ παρέδρους ὅ τε ἄρχων καὶ ὁ πολέμαρχος, δύο ἑκάτερος, οὓς ἂν βούληται καὶ οὗτοι δοκιμάζονται ἐν τῷ δικαστηρίῳ πρὶν παρεδρεύειν. Uebh. Theilnehmer, Genosse, τινός, Pind. P. 4, 4; ἵμερος εὐλέκτρου νύμφας τῶν μεγάλων πάρεδρος ἐν ἀρχαῖς ϑεσμῶν, Soph. Ant. 792; τᾷ σοφίᾳ παρέδρους ἔρωτας, Eur. Med. 843; γύναι πάρεδρος χαλκέοις ὅπλοις, Troad. 572; Tischgenosse, Her. 5, 18 u. Folgde.
-
7 συμ-πρό-εδρος
συμ-πρό-εδρος, mit od. zugleich vorsitzend; Inscr. 105, oft; D. L. 7, 10.
-
8 συγ-κάθ-εδρος
συγ-κάθ-εδρος, mit beisitzend, Lob. Phryn. 465.
-
9 σύν-εδρος
σύν-εδρος, zusammen od. beisammen sitzend, versammelt, bes. zum Rathe, rathschlagend; ἐκ γὰρ συνέδρου καὶ τυραννικοῦ κύκλου Κάλχας μεταστάς, Soph. Ai. 736; O. C. 1384 heißt die Δίκη eine ξύνεδρος Ζηνὸς ἀρχαίοις νόμοις, Beisitzerinn, Wächterinn; κατεῖδον δύ' Αἴαντε συνέδρω, Eur. I. A. 192; u. in Prosa, Beisitzer einer Rathsversammlung: Her. 3, 34; Thuc. 4, 23; Dem. 24, 127.
-
10 εὐ-πρός-εδρος
εὐ-πρός-εδρος, = εὐπάρεδρος, v. l., N. T.
-
11 εὐ-πάρ-εδρος
εὐ-πάρ-εδρος, wohl dabei sitzend, beharrlich, wie assiduus, N. T. u. K. S.
-
12 εὐ-κάθ-εδρος
εὐ-κάθ-εδρος, mit gutem Sitze, = εὔσελμος, Schol. Od. 2, 390; Erkl. von εὔζυγος, Schol. Ap. Rh. 1, 4.
-
13 εὔ-εδρος
εὔ-εδρος, 1) mit gutem Sitz, schön thronend, μάκαρες Aesch. Spt. 03; π όλεως ῥυτῆρες 301; – Ἀργώ, mit schönen Sitzen, Theocr. 13, 21, ὄρνις Ael. H. A. 16, 16, Glück bedeutend; – gut sitzend, passend, D. Hal. de C. V. 6. – 2) pass. gut, un Sitzen, εὐεδρότερον τὸν ἵππον παρέ γεται Xen. Equ. 1, 12, daß man bequemer darauf, sitzt.
-
14 εἰκοσά-εδρος
εἰκοσά-εδρος, ὁ, ein Zwanzigflach, Mathem.; Plut. Symp. 8, 2, 3. Vgl. εἰκοσίεδρος.
-
15 εἰκοσί-εδρος
εἰκοσί-εδρος, = εἰκοσάεδρος, Tim. Locr. 98 d, v. l.
-
16 δω-δεκά-εδρος
δω-δεκά-εδρος, zwölfsitzig, mit zwölf Grundlagen, Seitenflächen, ein Dodekaeder; Plut. plac. philos. 2, 6; τὸ δ., Tim. Locr. 98 d; Euclid.
-
17 δύς-εδρος
-
18 δί-εδρος
-
19 θυσιο-πάρ-εδρος
θυσιο-πάρ-εδρος, dem Opfer beiwohnend, K. S.
-
20 ὀρθο-κάθ-εδρος
ὀρθο-κάθ-εδρος, grade aufrecht sitzend, Paul. Aeg.
См. также в других словарях:
ευπρόσεδρος — εὐπρόσεδρος, ον (Α) 1. ευπάρεδρος* 2. (για παρθένους) ευσεβής, αφοσιωμένη στον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. ευ + προσ εδρος «ο πλησίον καθήμενος» (< προς + εδρος < έδρα), πρβλ. πάρ εδρος, πρό εδρος] … Dictionary of Greek
έδρα — η (AM ἕδρα Α και ἕδρη) 1. τόπος διαμονής, οίκημα 2. ο τόπος όπου λειτουργούν μόνιμα οι ανώτερες αρχές ή υπάρχει το κεντρικό κατάστημα («έδρα κοινότητας») 3. ιατρ. το μέρος όπου τοποθετείται πάθος ή φυσιολογική ενέργεια («έδρα τών αντανακλαστικών… … Dictionary of Greek
ίδεδρος — ἴδεδρος, ον (Α) (για πολύωρη μελέτη) αυτός που αφήνει ιδρώτα στο κάθισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ιδ τού ιδίω «ιδρώνω» (ίδος «ιδρώτας») + έδρος (< έδρα), πρβλ. πολύ εδρος, πρό εδρος] … Dictionary of Greek
ευρύεδρος — εὐρύεδρος, ον (Α) αυτός που έχει πλατιά έδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + εδρος (< έδρα), πρβλ. οκτά εδρος, πρό εδρος] … Dictionary of Greek
εύεδρος — η, ο (Α εὔεδρος, ον) νεοελλ. (ορυκτ.) ο κρύσταλλος που έχει κανονικές έδρες ή καθετί που έχει κανονικές κρυσταλλικές έδρες αρχ. 1. (για θεούς) αυτός που έχει λαμπρή έδρα, λαμπρό θρόνο («ἰὼ μάκαρες καὶ εὔεδροι», Αισχύλ.) 2. αυτός που κάθεται καλά … Dictionary of Greek
ισόεδρος — η, ο αυτός που έχει τις έδρες ίσες μεταξύ τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + εδρος (< ἕδρα), πρβλ. ομοί εδρος, πολύ εδρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγελου Βλάχου] … Dictionary of Greek
κάθεδρος — κάθεδρος, ον (Μ) ιθαγενής, αυτόχθονας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εδρος (< ἕδρα), πρβλ. έφ εδρος, σύν εδρος] … Dictionary of Greek
πολύεδρος — η, ο / πολύεδρος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλές έδρες, πολλά καθίσματα (α. «πολύεδρη αίθουσα» β. «τὸ ᾠδεῖον πολύεδρον καὶ πολύστυλον», Πλούτ.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το πολύεδρο α) μαθ. στερεό που περικλείεται από επίπεδα πολύγωνα που… … Dictionary of Greek
πρόεδρος — ο, η / πρόεδρος, ον, ΝΜΑ θηλ. και προεδρίνα Ν άτομο που προΐσταται σε μια συνέλευση ή σε άλλο σώμα (α. «πρόεδρος σωματείου» β. «πρόεδρος τής Βουλής» γ. «τοὺς προέδρους οἳ ἂν λάχωσι προεδρεύειν», επιγρ.) νεοελλ. 1. αρχηγός πολιτικού κόμματος 2. φρ … Dictionary of Greek
συγκάθεδρος — ό, ΜΑ αυτός που παρακάθεται στην ίδια έδρα, πάρεδρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατά + εδρος (< ἕδρα), πρβλ. πάρ εδρος, σύν εδρος] … Dictionary of Greek
σύνεδρος — ο, η / σύνεδρος, ον, ΝΑ ως ουσ. μέλος συνεδρίου νεοελλ. 1. τακτικός δικαστής 2. στον πληθ. οι σύνεδροι ονομασία τών δικαστών τού Συμβουλίου Επικρατείας αρχ. 1. ως επίθ. α) (για πρόσ.) αυτός που μετέχει σε συμβούλιο («Περσέων oἱ συνέδρων ἐόντων… … Dictionary of Greek