-
1 πολύ-εδρος
πολύ-εδρος, vielfitzig, Plut. Pericl. 13; vieleckig, Sp., besonders Mathem.
-
2 πολυ-κάθ-εδρος
πολυ-κάθ-εδρος, = πολύζυγος, VLL.
-
3 πολύεδρος
πολύ-εδρος, ον,A with many seats, Plu. Per.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύεδρος
-
4 πολύεδρος
πολύ-εδρος, vielfitzig; vieleckig -
5 ἕδρᾱ
ἕδρᾱGrammatical information: f.Meaning: `seat, abode (of the gods), tempel' (Il.).Compounds: Many comp.: καθέδρα `seat, sitting, chair' (Hp.); also ἐφέδρα, Ion. ἐπέδρη `siege' ( ἐφ-έζομαι), ἐνέδρα `ambush, postponement' ( ἐν-έζομαι, ἐν-ιζάνω), s. Risch IF 59, 45f.; but ἐξ-έδρα `seat outside the house' (E., hell.). - Bahuvrihi with adv. 1. member ἔφ-εδρος `who sits byside, reserve' (Pi.); thus πάρ-εδρος `assistance' ( παρ-έζομαι), ἔν-εδρος `inhabitant', σύν-εδρος `id.'; ἔξ-εδρος `far from his habitat' (S.); - πολύ-εδρος `with many seats' (Plu.).Derivatives: From ἕδρα: ἑδραῖος `with fixed habitat, fest, quiet' (Ion.-Att.) with ἑδραιότης and ἑδραιόω, ἑδραίωμα, - ωσις; ἑδρικός `belonging to the anus' (Medic.), ἑδρίτης `fugitive' (Suid., EM; πρωτοκαθεδρίτης `president' [Herm.]. Denomin. verbs. ἑδρ-ιάομαι `sit down' (Hom.), - ιάω `id.' (Theok.); s. Schwyzer 732, Chantr. Gramm. hom. 1, 359; ἑδράζω `set, fix' (hell. and late) with ἑδρασμός, ἑδραστικός, ἀν-έδραστος; ἕδρασμα = ἕδρα (E.), after στέγασμα (s. Chantr. Form. 177). - But ἐφ-, ἐν-, παρ-, συν-εδρεύω from ἔφ-εδρος. - In Hesychius: ἑδρήεσσα βεβαία (after τελήεσσα; s. Schwyzer 527), ἑδρίας ἀεὶ πνέων (after wind names in - ίας); ἕδρια συνέδρια, ἑδρίς ἑδραῖος.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: After words in - ᾰνον arose ἕδρᾰνον = ἕδρα (Hes.); ἑδρανῶς = στερεῶς (Eust.). Place indication in -ρᾱ as in χώρα (Schwyzer 481) to ἕζομαι. No exact parallel. On OWNo. setr n. s. ἕδος.Page in Frisk: 1,443-444Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἕδρᾱ
-
6 πολυεδρος
См. также в других словарях:
έδρα — η (AM ἕδρα Α και ἕδρη) 1. τόπος διαμονής, οίκημα 2. ο τόπος όπου λειτουργούν μόνιμα οι ανώτερες αρχές ή υπάρχει το κεντρικό κατάστημα («έδρα κοινότητας») 3. ιατρ. το μέρος όπου τοποθετείται πάθος ή φυσιολογική ενέργεια («έδρα τών αντανακλαστικών… … Dictionary of Greek
ίδεδρος — ἴδεδρος, ον (Α) (για πολύωρη μελέτη) αυτός που αφήνει ιδρώτα στο κάθισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ιδ τού ιδίω «ιδρώνω» (ίδος «ιδρώτας») + έδρος (< έδρα), πρβλ. πολύ εδρος, πρό εδρος] … Dictionary of Greek
εύεδρος — η, ο (Α εὔεδρος, ον) νεοελλ. (ορυκτ.) ο κρύσταλλος που έχει κανονικές έδρες ή καθετί που έχει κανονικές κρυσταλλικές έδρες αρχ. 1. (για θεούς) αυτός που έχει λαμπρή έδρα, λαμπρό θρόνο («ἰὼ μάκαρες καὶ εὔεδροι», Αισχύλ.) 2. αυτός που κάθεται καλά … Dictionary of Greek
ισόεδρος — η, ο αυτός που έχει τις έδρες ίσες μεταξύ τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + εδρος (< ἕδρα), πρβλ. ομοί εδρος, πολύ εδρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγελου Βλάχου] … Dictionary of Greek
πολύεδρος — η, ο / πολύεδρος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλές έδρες, πολλά καθίσματα (α. «πολύεδρη αίθουσα» β. «τὸ ᾠδεῖον πολύεδρον καὶ πολύστυλον», Πλούτ.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το πολύεδρο α) μαθ. στερεό που περικλείεται από επίπεδα πολύγωνα που… … Dictionary of Greek
πλανησίεδρος — ον, Α (για την επιγονατίδα) αυτός που έχει κινητή έδρα, που κινείται ελεύθερα («σκέλους δὲ τὸ μὲν ἀμφικέφαλον μηρός, τὸ δὲ πλανησίεδρον μύλη», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < πλάνησις + εδρος (< ἕδρα), πρβλ. πολύ εδρος] … Dictionary of Greek
σκαληνόεδρος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει σχήμα πολύεδρου τού οποίου οι έδρες είναι σκαληνά τρίγωνα ίσα μεταξύ τους 2. το ουδ. ως ουσ. το σκαληνόεδρο (κρυσταλλ.) κρυσταλλική μορφή που απαντά στο τετραγωνικό και στο τριγωνικό σύστημα και που συνίσταται σε ένα… … Dictionary of Greek
полиэ́др — а, м. мат. Геометрическое тело, ограниченное со всех сторон плоскими многоугольниками; многогранник. [От греч. πολυεδρος многогранный] … Малый академический словарь
πάρεδρος — ο, η / πάρεδρος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. 1. αναπλητωτής ανώτερου υπαλλήλου ή λειτουργού 2. φρ. α) «πάρεδρος πρωτοδικών» ο πρώτος βαθμός τής ιεραρχίας τών τακτικών δικαστών β) «πάρεδρος Συμβουλίου Επικρατείας» εισηγητής υποθέσεων στο Συμβούλιο Επικρατείας … Dictionary of Greek
ημιεδρία — Ιδιότητα των κρυστάλλων, η συμμετρία των oποίων είναι το μισό της συμμετρίας του κρυσταλλικού τους πλέγματος. Κλασική περίπτωση είναι το τετράεδρο που έχει τις μισές έδρες του οκτάεδρου και τις ίδιες παραμετρικές σχέσεις (1:1:1), ενώ τα στοιχεία… … Dictionary of Greek