-
1 εδριάασθαι
-
2 ἑδριάασθαι
-
3 ἑδριάω
A seat or set:— [voice] Pass., sit, only in [dialect] Ep. formsἑδριόωνται Hes.Th. 388
;ἑδριόωντο Il.10.198
, Od.7.98;ἑδριάασθαι 3.35
.II intr. in [voice] Act., sit, Theoc.17.19, A.R.3.170.
См. также в других словарях:
ἑδριάασθαι — ἑδριάω seat pres inf mp (epic) ἑδριά̱ασθαι , ἑδριάω seat pres inf mp (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek