-
1 εφέδρα
ἐφέδρᾱ, ἐφέδραsitting by: fem nom /voc /acc dualἐφέδρᾱ, ἐφέδραsitting by: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἐφέδραι, ἐφέδραsitting by: fem nom /voc plἐφέδρᾱͅ, ἐφέδραsitting by: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 εφεδρα
-
3 ἐφέδρα
Βλ. λ. εφέδρα -
4 ἐφέδρᾳ
Βλ. λ. εφέδρα -
5 ἐφέδρα
A sitting by or before a place: hence, siege, blockade, Hdt.1.17;ἐπέδρην ποιήσασθαι Id.5.65
; observation of a besieged place, Ath.Mech.18.14 (pl.). -
6 ἐφέδρα
ἐφ-έδρα, ἡ, das Dabeisitzen, die Belagerung. Das Daraufsitzen. Eine Pflanze -
7 εφέδρας
ἐφέδρᾱς, ἐφέδραsitting by: fem acc plἐφέδρᾱς, ἐφέδραsitting by: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 ἐφέδρας
ἐφέδρᾱς, ἐφέδραsitting by: fem acc plἐφέδρᾱς, ἐφέδραsitting by: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 επεδρη
-
10 εφέδραν
-
11 ἐφέδραν
-
12 ephedra
-
13 ἐπ-έδρη
-
14 эфедра
бот. η εφέδρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эфедра
-
15 επέδρην
-
16 ἐπέδρην
-
17 επέδρης
-
18 ἐπέδρης
-
19 εφέδρην
-
20 ἐφέδρην
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐφέδρα — ἐφέδρᾱ , ἐφέδρα sitting by fem nom/voc/acc dual ἐφέδρᾱ , ἐφέδρα sitting by fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφέδρᾳ — ἐφέδραι , ἐφέδρα sitting by fem nom/voc pl ἐφέδρᾱͅ , ἐφέδρα sitting by fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφέδρα — (ephedra). Γένος θαμνωδών γυμνόσπερμων φρυγανικών ή σπανιότερα αναρριχώμενων φυτών της οικογένειας των εφεδριδών. Περιλαμβάνει περίπου 45 είδη, κυρίως των θερμών και εύκρατων περιοχών. Είναι φαρμακευτικά ή καλλωπιστικά φυτά. Έχουν λεπτούς,… … Dictionary of Greek
ἐφέδρας — ἐφέδρᾱς , ἐφέδρα sitting by fem acc pl ἐφέδρᾱς , ἐφέδρα sitting by fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφέδραν — ἐφέδρᾱν , ἐφέδρα sitting by fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέδρην — ἐφέδρα sitting by fem acc sg (epic ionic) ἐπέδρη fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέδρης — ἐφέδρα sitting by fem gen sg (epic ionic) ἐπέδρη fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφέδρην — ἐφέδρα sitting by fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφεδρίνη — Αλκαλοειδές, το οποίο περιέχεται σε διάφορα είδη εφέδρας, απ’ όπου και λαμβάνεται. Έχει χημικό τύπο C6H5CH(CH3)ΝΗ(ΟΗ)CHCH3, δηλαδή είναι μία αμινοφαινόλη. Η ενέργειά της είναι παραπλήσια με της αδρεναλίνης και της αμφεταμίνης. Παρασκευάζεται και… … Dictionary of Greek
φαίδρα — Ηρωίδα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης. Κατά τον γνωστότερο μύθο, που χρησιμοποίησε ο Ευριπίδης σε δύο τραγωδίες του (τον χαμένο Ιππόλυτο καλυπτόμενο και τον Ιππόλυτο στεφανηφόρο), η Φ., γυναίκα του βασιλιά της Αθήνας… … Dictionary of Greek
Хвойник двухколосковый — Общий вид женского растения ( … Википедия