Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἔμεναι

См. также в других словарях:

  • ἔμεναι — εἰμί sum pres inf act (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕμεναι — ἵημι Ja c io aor part mid fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμεν' — ἔμεναι , εἰμί sum pres inf act (epic) ἔμενε , μένω stay imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ARIADNE vel ARIADNA Minois — ARIADNE, vel ARIADNA Minois Cretensium Regis, ex Pasiphae silia, Theseum, cuius amore detinebatur, per silum e Labyrintho extricavit, eumque redeuntem in patriam usque ad Naxum insul. insecuta est; quô locô a persido Theseo relicta, ac lugens,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έμεν — ἔμεν και ἔμεναι (Α) (απρμφ.) εἶναι …   Dictionary of Greek

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • επόψιος — ἐπόψιος, ον και ος, α, ον (Α) [έποψη] 1. ορατός, φανερός 2. περίφημος 3. αξιοκαταφρόνητος («οὕτω λώβην τ’ ἔμεναι καὶ ἐπόψιον ἄλλων», Ομ. Ιλ.). 4. (για θεούς) επόπτης («θεοὶ τ’ ἐπόψιοι, τίσασθε», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • κήδιστος — κήδιστος, ίστη, όν (Α) 1. ο άξιος μεγάλης φροντίδας και επιμέλειας («κήδιστοι τ ἔμεναι καὶ φίλτατοι», Ομ. Ιλ.) 2. αγαπημένος, προσφιλής («ὅς μοι κήδιστος ἑτάρων ἦν», Ομ. Ιλ.) 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κήδιστοι οι πλησιέστατοι συγγενείς εξ… …   Dictionary of Greek

  • λαβραγόρης — λαβραγόρης, ου, ὁ (Α) ακράτητος στα λόγια, φλύαρος, απερίσκεπτος, θρασύς («οὐδὲ τί σε χρὴ λαβραγόρην ἔμεναι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + αγόρης (< ἀγοράομαι «μιλώ»), πρβλ. υμν αγόρης, χρησμ αγόρης] …   Dictionary of Greek

  • λώβα — και λούβα και λώβη, η (AM λώβη, Μ και λώβα και λούβα) η νόσος λέπρα αρχ. 1. κακή μεταχείριση, κακοποίηση («λώβη τε καὶ διαφθορά», Πλάτ.) 2. προσβολή, χλευασμός, ατίμωση, ύβρη («τίσετε λώβην» θα τιμωρηθείτε για την προσβολή, Ομ. Ιλ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • μάλα — (Α μάλα) επίρρ. νεοελλ. (ενάρθρως) τα μάλα πάρα πολύ, σε πολύ μεγάλο βαθμό αρχ. 1. σε μεγάλο βαθμό, πολύ (α. «ἄνδρα μοι ἔννεπε, μοῡσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη», Ομ. Οδ. β. «μάλ εὖ ἄμουσοι», Πλάτ. γ. «θώματα δὲ γῆ ἡ Λυδίη ἐς συγγραφὴν οὐ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»