Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

φέρτε

См. также в других словарях:

  • φέρτε — φέρω fero pres imperat act 2nd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεύκι — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ.), στην πρώην επαρχία Ολυμπίας, του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αλιφείρας. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Ιστιαίας. Υπάγεται διοικητικά… …   Dictionary of Greek

  • bher-1 —     bher 1     English meaning: to bear, carry     Deutsche Übersetzung: “tragen, bringen” etc (also Leibesfrucht tragen; med. “ferri”), also “aufheben, erheben”     Grammatical information: The root bher , forms the exceptional both themat. and… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • απάγω — (AM ἀπάγω) [άγω] αρπάζω και κρατώ κάποιον αρχ. 1. οδηγώ μακριά και κρατώ («ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα» κλέβουν βόδια και παχιά πρόβατα, Όμηρος) 2. αφαιρώ, μετακινώ («ἀπάγω τὸ ἱμάτιον τοῡ τραχήλου», Πλούταρχος) 3. οδηγώ μακριά, αποσύρω («ἀπάγω… …   Dictionary of Greek

  • ευφημώ — (ΑΜ εὐφημῶ, έω, Α δωρ. τ. εὐφαμέω) [εύφημος] 1. αποφεύγω κάθε δυσοίωνη λέξη, αποφεύγω τις βλασφημίες, μεταχειρίζομαι ευοίωνες λέξεις («φέρτε δὲ χερσὶν ὕδωρ, εὐφημῆσαί τε κέλεσθε», Ομ. Ιλ.) 2. (κατ επέκτ.) τηρώ θρησκευτική σιγή 3. επαινώ,… …   Dictionary of Greek

  • κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • Γκαρνιέ, Ρομπέρ — (Robert Garnier, Λα Φερτέ Μπερνάρ, περ. 1545 – Λε Μαν 1590). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας και ποιητής. Το έργο του, πάντοτε εμπνευσμένο από τα κλασικά πρότυπα (Σενέκας, Σοφοκλής, Ευριπίδης, Aριόστο κλπ.) περιλαμβάνει επτά τραγωδίες: Πορκία (1568) …   Dictionary of Greek

  • Μπενουά, Πιερ — (Pierre Benoit, Άλμπι 1886 – Σιμπούρ, Πυρηναία 1962). Γάλλος συγγραφέας. Στην αρχή έγραφε ποιήματα, επιβλήθηκε όμως ως μυθιστοριογράφος με το Κένιγκσμαρκ (1918) και την Ατλαντίδα, που το 1919 πήρε το βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας και είχε μεγάλη …   Dictionary of Greek

  • Ρακίνας, Ιωάννης — (Racin, Λα Φερτέ Μιλόν, Eν 1639 – Παρίσι 1699). Ελληνοποιημένος τύπος του επωνύμου του Γάλλου θεατρικού συγγραφέα Ρασέν. θεατρικός συγγραφέας. Έμεινε ορφανός και ανατράφηκε στο ιανσενιστικό περιβάλλον με το οποίο συνδεόταν η οικογένειά του. Στις… …   Dictionary of Greek

  • κατασβεστήρας — ο φορητή συσκευή που χρησιμοποιείται για κατάσβεση πυρκαγιάς: Φέρτε τους κατασβεστήρες για να σβήσουμε τη φωτιά! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»