Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ναυάρχους

См. также в других словарях:

  • ναυάρχους — ναύαρχος commander of a fleet masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ωορύφας, Νικήτας — Ένας από τους σπουδαιότερους ναυάρχους του Βυζαντίου. Έδρασε κατά το δεύτερο μισό του 9ου αι., επί Βασίλειου του A’, όταν ανέλαβε την ανώτατη αρχηγία του στόλου ως δρουγγάριος πλωίμων. Η μεγάλη προσφορά του Ω. στο Βυζάντιο έγκειται στους… …   Dictionary of Greek

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • αρχιναύαρχος — ο ο ανώτερος από τους ναυάρχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι * + ναύαρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στα Έγγραφα της Ελληνικής Κυβερνήσεως] …   Dictionary of Greek

  • Αισιμήδης — Αρχηγός, μαζί με τους ναυάρχους Μεικιάδη και Ευρυβάτη, του κερκυραϊκού στόλου στη ναυμαχία εναντίον των Κορινθίων κοντά στην Κέρκυρα το 433 π.Χ. Η ναυμαχία αυτή υπήρξε μια από τις αφορμές του Πελοποννησιακού πολέμου. Α. λεγόταν και ο τελευταίος… …   Dictionary of Greek

  • Βενιζέλος, Ελευθέριος — (Μουρνιές, Κρήτη 1864 – Παρίσι 1936).Πρωθυπουργός επί σειρά ετών, ο πρώτος πολιτικός της χώρας που ονομάστηκε Εθνάρχης. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εγκαταστάθηκε ως δικηγόρος στα Χανιά (1886), ενώ γρήγορα αναμείχτηκε και στην… …   Dictionary of Greek

  • Καλλίξενος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Αθηναίος δημαγωγός (5ος αι. π.Χ.). Κατηγόρησε τους νικητές ναυάρχους της ναυμαχίας των Αργινουσών για παράλειψη καθήκοντος απέναντι στους πεσόντες και έγινε μαζί με τον Θηραμένη αίτιος της καταδίκης… …   Dictionary of Greek

  • Μονμορανσί — (Montmorency). Αριστοκρατική οικογένεια, γνωστή στη Γαλλία από το 10o αι., η οποία υποδιαιρέθηκε αργότερα σε πολλούς κλάδους. Από αυτούς το 1820, με οικογενειακή συμφωνία αναγνωρίστηκαν μόνο τρεις: οι Μονμορανσί, οι Μ. Λουξεμβρούργου και οι Μ.… …   Dictionary of Greek

  • Μουσταφά — Όνομα τεσσάρων σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 1. Μ. A’ (1591 – 1639). Σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (1617, 1622 23). Γιος του Μεχμέτ Γ’ και αδελφός του Αχμέτ A’, τον οποίο διαδέχτηκε στο θρόνο μετά τον θάνατο εκείνου (1617).… …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγος, Αναστάσιος — (18ος αι.). Nαυτικός από την Πάτρα. Κατετάγη ως αξιωματικός στον στόλο του Λάμπρου Κατσώνη και διακρίθηκε στις διάφορες ναυμαχίες εναντίον των Οθωμανών, την περίοδο 1787 92. Μορφωμένος και γλωσσομαθής όπως ήταν, χρησιμοποιήθηκε από τον Κατσώνη ως …   Dictionary of Greek

  • Παπαρρηγόπουλος, Ιωάννης — (Νάξος 1780 – Αθήνα 1874). Φιλικός. Σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη και στη Μόσχα. Μετά την αποτυχία της εξέγερσης του Γ. Ολύμπιου, πήγε στην Ιταλία, όπου επιδόθηκε στη σπουδή της ιατρικής. Στις παραμονές της Επανάστασης πήγε στην Πάτρα και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»