-
1 στρατ-ηγός
στρατ-ηγός, ὁ, Anführer eines Kriegsheers, Heerführer, Aesch. Ag. 567; ἀνδρὶ στρατηγῷ τόνδ' ἐβούλευσας μόρον, 1610; Soph. oft, κοὔτε στρατηγούς, οὔτε ναυάρχους μολεῖν ἡμᾶς Ἀχαιῶν διωμόσω, Ai. 1211; Eur.; in Prosa von Her. an häufig, z. B. στρατηγὸς τοῦ στρατοῠ, 7, 83, auch ἡ στρατηγός, Ar. Eccl. 491. 500; übh. Anführer, καὶ ἡγεμών, Plat. Conv. 193 b. – In manchen griechischen Staaten die höchste obrigkeitliche Person; in Athen die Anführer des Fußvolks, die zugleich eine richterliche Behörde bilden; bei Dem. 18, 38 im Psephisma werden unterschieden ὁ ἐπὶ τῶν ὅπλων στρ. καὶ ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως, vgl. §. 115. – Bei den Römern praetor, u. στρατηγὸςὕπατος, consul, Pol. u. Plut.
-
2 δι-αλλάσσω
δι-αλλάσσω, 1) vertauschen, aus-, umtauschen, τινί τι ἀντί τινος, an Jem. etwas wofür, Plat. Rep. II, 371 d; ἀετο ῠ διαλλάξαι βίον, eingetauscht haben, d. i. wie ein Adler leben, X, 620 b; auch περί τινος, Dion. Hal. 10, 24; ἄλλον τοῖς κάτω νεκρόν, einen andern Todten den Unterirdischen geben, Eur. Alc. 14; ναυάρχους, andere Schiffsbefehlshaber einsetzen, Xen. Hell. 1, 6, 4. – Med., unter sich, mit einander vertauschen, τὸ ἐμφυὲς ἦϑος Pind. Ol. 10, 21; τὰς τάξεις Her. 9, 47; absol., Xen. Cyr. 8, 3, 32 u. Sp. – Dah. διαλλάττειν χώραν, ein Land mit einem andern vertauschen, dasselbe durchwandern, Xen. Hell. 4, 3, 2; u. so med., Plat. Soph. 223 d; ἐσϑῆτα, vestem mutare, Plut. Cic. 19. – 2) Uebertr. auf die Gesinnung, versöhnen, τινά, Eur. Phoen. 439; Ar. Lys. 1091; Plat. Conv. 213 d; τοὺς τελευτήσαντας εὐχαῖς, Menex. 244 a; διαλλαγῆναί τινι, Antiph. 6, 39; Plat. Conv. 193 b; τινά τινι, Einen mit Jemandem, Thuc. 8, 89. – Med., sich versöhnen, Plat. Prot. 346 b; τὴν ἔχϑραν, D. Hal. 7, 51. – 3) intraus., in etwas von einem andern verschieden sein, οὐ ταὐτὸ δ' ἐστὶ τοῦτο· πολὺ διήλλαχεν Dionys. com. Ath. IX, 405 (v. 10); gew. τί τινι, z. B. εἶδος οὐδὲν τοῖς ἑτέροις Her. 7, 70; auch τινί τινος, durch etwas von etwas, Pol. 2, 37, 11 u. Sp., wie Dion. Hal. 6, 83; ἐν αἷς διαλλάττομεν Luc. Pisc. 23; τὸ διαλλάττον τῆς γνώμης, die Verschiedenheit, Thuc. 3, 10; dah. = sich auszeichnen, τινί, durch etwas, D. Sic. 1, 64; auch geradezu τινά, Einen übertreffen, Dion. Hal. de Thuc. 51. – Pass., verschieden sein, τοῖς εἴδεσι διηλλαγμένοι Thuc. 3, 82.
-
3 διαλλάσσω
δι-αλλάσσω, (1) vertauschen, aus-, umtauschen, τινί τι ἀντί τινος, an j-n etwas wofür; ἀετο ῠ διαλλάξαι βίον, eingetauscht haben, d. i. wie ein Adler leben; ἄλλον τοῖς κάτω νεκρόν, einen andern Toten den Unterirdischen geben; ναυάρχους, andere Schiffsbefehlshaber einsetzen; unter sich, mit einander vertauschen. Dah. διαλλάττειν χώραν, ein Land mit einem andern vertauschen, dasselbe durchwandern; ἐσϑῆτα, vestem mutare. (2) Übertr. auf die Gesinnung, versöhnen; τινά τινι, einen mit j-m; sich versöhnen. (3) intrans., in etwas von einem andern verschieden sein; auch τινί τινος, durch etwas von etwas; τὸ διαλλάττον τῆς γνώμης, die Verschiedenheit; dah. = sich auszeichnen, τινί, durch etwas; auch geradezu τινά, einen übertreffen. Pass., verschieden sein
См. также в других словарях:
ναυάρχους — ναύαρχος commander of a fleet masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ωορύφας, Νικήτας — Ένας από τους σπουδαιότερους ναυάρχους του Βυζαντίου. Έδρασε κατά το δεύτερο μισό του 9ου αι., επί Βασίλειου του A’, όταν ανέλαβε την ανώτατη αρχηγία του στόλου ως δρουγγάριος πλωίμων. Η μεγάλη προσφορά του Ω. στο Βυζάντιο έγκειται στους… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
αρχιναύαρχος — ο ο ανώτερος από τους ναυάρχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι * + ναύαρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στα Έγγραφα της Ελληνικής Κυβερνήσεως] … Dictionary of Greek
Αισιμήδης — Αρχηγός, μαζί με τους ναυάρχους Μεικιάδη και Ευρυβάτη, του κερκυραϊκού στόλου στη ναυμαχία εναντίον των Κορινθίων κοντά στην Κέρκυρα το 433 π.Χ. Η ναυμαχία αυτή υπήρξε μια από τις αφορμές του Πελοποννησιακού πολέμου. Α. λεγόταν και ο τελευταίος… … Dictionary of Greek
Βενιζέλος, Ελευθέριος — (Μουρνιές, Κρήτη 1864 – Παρίσι 1936).Πρωθυπουργός επί σειρά ετών, ο πρώτος πολιτικός της χώρας που ονομάστηκε Εθνάρχης. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εγκαταστάθηκε ως δικηγόρος στα Χανιά (1886), ενώ γρήγορα αναμείχτηκε και στην… … Dictionary of Greek
Καλλίξενος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Αθηναίος δημαγωγός (5ος αι. π.Χ.). Κατηγόρησε τους νικητές ναυάρχους της ναυμαχίας των Αργινουσών για παράλειψη καθήκοντος απέναντι στους πεσόντες και έγινε μαζί με τον Θηραμένη αίτιος της καταδίκης… … Dictionary of Greek
Μονμορανσί — (Montmorency). Αριστοκρατική οικογένεια, γνωστή στη Γαλλία από το 10o αι., η οποία υποδιαιρέθηκε αργότερα σε πολλούς κλάδους. Από αυτούς το 1820, με οικογενειακή συμφωνία αναγνωρίστηκαν μόνο τρεις: οι Μονμορανσί, οι Μ. Λουξεμβρούργου και οι Μ.… … Dictionary of Greek
Μουσταφά — Όνομα τεσσάρων σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 1. Μ. A’ (1591 – 1639). Σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (1617, 1622 23). Γιος του Μεχμέτ Γ’ και αδελφός του Αχμέτ A’, τον οποίο διαδέχτηκε στο θρόνο μετά τον θάνατο εκείνου (1617).… … Dictionary of Greek
Παλαιολόγος, Αναστάσιος — (18ος αι.). Nαυτικός από την Πάτρα. Κατετάγη ως αξιωματικός στον στόλο του Λάμπρου Κατσώνη και διακρίθηκε στις διάφορες ναυμαχίες εναντίον των Οθωμανών, την περίοδο 1787 92. Μορφωμένος και γλωσσομαθής όπως ήταν, χρησιμοποιήθηκε από τον Κατσώνη ως … Dictionary of Greek
Παπαρρηγόπουλος, Ιωάννης — (Νάξος 1780 – Αθήνα 1874). Φιλικός. Σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη και στη Μόσχα. Μετά την αποτυχία της εξέγερσης του Γ. Ολύμπιου, πήγε στην Ιταλία, όπου επιδόθηκε στη σπουδή της ιατρικής. Στις παραμονές της Επανάστασης πήγε στην Πάτρα και… … Dictionary of Greek