-
1 κατα-σπαράσσω
κατα-σπαράσσω, zerreißen, zerfleischen; Ar. Equ. 725; παρϑένον κατεσπαραγμένην τὴν ἐσϑῆτα καὶ κόμην Luc. Asin. 22.
-
2 κατασπαράσσω
κατα-σπαράσσω, zerreißen, zerfleischen
См. также в других словарях:
σπαράσσω — ΝΜΑ, και σπαράζω Ν, και αττ. τ. σπαράττω Α (ιδίως για σαρκοβόρο ζώο) κατασπαράζω, κατακομματιάζω, ξεσκίζω («σάρκας γεραιὰς ἐσπαρασσ ἀπ ὀστέων, Ευρ.) νεοελλ. μτφ. 1. (αμτβ.) αισθάνομαι βαθιά λύπη, μεγάλο ψυχικό πόνο 2. μέσ. σπαράζομαι δοκιμάζομαι… … Dictionary of Greek
σπαρνώ — Ν 1. τρεμοπαίζω, αναπετώ, πεταρίζω («σπαρνάει το μάτι μου») 2. αναταράζομαι από φόβο ή από αγωνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπαρ (πρβλ. σπαράσσω, ασπαίρω), κατά τα ρ. περνώ, γυρνώ κ.λπ.] … Dictionary of Greek