-
1 έναντι
-
2 ἔναντι
-
3 ἔναντι
ἔναντι adv., functions as prep. w. gen. (SIG 646, 52 [170 B.C.] ἔναντι Γαί̈ου; POxy 495, 5 [181/89 A.D.]; 2343, 9; oft. LXX; PsSol 3:4; Just., D. 77, 2 [here under the influence of Is 8:4; but Just., D. 56, 2 (Gen 19:27) and 18 (Gen 18:22) ἔ. for LXX ἐναντίον]; JWackernagel, Hellenistica 1907, 1ff)① pert. to being in front of an object, opposite, before ἔ. τοῦ θεοῦ before God, i.e. in the temple (Ex 28:29) Lk 1:8.② pert. to someone’s perspective or perception of someth., before fig. in the eyes, in the judgment ἔ. τοῦ θεοῦ Ac 8:21; 1 Cl 39:4 (Job 4:17 v.l.); ἔ. Φαραώ Ac 7:10 v.l.—DELG s.v. ἄντα 2. -
4 εναντί'
ἐναντία, ἐναντίοςopposite: neut nom /voc /acc plἐναντίε, ἐναντίοςopposite: masc voc sgἐναντίαι, ἐναντίοςopposite: fem nom /voc plἐναντίᾱͅ, ἐναντίοςopposite: fem dat sg (attic doric aeolic) -
5 ἐναντί'
ἐναντία, ἐναντίοςopposite: neut nom /voc /acc plἐναντίε, ἐναντίοςopposite: masc voc sgἐναντίαι, ἐναντίοςopposite: fem nom /voc plἐναντίᾱͅ, ἐναντίοςopposite: fem dat sg (attic doric aeolic) -
6 ἔναντι
ἔναντι, Adv.A in the presence of, c. gen., LXXGe.12.19, al., IG7.2225.52 (Thisbe, ii B.C.), Ev.Luc.1.8, GDI2072.26 (Delph.); cf. ἴναντι. -
7 ἔναντι
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔναντι
-
8 ἔναντι
+ 172-27-6-22-36=263 Ex 6,12; 28,12.29.38; 29,10in the presence of, before [τινος]Cf. SOLLAMO, 1975 773-782 -
9 ἐναντιαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναντιαῖος
-
10 ἐναντίβιος
ἐναντῐ-βῐος, ον,A set against, hostile,αἰθυίαις οὔποτ' ἐναντίβιος AP10.8
(Arch., Herm. for οὔποτε ἀντιβίας): elsewh. neut. as Adv., face to face, against, μαχέσασθαι, πολεμίζειν, 11.8.168, 10.451, etc.;ἐλθεῖν 20.130
;στῆναι 21.266
: c.gen.,Ἀχιλῆος ἐ. πολεμίξειν 20.85
.--Only poet.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναντίβιος
-
11 ἐναντιόω
ἐναντῐ-όω, V. ἐναντιόομαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναντιόω
-
12 ἐναντιπέρα
ἐναντῐ-πέρᾱ, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναντιπέρα
-
13 ἐναντίωμα
A anything opposite or opposed, obstacle, hindrance, Th.4.69, D.18.308, Plu.Lys.23; ἐχθροῖς ἐναντιώματα opposition offered to them, D.18.309.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναντίωμα
-
14 ἐναντιωματικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναντιωματικός
-
15 ἐναντιωνυμέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναντιωνυμέω
-
16 ἐναντιώνυμος
ἐναντῐ-ώνῠμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναντιώνυμος
-
17 ἐναντίωσις
A opposition, Th. 8.50, Pl.R. 454a; in social intercourse, Arist.EN 1126b34; opposition, Sammelb.5356.25 (iv A. D.).2 disagreement, discrepancy, Isoc.12.203 (pl.), Pl.R. 607c, etc.: pl., contrarieties, Arist.Metaph. 986b1, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναντίωσις
-
18 ἐναντιωτέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναντιωτέον
-
19 ἐναντιωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναντιωτικός
-
20 εναντίωται
ἐναντί̱ωται, ἐν, ἀντί-ἰόομαιbecome: perf ind mp 3rd sgἐναντί̱ωται, ἐν, ἀντί-ἰόωbecome: perf ind mp 3rd sg
См. также в других словарях:
ἔναντι — in the presence of indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έναντι — (AM ἔναντι) επίρρ. απέναντι, αντίκρυ, αγνάντια, ενώπιον («ἰδού ἡ γυνή σου ἔναντί σου», ΠΔ Γέν.) νεοελλ. 1. εν συγκρίσει, σχετικά με 2. (λογιστ.) απέναντι, σε αντίκρισμα («έδωσε μια προκαταβολή έναντι όλου τού ποσού», «έναντι λογαριασμού») … Dictionary of Greek
έναντι — επίρρ. 1. απέναντι, αντίκρυ: Η τράπεζα βρίσκεται έναντι. 2. σε αντίκρισμα, απέναντι: Πήρε προκαταβολή έναντι του μισθού του. 3. (σε σύγκριση), σχετικά με: Έναντι του αδελφού του υστερεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐναντί' — ἐναντία , ἐναντίος opposite neut nom/voc/acc pl ἐναντίε , ἐναντίος opposite masc voc sg ἐναντίαι , ἐναντίος opposite fem nom/voc pl ἐναντίᾱͅ , ἐναντίος opposite fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναντίωται — ἐναντί̱ωται , ἐν , ἀντί ἰόομαι become perf ind mp 3rd sg ἐναντί̱ωται , ἐν , ἀντί ἰόω become perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… … Dictionary of Greek
ουδετερότητα — Νομική ή πραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα κράτη τα οποία δεν παίρνουν μέρος σε πόλεμο που διεξάγεται μεταξύ άλλων κρατών. Η ο. ως νομική κατάσταση στηρίζεται σε μια σειρά κανόνων του διεθνούς δικαίου που αποβλέπουν από το ένα μέρος… … Dictionary of Greek