Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐκ-μαίνω

См. также в других словарях:

  • θυμαίνω — θῡμαίνω , θυμαίνω to bewroth pres subj act 1st sg θῡμαίνω , θυμαίνω to bewroth pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυμαίνω — κῡμαίνω , κυμαίνω rise in waves pres subj act 1st sg κῡμαίνω , κυμαίνω rise in waves pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαμαίνω — σᾱμαίνω , σημαίνω show by a sign pres subj act 1st sg (doric) σᾱμαίνω , σημαίνω show by a sign pres ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικυμαίνω — ἐπικῡμαίνω , ἐπικυμαίνω flow in waves over pres subj act 1st sg ἐπικῡμαίνω , ἐπικυμαίνω flow in waves over pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλύω — ἀλύω και ἀλύω (Α) 1. είμαι βαθιά ταραγμένος, αναστατωμένος ή λυπημένος, βρίσκομαι εκτός εαυτού 2. είμαι πολύ συγκινημένος από χαρά 3. βρίσκομαι σε αμηχανία, έχω σαστίσει, δεν ξέρω τί να κάνω 4. νιώθω πλήξη, ανία 5. είμαι καταπονημένος 6. είμαι… …   Dictionary of Greek

  • αρμόζω — (AM ἁρμόζω, Α και ττω) 1. συνδυάζω, συνενώνω 2. είμαι κατάλληλος για κάτι 3. (μτχ.) ο αρμόζων (Α και ἁρμόττων) ο κατάλληλος 4. απρόσ. αρμόζει ταιριάζει, πρέπει αρχ. 1. συνενώνω, συγκολλώ 2. δένω σφιχτά 3. εφαρμόζω το δίκαιο 4. βάζω σε τάξη,… …   Dictionary of Greek

  • επιμαίνω — ἐπιμαίνω (AM) 1. κάνω κάποιον να αισθανθεί μανιώδη έρωτα 2. ασχολούμαι με πάθος με ερωτικές υποθέσεις αρχ. 1. παθ. ἐπιμαίνομαι κατέχομαι από σφοδρό έρωτα 2. μαίνομαι από οργή 3. ορμώ παράφορα εναντίον κάποιου 4. ποθώ κάτι υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • εριδμαίνω — ἐριδμαίνω (Α) 1. ερεθίζω («σφήκεσσιν... οὓς παῑδες ἐριδμαίνουσιν», Ομ. Ιλ.) 2. φιλονεικώ, ερίζω, εριδαίνω 3. κινώ σε φιλονεικία 4. (με δοτ.) συναγωνίζομαι, αμιλλώμαι φιλικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερις (θ. εριδ ), αναλογικά προς τα ρήματα σε μαίνω (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μαίνομαι — (AM μαίνομαι) 1. είμαι ή γίνομαι μανιώδης, κατέχομαι από μανία («χεῑρες ἄαπτοι μαίνονται», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι πολύ οργισμένος, πνέω μένεα («πατὴρ φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι», Ομ. Ιλ.) 3. ξεσπώ ορμητικά, εκδηλώνομαι με ακατάσχετη ορμή, μανιάζω (α.… …   Dictionary of Greek

  • dheu-4, dheu̯ǝ- (dhu̯ē-, extended dhuē̯ -k-, dhuē̯ -̆ s-) —     dheu 4, dheu̯ǝ (dhu̯ē , extended dhuē̯ k , dhuē̯ ̆ s )     English meaning: to reel, dissipate, blow, *smoke, dark, gray, deep etc.     Deutsche Übersetzung: ‘stieben, wirbeln, especially von Staub, Rauch, Dampf; wehen, blow, Hauch, Atem;… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»