-
1 προς-ωπο-ποιΐα
προς-ωπο-ποιΐα, ἡ, die Personification, das Einkleiden abstracter Begriffe od. lebloser Dinge in menschliche Persönlichkeiten, bes. bei Rhett., z. B. Hermogen. Progymn. 9.
-
2 πυργο-ποιΐα
πυργο-ποιΐα, ἡ, Erbauung eines Thurmes, Sp.
-
3 παρα-δοξο-ποιΐα
παρα-δοξο-ποιΐα, ἡ, das Wunder thun, K. S.
-
4 πετρο-ποιΐα
πετρο-ποιΐα, ἡ, Verfertigung od. Bau aus Steinen, Ath. VI, 205 f.
-
5 παιδο-ποιΐα
-
6 παθο-ποιΐα
παθο-ποιΐα, ἡ, Erregung der Leidenschaften, Rufinian. fig. 36.
-
7 πορο-ποιΐα
πορο-ποιΐα, ἡ, das Bahnen od. Eröffnen der Wege, Oeffnen der Poren, Sp., wie Clem. Alex.
-
8 πλινθο-ποιΐα
πλινθο-ποιΐα, ἡ, das Ziegelstreichen, -machen, Schol. Pind. Ol. 5, 20.
-
9 πῑλο-ποιΐα
πῑλο-ποιΐα, ἡ, das Filzmachen, Poll. 7, 171.
-
10 σταφιδο-ποιΐα
σταφιδο-ποιΐα, ἡ, das Rosinenmachen, Geopon.
-
11 στιχο-ποιΐα
στιχο-ποιΐα, ἡ, das Versemachen, verächtlicher Ausdruck für Dichtkunst, Plut. de audit. 8.
-
12 σχηματο-ποιΐα
σχηματο-ποιΐα, ἡ, Gestaltung, Stellung, gew. die Kunst des Pantomimen, durch Gebehrden eine Handlung darzustellen, Sp.
-
13 σωματο-ποιΐα
σωματο-ποιΐα, ἡ, Bildung, Bau des Körpers; Ocell.; Galen.
-
14 σαρκο-ποιΐα
σαρκο-ποιΐα, ἡ, das zu Fleisch machen, Porphyr.
-
15 σκευο-ποιΐα
σκευο-ποιΐα, ἡ, Verfertigung von Geräthschaften (Rüstungen, Waffen, bes. von Masken u. andern Erfordernissen des Theaters), Poll. 10, 15.
-
16 σκηνο-ποιΐα
σκηνο-ποιΐα, ἡ, das Machen eines Zeltes, einer Laube, Hütte, Pol. 6, 28, 3 u. Sp.; τῆς τύχης, die vielen Veränderungen des Glückes, Heliod. 10, 16, ein von den Veränderlichkeiten der Nomadenwohnungen entlehnter Ausdruck.
-
17 σῑτο-ποιΐα
σῑτο-ποιΐα, ἡ, Zubereitung des Getreides, Mehls, Brotes, übh. der Speise; αἱ ὲκ τοῠ καρποῠσ., Xen. oec. 7, 21.
-
18 τραπεζο-ποιΐα
τραπεζο-ποιΐα, ἡ, das Verfertigen der Tische, Strab. 4, 6, 2.
-
19 τραγ-ῳδο-ποιΐα
τραγ-ῳδο-ποιΐα, tragische Dichtung, Sp.
-
20 τερατο-ποιΐα
τερατο-ποιΐα, ἡ, Wunderthuerei, Gaukelei, Apollon. hist. fab. 6 u. a. Sp.
См. также в других словарях:
ποιίας — ποιίᾱς , ποιία pour a libation fem acc pl ποιίᾱς , ποιία pour a libation fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιίαν — ποιίᾱν , ποιία pour a libation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυγατροποιία — θυγατροποιΐα, ἡ (Α) υιοθεσία θυγατέρων, το να παίρνει και να ανατρέφει κανείς κάποιαν ή κάποιες ως θετές θυγατέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θυγατρός) + ποιία < ποιός < ποιώ), πρβλ. οδο ποιία, τεκνο ποιία] … Dictionary of Greek
ιματιοποιία — ἱματιοποιΐα, ἡ (Α) κατασκευή υφασμάτων και ενδυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + ποιΐα (< ποιός < ποιώ), πρβλ. ζυθο ποιία, ποτο ποιία] … Dictionary of Greek
καλυβοποιία — καλυβοποιΐα, ἡ (Α) η κατασκευή καλυβών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλύβη + ποιΐα (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. αρτο ποιία, ιστο ποιία] … Dictionary of Greek
κανονοποιία — κανονοποιΐα, ἡ (Α) η κανονογραφία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανών, όνος + ποιία (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. αγαλματο ποιία, δραματο ποιία] … Dictionary of Greek
καταστιχοποιία — η η κατασκευή ή η τέχνη τής κατασκευής καταστίχων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατάστιχο + ποιία (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. πιλο ποιία, σαπωνο ποιία. Η λ. μαρτυρειται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
κατοπτροποιία — η η κατασκευή κατόπτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτοπτρον + ποιία (< ποιός < ποιώ), πρβλ. επιπλο ποιία, ζυθο ποιία. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κηποποιία — κηποποΐα, ἡ (Μ) η δημιουργία κήπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + ποιΐα (< ποιος < ποιῶ «δημιουργώ, εκτελώ»), πρβλ. επο ποιία, ηθο ποιία] … Dictionary of Greek
κτενοποιία — η η κατασκευή χτενιών, η τέχνη τού κτενοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτεν (< κτείς, κτενός) + συνδετικό φωνήεν ο + ποιία (< ποιός < ποιῶ), πρβλ. ζαχαρο ποιία, ποτο ποιία. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ζευγοποίηση — και ζευγοποιία, η (Α ζευγοποιΐα) νεοελλ. η κατάταξη σε ζεύγη, ο σχηματισμός ζεύγους, το ζευγάρωμα αρχ. (για αυλούς) η κατασκευή επιστομίων για διπλό αυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + ποίηση ή ποιία (< ποιώ), πρβλ. γονιμο ποίηση, γεφυρο ποιία] … Dictionary of Greek