-
1 αστικος
-
2 αστικός
-
3 ἀστικός
-
4 ἀστικός
ἀστικός, städtisch, a) zur Stadt gehörig, λεώς Aesch. Eum. 951; βωμός Suppl. 496; άστικαὶ δίκαι, Prozesse unter den Bürgern, Lys. 17, 3; οἱ ἀστικοί, die Städter, so Dem. 55, 11. – b) sein gebildet, witzig, dem bäurischen, ἄγροικος, entgeggstzt, Men. B. A. 454.
-
5 ἀστικός
A of a city or town, opp. country,λεὼς ἀ. A. Eu. 997
; ; epith. of Hecate, IG9(2).575 (Larissa, v B. C.); τὰ ἀ. Διονύσια ( = τὰ κατ' ἄστυ) Th.5.20; home, opp. ξενικός ( foreign), A.Supp. 618; ἀ. δίκαι suits between citizens, Lys.17.3;ἀ. δικαστήριον IG12(7).3.32
([place name] Amorgos);ἀ. νόμοι POxy.706.9
(ii A. D.).b ἀστικοί, οἱ, = Lat. cohortes urbanae, D.C.56.32, 59.2; ἀστικόν, τό, Id.55.24.2 = ἀστεῖος, polite, ἀστικά, as Adv., opp. ἀγροίκως, Theoc.20.4.—In codd. often written ἀστυκός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστικός
-
6 ἀστικός
ἀστικός, städtisch, (a) zur Stadt gehörig; οἱ ἀστικοί, die Städter. (b) fein gebildet, witzig, dem bäurischen, ἄγροικος, entgeggstzt -
7 αστικός
-
8 αστικός
städtisch [urban] -
9 αστικός
[астикос] επ городской. -
10 αστικός
bourgeois -
11 αστικός
městský -
12 αστικός
urbanΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αστικός
-
13 ἐπι[πολ]αστικός
ἐπι[πολ]-αστικός, ή, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπι[πολ]αστικός
-
14 αστικά
ἀστικόςof a city: neut nom /voc /acc plἀστικά̱, ἀστικόςof a city: fem nom /voc /acc dualἀστικά̱, ἀστικόςof a city: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
15 ἀστικά
ἀστικόςof a city: neut nom /voc /acc plἀστικά̱, ἀστικόςof a city: fem nom /voc /acc dualἀστικά̱, ἀστικόςof a city: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
16 ταστικά
ἀστικά, ἀστικόςof a city: neut nom /voc /acc plἀστικά̱, ἀστικόςof a city: fem nom /voc /acc dualἀστικά̱, ἀστικόςof a city: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
17 τἀστικά
ἀστικά, ἀστικόςof a city: neut nom /voc /acc plἀστικά̱, ἀστικόςof a city: fem nom /voc /acc dualἀστικά̱, ἀστικόςof a city: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
18 ἀστυκός
-
19 αστικών
-
20 ἀστικῶν
См. также в других словарях:
ἀστικός — of a city masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστικός — ή, ό (AM ἀστικός, ή, όν) όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο άστυ, στην πόλη νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αστική τάξη αρχ. 1. εκείνος που αγαπά τη ζωή της πόλης 2. ο καλλιεργημένος, ο πολιτισμένος 3. ως ουσ. ο αστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστ υ… … Dictionary of Greek
αστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει στο άστυ ή ζει σ αυτό (αντίθ. αγροτικός): Ο αστικός πληθυσμός της χώρας μας αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια και ο αγροτικός μειώθηκε. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αστούς ως κοινωνική τάξη: Η αστική τάξη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀστικά — ἀστικός of a city neut nom/voc/acc pl ἀστικά̱ , ἀστικός of a city fem nom/voc/acc dual ἀστικά̱ , ἀστικός of a city fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek
ἀστικῶν — ἀστικός of a city fem gen pl ἀστικός of a city masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστικόν — ἀστικός of a city masc acc sg ἀστικός of a city neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναπολεόντειος Κώδικας — Αστικός κώδικας που δημοσιεύτηκε στη Γαλλία το 1804. θεωρείται το σημαντικότερο νομοθετικό έργο του Ναπολέοντα και αποτελείται από 2.281 άρθρα. Διαιρείται σε τρία μέρη: στο δίκαιο των προσώπων, στο δίκαιο του αντικειμένου και των ειδών της… … Dictionary of Greek
ἀστικαῖς — ἀστικός of a city fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστικαί — ἀστικός of a city fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστικοῖς — ἀστικός of a city masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)