Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Πηλείδη

См. также в других словарях:

  • Πηλείδη' — Πηλείδῃ , Πηλείδης son of Peleus masc dat sg (attic epic ionic) Πηλεΐδῃ , Πηλεύς son of Peleus masc dat sg (attic epic ionic aeolic) Πηλείδῃ , Πηλεύς son of Peleus masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πηλείδη — Πηλείδης son of Peleus masc voc sg Πηλεΐδη , Πηλεύς son of Peleus masc voc sg (aeolic) Πηλεύς son of Peleus masc voc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πηλείδῃ — Πηλείδης son of Peleus masc dat sg (attic epic ionic) Πηλεΐδῃ , Πηλεύς son of Peleus masc dat sg (attic epic ionic aeolic) Πηλεύς son of Peleus masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πηλείδηι — Πηλείδῃ , Πηλείδης son of Peleus masc dat sg (attic epic ionic) Πηλεΐδῃ , Πηλεύς son of Peleus masc dat sg (attic epic ionic aeolic) Πηλείδῃ , Πηλεύς son of Peleus masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενδεικνύω — (AM ἐνδεικνύω και ἐνδείκνυμι) Ι. δείχνω, δηλώνω, φανερώνω αρχ. 1. δείχνω, υποδεικνύω σε κάποιον να πράξει κάτι («τοιαᾱτα ἐκάστοις ἐνδεικνῡσα τὰ ἔργα») 2. υποβάλλω μήνυση, καταγγέλλω («ένδείκνυμι ταῑς ἀρχαῑς») ΙΙ. (γ εν. πρόσ. ενεστ. μέσης φωνής)… …   Dictionary of Greek

  • υποκλονούμαι — έομαι, Α [κλονοῡμαι] (ποιητ. τ.) παθ. 1. υφίσταμαι κλονισμό, κλονίζομαι έτσι ώστε να πέσω («ἀμφὶ δὲ πάντη κρημνοὶ ὑπεκλονέοντο Καφηρέος», Κόϊντ.) 2. συγκλονίζομαι, ταράζομαι από κάποιον («εἰ δ ἂν ἐγὼ τούτους μὲν ὑποκλονέεσθαι ἐάσω Πηλείδῃ Ἀχιλῆι» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»