Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ἀριστέης

См. также в других словарях:

  • Ἀριστέης — Ἀρίστεας masc nom sg (epic doric ionic aeolic) Ἀριστέης masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριστέα — Ἀριστέᾱ , Ἀρίστεας masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Ἀριστέᾱ , Ἀρίστεας masc voc sg (attic doric aeolic) Ἀριστέᾱ , Ἀρίστεας masc gen sg (doric aeolic) Ἀριστέᾱ , Ἀρίστευς masc acc sg Ἀριστέᾱ , Ἀριστέης masc nom/voc/acc dual Ἀριστέᾱ ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριστέας — Ἀριστέᾱς , Ἀρίστεας masc acc pl (doric aeolic) Ἀριστέᾱς , Ἀρίστεας masc nom sg (attic epic doric aeolic) Ἀριστέᾱς , Ἀρίστευς masc acc pl Ἀριστέᾱς , Ἀριστέης masc acc pl Ἀριστέᾱς , Ἀριστέης masc nom sg (attic epic doric aeolic) Ἀριστέᾱς ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ούτος — αύτη, τούτο (ΑΜ οὗτος, αὕτη, τοῡτο, γεν. τούτου, ταύτης, τούτου) (δεικτ. αντων. με την οποία δηλώνεται πρόσωπο ή πράγμα το οποίο βρίσκεται τοπικώς ή χρονικώς κοντά ή είναι παρόν ή για το οποίο γίνεται λόγος) 1. αυτός, τούτος 2. φρ. (με επιρρμ.… …   Dictionary of Greek

  • Ἀριστέαν — Ἀριστέᾱν , Ἀρίστεας masc acc sg (attic epic doric aeolic) Ἀριστέᾱν , Ἀριστέης masc acc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριστέην — Ἀρίστεας masc acc sg (epic doric ionic aeolic) Ἀριστέης masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριστέου — Ἀρίστεας masc gen sg (doric aeolic) Ἀριστέης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριστέω — Ἀρίστεας masc gen sg (attic epic doric ionic aeolic) Ἀρίστευς masc acc sg (epic ionic) Ἀρίστευς masc gen sg (epic ionic) Ἀριστέης masc gen sg (attic epic ionic) Ἀριστεύς masc acc sg (epic ionic) Ἀριστεύς masc gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀριστέᾳ — Ἀριστέᾱͅ , Ἀρίστεας masc dat sg (attic doric aeolic) Ἀριστέᾱͅ , Ἀριστέης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»