Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἄχεϊ

См. также в других словарях:

  • ἄχει — ἄχος pain neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἄχεϊ , ἄχος pain neut dat sg (epic ionic) ἄχος pain neut dat sg ἀχέω 2 pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἀχεύω grieving pres ind pass 2nd sg ἄ̱χει , ἠχέω sound imperf ind act 3rd sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχεῖ — ἀχέω 2 pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀ̱χεῖ , ἠχέω sound pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀ̱χεῖ , ἠχέω sound pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄχε' — ἄχεα , ἄχος pain neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἄχει , ἄχος pain neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἄχεϊ , ἄχος pain neut dat sg (epic ionic) ἄχει , ἄχος pain neut dat sg ἄχεε , ἄχος pain neut nom/voc/acc dual (epic ionic) ἄχει , ἀχέω 2 pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰάχει — ἰ̱άχει , ἰάχω cry plup ind act 3rd sg (attic epic) ἰάχω cry pres ind mp 2nd sg ἰάχω cry pres ind act 3rd sg ἰάχω cry plup ind act 3rd sg (attic epic) ἰ̱άχει , ἰαχέω cry imperf ind act 3rd sg (attic epic) ἰαχέω cry pres imperat act 2nd sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άχι — ἄχι και άχει, το (άκλιτο) (Α) χλόη, γρασίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., αιγυπτιακής προελεύσεως] …   Dictionary of Greek

  • ήτορ — ἦτορ, το (Α) (επικ. και λυρ. λέξη στον Όμηρο μόνο σε ονομ. και αιτ. η δοτ. ἤτορι μόνο στον Σιμων.) 1. η καρδιά α) ως μέλος τού ανθρώπινου σώματος («στήθεσι πάλλεται ἦτορ», Ομ. Ιλ.) β) ως έδρα τής ψυχής, τής ζωής, η ζωή («μή πως φίλον ἦτορ… …   Dictionary of Greek

  • ιύζω — ἰύζω (Α) 1. φωνάζω δυνατά για να διώξω τα ζώα («οἱ δ ἰύζοντες ἕποντο», Ομ. Οδ.) 2. κραυγάζω από λύπη ή πόνο («ἴυξεν ἀφωνήτῳ ἄχει», Πίνδ.) 3. βουίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρ. σχηματισμένο πιθ. από το επιφώνημα ἰύ, μολονότι θα μπορούσε να αποτελεί και… …   Dictionary of Greek

  • λυγίζω — και λυγώ, άω (AM λυγίζω, Μ και λυγῶ, άω) [λύγος] 1. (μτβ.) κάνω κάτι να καμφθεί, κάμπτω, κυρτώνω (α. «λυγίζω τά γόνατα» β. «πλευρὰν λυγίσαντος ὑπὸ ῥώμης, οἷον μυκτὴρ μυᾱται καὶ σφόνδυλος ἀχεῑ», Αριστοφ.) 2. καταβάλλω, νικώ 3. (αμτβ.) κάμπτομαι,… …   Dictionary of Greek

  • μελιβόας — μελιβόας, ὁ (Α) αυτός που μιλάει ή κελαηδάει γλυκά, που έχει μελωδική φωνή, γλυκύφωνος («ἤδη δ εἰς ἔργα κυναγοὶ στείχουσι θηροφόνοι πηγαῑσί τ ἐπ Ὠκεανοῡ μελιβόας κύκνος ἀχεῑ», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + βόας (< βοῶ), πρβλ. τηλε βόας, υψι… …   Dictionary of Greek

  • προτρέπω — ΝΜΑ [τρέπω] 1. παροτρύνω, παρακινώ (α. «όλοι οι φίλαθλοι προέτρεπαν τον αθλητή να εντείνει την προσπάθειά του» β. «συμβουλεύει ἤ προτρέπων ἤ ἀποτρέπων», Αριστοτ.) αρχ. 1. τρέπω, ωθώ προς τα εμπρός 2. εξερεθίζω, διεγείρω («ὡς... προετρέψατο ὁ… …   Dictionary of Greek

  • σμύχω — Α 1. καίω κάτι σιγά σιγά, σιγοκαίω ή σιγοβράζω 2. συστέλλω («σμύχονται σάρκες», Αρετ.) 3. μτφ. (για τη θλίψη) βασανίζω κάποιον («κῆρ ἄχεϊ σμύχουσα», Απολλ. Ρόδ.) 4. παθ. σμύχομαι μτφ. λειώνω από τη φωτιά τού έρωτα ή από υποψία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»