Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἄλση

См. также в других словарях:

  • ἄλση — ἄλσις growth fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἄλσος grove neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἄλσος grove neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλσόπολη — ( ις), η πόλη που έχει πολλά άλση ή που βρίσκεται μέσα σε άλση. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλσος + πόλη] …   Dictionary of Greek

  • ABILA vel ABYLA — ABILA, vel ABYLA ad fretum Gaditanum, eregione montis Europaei Calpes, in Africâ mons est. Nomen ex Punicâ linguâ montem altum exponit Avienus, in oris maritimis: Abilam vocat Gens Punicorum, mons quod altus barbaro. Siquidem Abila Poenis erat ab …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MELIAE et MELIADES — apud Hesych., Nympharum genus, Μηλιάδες, νύμφαι. Epimelides, Graece Ε᾿πιμηλίδες Scholiastae prisco Homeri, ad Iliad. v. ubi de Concilio Deorum Poeta, ipsô initiô, Οὔτε τις οὖν τοταμῶν ἀπέην, νόσφ᾿ Ωκεανοῖο. Οὔτ ἄρα Νυμφάων, τάιτ᾿ ἄλσεα καλὰ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αλσοδίαιτος — η, ο αυτός που ζει στα άλση, δασόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλσος + δίαιτα] …   Dictionary of Greek

  • αλσώδης — ες (Α ἀλσώδης) [ἄλσος] 1. ο όμοιος με άλσος 2. δασωμένος, κατάφυτος, σκιερός αρχ. (για φυτά) αυτός που φυτρώνει στα άλση …   Dictionary of Greek

  • ευαλσής — εὐαλσής, ές (Α) αυτός που έχει ωραία άλση («νησίον εὐαλσές», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αλσής (< άλσος), πρβλ. κατ αλσής] …   Dictionary of Greek

  • εύνομος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αρχιτέλη, υπηρετούσε στο τραπέζι του Οινέα, όταν εκεί ήταν φιλοξενούμενος ο Ηρακλής. Επειδή έχυσε από απροσεξία του το νερό στα χέρια του ήρωα, ο Ηρακλής τον σκότωσε με ένα ράπισμα. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1.… …   Dictionary of Greek

  • θηροτόκος — θηροτόκος, ον (Α) αυτός που γεννά θηρία, που παράγει άγρια ζώα («ἄλση θηροτόκα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + τόκος (< τίκτω), πρβλ. αρρενο τόκος, αωρο τόκος] …   Dictionary of Greek

  • Άδης — Ο θεός του Κάτω Κόσμου και ο Κάτω Κόσμος. Ο θεός Ά. ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, που πήρε μερίδιό του τον Κάτω Κόσμο, όταν έγινε η διανομή της εξουσίας του κόσμου, μετά τον πόλεμο των θεών με τους Τιτάνες. Οι αδελφοί του, Ζευς και Ποσειδών …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»