1 ἔνζῳος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔνζῳος
ένζωος — ἔνζῳος, ον (Α) [ζῴον] γεμάτος με ζώα, που περιέχει ζώα … Dictionary of Greek