Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀστραπῆς

См. также в других словарях:

  • ἀστραπῆς — ἀστραπή fiash of lightning fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστράπης — ἀ̱στράπης , ἀστράπτω lighten aor ind pass 2nd sg (doric aeolic) ἀστράπτω lighten aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • мълнииныи — (3*) пр. к мълнии: ѥго же видѣниѥмь || и Данилъ летѧща и лице ѥго ˫ако видъ молнииныи, рещи, и ѡчи ѥго ˫ако свѣщи горѧщи (ἀστραπῆς) ГА XIII–XIV, 103–104, Аще ли опытати хошемъ. да кыи образъ имуть ан҃гли. кыи ли архан҃гли... како силы херѹвимъ и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Кафаревуса — (греч. καθαρεύουσα очищающаяся) это искусственная разновидность греческого языка, которая была официальным письменным языком Греции с 1821 по 1976 годы. Содержание 1 История 2 Чер …   Википедия

  • Στορπαίος — και Στορπᾱος, ὁ, Α [στορπάν] (προσωνυμία τού Διός στην Τεγέα) ο θεός τής αστραπής …   Dictionary of Greek

  • αστραπή — Ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο νέφη ή στο εσωτερικό ενός νέφους, αλλά και γενικά το σύνολο των φωτεινών φαινομένων που προκαλούνται από ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδας. Η α. εμφανίζεται συνήθως στα νέφη κατακόρυφης… …   Dictionary of Greek

  • αστραπηδόν — επίρρ. με ταχύτητα αστραπής …   Dictionary of Greek

  • αστραποφεγγιά — η η λάμψη της αστραπής ή μιας σειράς από αστραπές …   Dictionary of Greek

  • βροντή — Ισχυρός κρότος που ακολουθεί την αστραπή και τον κεραυνό και γενικά κάθε κρότος που είναι ισχυρός. (Λαογρ.) Στο πλαίσιο της λαϊκής παράδοσης, το μπουμπουνητό αποδίδεται στο άρμα του προφήτη Ηλία, ο οποίος κυνηγά κάποιον δράκο ή στον αρχάγγελο… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • θόριο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Th. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην οικογένεια των ακτινίδων. Έχει ατομικό αριθμό 90, ατομική μάζα 232,04 και δύο σταθερά ισότοπα· το 230Th, που ονομάζεται και ιόνιο, εκπέμπει ισχυρά σωμάτια α.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»