-
1 προ-ωνύμιον
προ-ωνύμιον, τό, Vorname, Sp.
-
2 ἐπ-ωνύμιον
ἐπ-ωνύμιον, τό, dasselbe, Plut. Pyrrh. 1 u. a. Sp., wie D. Cass. 57, 14.
-
3 παρωνυμιον
-
4 ἀνδρωνύμιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδρωνύμιον
-
5 ἐπωνυμία
ἐπ-ωνυμία, ἡ, u. ἐπ-ωνύμιον, τό, der Zuname, Beiname, Benennung nach einer Sache, οἳ δῆτ' ὀρϑῶς κατ' ἐπωνυμίαν καὶ πολυνεικεῖς ὤλοντο, mit Anspielung auf den Namen Polynices; mit pleonastischem εἶναι, ἱερὸν Ἡρακλέος ἐπωνυμίην ἔχοντος Θασίου εἶναι, der.der Thasische heißt, eigtl. der den Beinamen hat, der Th. zu sein; ἀφ' ἑαυτῶν τὴν ἐπωνυμίαν παρέχεσϑαι, nach sich den Namen geben; mit dem bloßen gen., τὰ ἄστρα ἔοικε τῆς ἀστραπῆς ἐπωνυμίαν ἔχειν, scheinen nach dem Blitze benannt zu sein; ἐπωνυμίαν, mit Beinamen, mit Namen -
6 προωνύμιον
προ-ωνύμιον, τό, Vorname
См. также в других словарях:
προωνύμιον — τὸ, ΜΑ (στους Ρωμαίους) το πρώτο, δηλ. το κύριο όνομα, το οποίο δεν γραφόταν ολόκληρο, όπως λ.χ. Γν. [αῑος] Πομπήιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ωνύμιον (< ώνυμος < ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*), πρβλ. παρ ωνύμιον. Το ω τού τύπου οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
επωνύμιο — το (AM ἐπωνύμιον) επωνυμία, νέα, πρόσθετη ονομασία («τίθενται αὐτῷ ἐπωνύμιον Ποπλικόλαν», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ωνύμιον (< όνομα) πρβλ. ανθρωπ ωνύμιο, παρ ωνύμιο, τοπ ωνύμιο] … Dictionary of Greek