-
1 πυκάεντ'
πυκά̱εντα, πυκαείςneut nom /voc /acc plπυκά̱εντα, πυκαείςmasc acc sgπυκά̱εντι, πυκαείςmasc /neut dat sgπυκά̱εντε, πυκαείςmasc /neut nom /voc /acc dual -
2 πευκήεις
2 of pine or pine-wood,π. σκάφος E.Andr. 863
(lyr.); πευκάενθ' Ἥφαιστον the fire of pine-torches, S.Ant. 123 (lyr.).II metaph., sharp, piercing,πευκήεντ' ὀλολυγμόν A.Ch. 386
(lyr., codd.; Dind. metri gr. πῠκάεντ', cf. πυκᾶες· ἰσχυρόν, Theognost.Can.23, but πεύκαες· τὸ πικρόν, Hdn.Gr.1.394);πευκᾶεν σέλας ἀστραπῆς A.Fr.25
A;π. κέντρα Opp. H.2.457
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πευκήεις
См. также в других словарях:
πυκάεντ' — πυκά̱εντα , πυκαείς neut nom/voc/acc pl πυκά̱εντα , πυκαείς masc acc sg πυκά̱εντι , πυκαείς masc/neut dat sg πυκά̱εντε , πυκαείς masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκάεις — ουδ. πύκαες, Α οξύς («πυκάεντ ὀλολυγμὸν ἀνδρός», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα πυκ τού θ. πευκ τού πεύκη* με κατάλ. ήεις / ᾱεις (πρβλ. πευκ άεις «πικρός, διαπεραστικός»)] … Dictionary of Greek