-
1 ἀπο-βολή
-
2 προ-βολή
προ-βολή, ἡ, 1) das Vor- od. Hervorwerfen, Hervorbringen, τοῦ βλαστοῦ, das Treiben des Keimes, der Knospe, Theophr. u. a. Sp. – 2) das Hervortretende, Hervorragende, vorspringender Felsen, wie προβλής, D. Per. 1013; so verbessert Herm. in Soph. Phil. 1455 κτύπος πόντου προβολῆς für κτύπ ος πόντου προβλής, was heißen muß »das Rauschen des an die Felsufer schlagenden Meeres«; vgl. Pol. 1, 53, 10; ἀναύρων προβολαί, Ufer der Flüsse, D. Per. 1118; Νειλορύτου δῶρον ἀπὸ προβολῆς, Leon. Al. 25 (IX, 350). – Auch wie προβοσκίς, der Elephantenrüssel, Aret., προβολὴ μακρὴ ἀπὸ τοῠ χείλεος. – 3) alles zum Schutze, zur Vertheidigung Vorgehaltene, Schutzwehr, πρὶν μὲν δείματος ἦν μοι προβολὰ καὶ βελέων ϑούριος Αἴας, Soph. Ai. 1191; ϑανάτου, Schutzwehr gegen den Tod, Eur. Or. 1488; καυμάτων, gegen die Hitze, Plat. Tim. 74 b; προβολῆς ἕνεκα, zum Schutz, Polit. 288 b; Xen. Cyn. 5, 26 Mem. 3, 5, 27; Folgde, wie Pol. 2, 65, 11, ϑυρεῶν 1, 22, 10; a. Sp., ἑστάναι ἐν προβολῇ, mit gefälltem Speer ausliegen, Plut. Caes. 44; vgl. bes. Xen. An. 6, 3, 25 (Krüger προςβολή); ϑηκτὸν ἐν προβολᾷ ϑεμένα ξίφος, Tymn. 4 (VII, 433), sich mit geschärftem Schwerte auslegend; vgl. noch Theocr. 22, 120, wo es das Ausfallen oder Ausschlagen mit der bloßen Hand ist, um den Gegner im Faustkampfe zu treffen, u. Ruhnk. epist. crit. I p. 70. – 4) der Vorschlag zur Wahl, τὴν προβολὴν τὸν αἱρούμενον ἐκ τῶν ἐμπείρων ποιητέον, Plat. Legg. VI, 765 a. – 5) bei den Attikern öffentliche Anklage wegen eines Vergehens wider den Staat und die Verfassung nach einer vorläufigen Entscheidung des Volks, παραδιδόναι προβολήν, ποιεῖν πρ. κατά τινος, Dem. Mid. 8. 11, im Gesetz, welche Rede ein Beispiel solcher Klage ist; vgl. Böckh Staatsh. I p. 400; bei Xen. Hell. 1, 7, 39 beschließt das Volk über die Ankläger des Sokrates προβολὰς αὐτῶν εἶναι, daß man sie als Verläumder anklagen und verurtheilen lassen möge; vgl. Aesch. 2, 145 τῶν συκοφαντῶν ὡς κακούργων δημοσίᾳ προβολὰς ποιούμεϑα.
-
3 ἀποβολή
-
4 αποβολη
ἥ1) отбрасывание, бросание(τῶν ὅπλων Plat.)
2) потеря, утрата(χρημάτων Plat., Arst., Plut.)
3) грам. выбрасывание, опущение (буквы) -
5 βάλλω
Grammatical information: v.Meaning: `throw, hit' (Il.), orig. `reach, hit by throwing'?, s. DELG.Other forms: Aor. βαλεῖν ( βλείην, ξυμβλήτην, ἔβλητο), pf. βέβληκα, - μαι, ( βεβολημένος from *βέβολα Chantr. Gramm. hom. 1,235?), fut. βαλῶ, also βαλλήσω (s. βαλλητύς).Derivatives: 1. βόλος m. `thowing, net' (A.); in comp. πρόβολος m. `projecting land' etc. (Od.) - 2. βολή f. `throw(ing)' (Il.). - Many deriv. from βόλος, βολή: see DELG - 3. βέλος n. `throwing weapon' (Il.); cf. βελόνη. - 4. βέλεμνον `arrow, javelin' (Il.), s. below). - 5. - βλής in comp., e.g.. προβλής, - ῆτος `projecting' (Il.). - 6. βλῆμα `throw, throwing weapon; wound'. - 7. - βλησις in comp., ἀνάβλησις `delay' (Il.). - 8. - βληστρον (for the σ Schwyzer 706) in ἀμφίβληστρον `net' (Hes.). S. βαλλητύς, βλῆτρον. - Few agent nouns; beside βλήτειρα ὀιστῶν (Alex. Aet.); in comp. (hellen.) - βολεύς, e. g. ἀμφιβολεύς; also διαβλήτωρ (Man.) = διάβολος. In comp. - έτης in ἑκατηβελέ-της (Il.) = ἑκατηβόλος. - Adj.: in comp. - βλητικός and - βλήσιμος; adverbs in - δην, παραβλήδην (Il.). - Deverb. βολέω in βεβολήατο, βεβολημένος etc., but s. Chantr. Gramm. hom. 1, 435.Etymology: Ion.-Att. βάλλω and Arc. δέλλω (with sec. assibilation ζέλλω) show original gu̯-. The geminate - λλ- either from a yod-present *βαλ-ιω or a nasal present *βαλ-ν-H-ω, athem. *βάλ-ν-η-μι. δέλλω ( ζέλλω) from the aorist ἔζελεν ἔβαλεν H., which was reshaped from an athematich aor (* e-gʷelh₁-t). βελε- also in ἑκατηβελέτης, and in βελεμν- (but s. Fur. 151: to πελεμίζω). ἔβαλον from the athem. aor. zero grade *gʷl̥h₁-. The form βλη- prob. from zero grade *gʷl̥h₁-, which is certain for ἔβλητο. - Remarkably, this old verb has no certain relatives. Av. ni- γrā- ire prob. for *niγnā-; uncertain Toch. A B klā- `fall', Skt. ud-gūrṇa-, OIr. atbaill `dies'; s. LIV. (Not to Skt. galati `drip', OHG. quellan `hervorquellen' etc.) - Cf. βούλομαι, βάλανος, βελόνη, βῶλος, βωλόναι.Page in Frisk: 1,216-217Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βάλλω
-
6 καταβολη
ἥ1) соз(и)дание, сотворение(ἀνθρώπων Plut.; ἀπὸ καταβολῆς κόσμου NT.)
2) основание, основа(καταβολέν ποιεῖσθαί τινος Polyb.)
ἐκ καταβολῆς Polyb., Diod. — с самого основания, начиная с основ;κ. σπέρματος NT. — зачатие3) мед. приступ, припадок, пароксизм(πυρετοῦ Dem.)
ἥ κ. τῆς ἀσθενείας Plat. — крайнее ослабление4) мед. катаракта Plut.5) уплата, платеж(τῶν τελῶν Dem.; τῶν προσόδων Arst.)
6) уплачиваемая сумма, взнос -
7 σχολή
Grammatical information: f.Meaning: `rest, leisure' (Pi., ion. Att.), `(learned) conversation, lecture' (Pl., Arist. etc.), `place of lecture, auditorium, school' (Arist. etc.).Compounds: As 2. member a.o. in ἄ-σχολος `without leisure, busy' with ἀσχολ-ία f. `business' (Pi., IA.), - έω, - έομαι (Arist. etc.), - ημα (Str. a.o.), - ηματικός (Vett. Val.). On σχολή and ἀσχολία in Arist. s. Fr. Solmsen RhM 107, 193ff.Derivatives: 1. σχολ-αῖος `leisurely, slow' (IA.) with - αιότης f. (Th. a.o.). 2. - ικός `reserved for a lecture, belonging to school' (D. H., D. Chr. etc.). 3. - ερός `leisurely' (late). 4. - ιον n. `explanation, comment, scholion' (hell. a. late) with - ύδριον, - ιάζω, - ιαστής (Tz., Eust.). 5. - εῖον n. `school' (Arr.), also `resting-place' = `grave' ? (Anatol. inscr.). 6. - άζω, also w. ἀπο-, συν- a.o., `to have leasure' (Att.), `to have leisure for something, to be busy with something' (X., D. etc.), `to give a lecture' (hell. a. late) with - αστής m. `living in leisure, leisurely' ( Com. Adesp., LXX, Plu.), συ-σχολή `fellow-student' (hell. a. late), - αστικός `leisurely' (Arist. etc.), `dedicated to study, scholar, esp.`armchair scholar' (hell. a. late), `public adviser' (late pap.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Prop. "holding back, hold in"; from aor. σχ-εῖν (s. ἔχω) wit λ-sufflx, where the thematic vowel followed the frequent verbal nouns with -o- in the root ( βολή, στολή, γονή etc. etc.). Cf. ἀσχαλάω.Page in Frisk: 2,841Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σχολή
См. также в других словарях:
βολή — Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου έχουμε διάφορα είδη β. (π.χ. β.… … Dictionary of Greek
βολή — I 1. το ρίξιμο: Έριξε δύο άκυρες βολές στην τοξοβολία. 2. πυροβολισμός, κανονιά, τουφεκιά: Χρησιμοποιούσε ωτοασπίδες για να μην κουφαθεί από τις βολές στο πεδίο ασκήσεων. II άνεση, ευκολία, ευχέρεια: Αυτό το σπίτι είναι χωρίς βολές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γόμωση — Από άποψη βλητικής ονομάζουμε γ. καθορισμένες ποσότητες εκρηκτικής ύλης που προορίζονται για ειδικούς στρατιωτικούς και τεχνικούς σκοπούς. Διακρίνονται σε γ. προώθησης και σε γ. έκρηξης (εκρηκτικές). Οι πρώτες, αφού εισαχθούν στη θαλάμη ενός… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
μπάσκετ-μπολ ή καλαθοσφαίριση — Ομαδική αθλοπαιδιά που διεξάγεται μέσα σε προκαθορισμένα χρονικά όρια, κατά τα οποία οι δύο αντιμέτωπες ομάδες, ενώ κάθε μια προστατεύει ένα ειδικό καλάθι, προσπαθούν να στείλουν με τα χέρια μια μπάλα στο καλάθι της αντίπαλης ομάδας. Κάθε φορά… … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
κιλλίβαντας — Μεταλλική ή ξύλινη κατασκευή που χρησιμεύει στη στήριξη των πυροβόλων, καθιστώντας δυνατή τη μεταφορά και τον χειρισμό τους και διευκολύνοντας τη σκόπευση. Οι σύγχρονοι κ. του πυροβολικού (είτε κινητού τύπου είτε σταθεροί) διαθέτουν όργανα… … Dictionary of Greek
σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου … Dictionary of Greek
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek
βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… … Dictionary of Greek