Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βάλανος

См. также в других словарях:

  • βάλανος — acorn fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάλανος — (balanus). Γένος θυσανοπόδων μαλακίων της οικογένειας των βαλανιδών. Ζουν κολλημένα στους βράχους ή επάνω σε όστρακα διαφόρων μαλακίων, σε όλες τις θάλασσες, ακόμη και στις λιμνοθάλασσες. Ορισμένα είδη βρίσκονται και στις ελληνικές ακτές. Συνήθως …   Dictionary of Greek

  • βάλανος — η 1. το βαλανίδι. 2. η κεφαλή του πέους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βάλανος, Γεώργιος — Αγωνιστής του 1821. Πήρε μέρος σε όλες τις πολιορκίες του Μεσολογγίου υπό τις διαταγές του στρατηγού Δημήτρη Μακρή …   Dictionary of Greek

  • βαλάνοις — βάλανος acorn fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλάνοισι — βάλανος acorn fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλάνοισιν — βάλανος acorn fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλάνου — βάλανος acorn fem gen sg βαλανόω fasten with a pres imperat act 2nd sg βαλανόω fasten with a imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλάνους — βάλανος acorn fem acc pl βαλανόω fasten with a imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλάνων — βάλανος acorn fem gen pl βαλανόω fasten with a imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) βαλανόω fasten with a imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλάνῳ — βάλανος acorn fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»