-
1 αἰτηματικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰτηματικός
-
2 βοηθηματικός
A = βοηθητικός, Dsc.Alex.Praef., Gal.19.395.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοηθηματικός
-
3 γεννηματικός
A = γεννητικός, J.BJ4.8.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεννηματικός
-
4 γλωσσηματικός
Aγλῶσσα 11.2
) interlarded with γλῶσσαι, λέξις, φράσις, D.H.Amm.2.2, Th.50, etc. Adv.- κῶς Tim.Lex.Praef.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλωσσηματικός
-
5 διηγηματικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διηγηματικός
-
6 δωρηματικός
A = δωρητικός, D.H.8.60, Vett. Val.41.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δωρηματικός
-
7 ζητηματικός
A = ζητητικός 2, Sch.Pl.p.212H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζητηματικός
-
8 θεληματικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεληματικός
-
9 θεωρηματικός
II theoretic,ἀρετή Stoic.3.48
, cf. lamb.Protr.21.λβ, D.L.3.49; dogmatic, epith. of Metrodorus, Id.2.113; contemplative,βίος Jul.
ad Them.265b; opp. πρακτικός, Id.Or.6.190a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεωρηματικός
-
10 καυχηματικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καυχηματικός
-
11 μαθηματικός
A = μαθητικός, fond of learning, Pl.Ti. 88c.II scientific,τὸ μ. εἶδος Id.Sph. 219c
; esp. mathematical, μαθηματικός, ὁ, mathematician, Arist.Ph. 193b31, EN 1142a17, Phld.Acad.Ind.p.16 M., Ceb.34: ἡ-κή (sc. ἐπιστήμη) mathematics, Archyt.1 tit., Arist.Metaph. 1026a14; αἱ -καί ib.26; φιλοσοφία μ. ib.19; τὰ μ. mathematics, Id.EN 1151 a17; also, mathematical entities, Id.Metaph. 1076a17; γραμμὴ μ. a mathematicalline, opp. γ. φυσική, Id.Ph. 194a11;κύκλοι μ. Id.Metaph. 1036a4
;ἁρμονικὴ ἥ τε μ. καὶ ἡ κατὰ τὴν ἀκοήν Id.APo. 79a1
: [comp] Comp. - κωτέρα ὕλη too mathematical, Id.Metaph. 992b2. Adv. - κῶς ib. 995a6, Str.2.5.1, etc.b astrological,ἡ μ. τέχνη Sallust.9
, cf. Gal. 19.529; ὁ μ. astrologer, M.Ant.4.48, S.E.M.5.2, Porph. ap. Eus.PE 6.1, etc.3 among the Pythagoreans, οἱ μ. (opp. οἱ ἀκουσματικοί) advanced students, Porph.VP37, Iamb.VP18.81.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαθηματικός
-
12 νοηματικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νοηματικός
-
13 νοσηματικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νοσηματικός
-
14 οἰκηματικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκηματικός
-
15 παθηματικός
A liable to παθήματα, impressionable,τὸ π. τῆς ψυχῆς μόριον Jul.Or.6.199c
. Adv. - κῶς f.l. in S.E.P.2.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παθηματικός
-
16 παρακινηματικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακινηματικός
-
17 περιηγηματικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιηγηματικός
-
18 περινοηματικός
A = -νοητικός, Herm. ap. Stob.2.8.31, Cat.Cod.Astr.2.172.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περινοηματικός
-
19 ποιηματικός
A poetical, Plu.2.744f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποιηματικός
-
20 προσφωνηματικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσφωνηματικός
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский
ηματικός
Страницы