Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀμφιβολεύς

См. также в других словарях:

  • αμφιβολεύς — ἀμφιβολεύς ( έως), ο (Α) [ἀμφιβάλλω] αυτός που ψαρεύει με δίχτυ ή απλώς αυτός που ψαρεύει, ο ψαράς …   Dictionary of Greek

  • ἀμφιβολεύς — fisherman masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιβολεῖς — ἀμφιβολέω to be in doubt pres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀμφιβολεύς fisherman masc acc pl ἀμφιβολεύς fisherman masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… …   Dictionary of Greek

  • αμφιβάλλω — (Α ἀμφιβάλλω) 1. έχω αμφιβολία, δισταγμό, δεν είμαι βέβαιος για κάτι, αμφιταλαντεύομαι 2. αμφισβητώ, διστάζω να πιστέψω κάτι αρχ. (στον Όμ. συνήθ. σε τμήση) Ι. ενεργ. περιβάλλω, ρίχνω ή εναποθέτω κάτι γύρω από κάποιον ή κάτι 1. (για ρούχα) ντύνω… …   Dictionary of Greek

  • συναμφιβολεύς — έως, ὁ, Α ο σύντροφος στο ψάρεμα, αυτός που ψαρεύει μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀμφιβολεύς «ψαράς, αλιέας»] …   Dictionary of Greek

  • ՈՒՌԿԱՆԱՐԿ — (ի, աց.) NBH 2 0554 Chronological Sequence: Early classical ա.գ. ՈՒՌԿԱՆԱՐԿ ՈՒՌԿԱՆԱՒՈՐ. ἁμφιβολεύς piscator (mittens retia). Արկօղ զուռկան յորս. ունօղ եւ ի կիր առօղ զուռկան. ցանցորդ. ձկնորս. ... *Յերկոցունց կողմանց երկու դասք ուռկանարկացն զմի գոգ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՈՒՌԿԱՆԱՒՈՐ — ( ) NBH 2 0554 Chronological Sequence: Early classical ա.գ. ՈՒՌԿԱՆԱՐԿ ՈՒՌԿԱՆԱՒՈՐ. ἁμφιβολεύς piscator (mittens retia). Արկօղ զուռկան յորս. ունօղ եւ ի կիր առօղ զուռկան. ցանցորդ. ձկնորս. ... *Յերկոցունց կողմանց երկու դասք ուռկանարկացն զմի գոգ ի մէջ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ἀμφιβολεῖ — ἀμφιβολέω to be in doubt pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀμφιβολέω to be in doubt pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀμφιβολεύς fisherman masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»