Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καταβολή

См. также в других словарях:

  • καταβολή — throwing down fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβολή — η (AM καταβολή) [καταβάλλω] 1. κατάθεση, τοποθέτηση 2. πληρωμή, απόδοση χρηματικού ποσού 3. η αρχή, το απώτατο χρονικό σημείο («ἀπὸ καταβολῆς κόσμου» ΚΔ) νεοελλ. 1. αδυναμία τού οργανισμού και γενική εξάντληση που μπορεί να προέλθει από διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • καταβολή — η 1. τοποθέτηση: Έγινε η καταβολή των θεμελίων. 2. πληρωμή: Κάθε μήνα γίνεται καταβολή των επιδομάτων. 3. η φράση «από καταβολής κόσμου» σημαίνει από τότε που πλάστηκε ο κόσμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταβολῇ — καταβολῆι , καταβολεύς founder masc dat sg (epic ionic) καταβολή throwing down fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβολαῖς — καταβολή throwing down fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβολαί — καταβολή throwing down fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβολήν — καταβολή throwing down fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβολῶν — καταβολή throwing down fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρκερικά — Έτσι ονομάστηκε ο ναυτικός αποκλεισμός της χώρας τον Ιανουάριο του 1850 από ισχυρή μοίρα του αγγλικού στόλου με επικεφαλής τον ναύαρχο σερ Γουίλιαμ Πάρκερ και η έντονη διπλωματική δραστηριότητα που ακολούθησε, με σκοπό να υποχρεωθεί η οθωνική… …   Dictionary of Greek

  • μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… …   Dictionary of Greek

  • πληρωμή — και πλερωμή, η, Ν [πληρώνω / πλερώνω] 1. η καταβολή αντιτίμου, η καταβολή τής αξίας αγοραζόμενου πράγματος 2. η καταβολή χρηματικού ποσού για παραχθείσα εργασία ή προσφερθείσα υπηρεσία, αμοιβή 3. η επιστροφή οφειλόμενων χρημάτων, εξόφληση χρέους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»