-
1 αλετρίς
-
2 ἀλετρίς
-
3 ἀλετρίς
ἀλετρίς ( ἀλέω): one who grinds, γυνή, woman ‘at the mill,’ Od. 20.105†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀλετρίς
-
4 ἀλετρίς
A female slave who grinds corn,γυνὴ ἀλετρίς Od. 20.105
, cf.Lyr.Adesp.21, Call.Del. 242, Ph.2.102, Zos.3.22.2 at Athens, one of the noble maidens who preparedmeal for offering-cakes, Ar.Lys. 643, Eust.1885.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλετρίς
-
5 αλετρίδα
-
6 ἀλετρίδα
-
7 αλετρίδες
-
8 ἀλετρίδες
-
9 αλετρίδι
-
10 ἀλετρίδι
-
11 αλετρίδος
-
12 ἀλετρίδος
-
13 αλετρίδων
-
14 ἀλετρίδων
-
15 γυνή
γῠνή, [dialect] Dor. [full] γυνά, [dialect] Boeot. [full] βανά (v. sub voce), ἡ, gen. γυναικός, acc. γυναῖκα, voc. γύναι (Aγυνή Alc.Com.32
): dual γυναῐκε S.Ant.61: pl. γυναῖκες, γυναικῶν, etc. (as if from γύναιξ wh. is only found in Gramm., cf. Hdn.Gr.2.643): gen.γυναικείων Phoc.3
(s. v.l.): [dialect] Aeol. dat. pl.γυναίκεσσι Sapph.Supp.7.6
: Com. acc.γυνήν Pherecr.91
: pl. nom.γυναί Philippid.2
, Men.484, acc.γυνάς Com.Adesp.1336
, cf. EM243.24,AB86:—woman, opp.man,Il.15.683, etc.: with a second Subst., γ. ταμίη housekeeper, 6.390;δέσποινα Od.7.347
; γρηΰς (q. v.), ἀλετρίς (q. v.),δμῳαὶ γυναῖκες Il.9.477
,al.;Περσίδες γ. Hdt.3.3
: voc., as a term of respect or affection, mistress, lady, E.Med. 290, Theoc.15.12, etc.; φαντὶ γυναῖκες the lasses say, Id.20.30; πρὸς γυναικός like a woman, A.Ag. 592: prov.,γ. μονωθεῖσ' οὐδέν Id.Supp. 749
; ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω (cf.γράφω 11
) S.Fr. 811;γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει Id.Aj. 293
.II wife, spouse, Il.6.160, Od.8.523, Hdt.1.34, etc.;γ. καὶ παρθένοι X.An.3.2.25
; opp. ἑταίρα, Is.3.13; γ. γνησία, PEleph.1.3 (iv B. C.); also, concubine, Il.24.497.IV female, mate of animals, Arist.Pol. 1262a22 (dub. sens.), Xenarch.14, etc.— Not to be taken as Adj. inγυναῖκα θήσατο μαζόν Il.24.58
. (Cf. Ved. gnā- (freq. disyll.), Skt. janis.) -
16 μύλη
μῠλ-η, ἡ,A mill: in Hom., hand-mill turned by women, ;γυνὴ.. ἀλετρὶς πλησίον, ἔνθ' ἄρα οἱ μύλαι ἥατο 20.106
; μύλην στρέφειν, περιάγειν, περιφέρειν, περιελαύνειν, Poll.7.180; μηδὲ μύλαν ([dialect] Dor.)ἐνεῖμεν μηδὲ ὅλμον IG22.1126.24
(Amphict. Delph., iv B. C.): Cret.acc. pl. . -
17 μυλωθρός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυλωθρός
-
18 φήμη
I utterance prompted by the gods, significant or prophetic saying, , ubi v. Sch.; in the prayer of Odysseus to Zeus,φήμην τίς μοι φάσθω Od.20.100
; folld. by φήμην δ' ἐξ οἴκοιο γυνὴ προέηκεν ἀλετρίς ib. 105; φ. and κλεηδών are interchanged, Hdt. 5.72, cf. S.El. 1109 sq.; φ. about a τέρας, Hdt.3.153; , cf. 86, 475(lyr.); τοῦ ὀνείρου ἡ φ. the message of the dream, Hdt.1.43;φ. μαντικαί S.OT 723
;φ. θεσφάτων Id.Tr. 1150
;μάντεων φῆμαι E.Hipp. 1056
. cf. Ion 180 (lyr.);φήμη τις οἴκων ἐν μυχοῖς ἱδρυμένη Id.Hel. 820
;φήμας τε καὶ μαντείας Pl.Phd. 111b
, cf. Isoc.9.21;φήμας καὶ ἐνύπνια καὶ οἰωνούς X. Smp.4.48
, cf. Cyr.8.7.3, etc.; ominis causa,Pl.
Lg. 878a, cf. 908a; τῇ πόλει (sc. Aquileia)ἀετὸς οἴκιζομένῃ τὴν αὑτοῦ φ. χαρίζεται Jul.Or.2.72a
; hence, comically,φήμη γ' ὑμῖν ὄρνις ἐστί Ar.Av. 720
; φ. ἀγαθὴν λέξομεν = εὐφημίαν παρέξομεν, Id.V. 865 (anap.).2 report, rumour, usu. of uncertain and mysterious origin,φήμη οὔ τις πάμπαν ἀπόλλυται, ἥν τινα πολλοὶ λαοὶ φημίξωσι· θεός νύ τίς ἐστι καὶ αὐτή Hes.Op. 763
, cf. Aeschin.1.128 (citing φήμη δ' ἐς στρατὸν ἦλθε as from Il.); Φήμης βωμός Sch. ad loc., Paus.1.17.1; common report, opp. συκοφαντία, Aeschin.2.145;φάμα δ' ἦλθε κατὰ πτόλιν Sapph.
l. c.;ἄμβροτε Φ. S.OT 158
(lyr.);φ. ἐσέπτατο ἐς τὸ στρατόπεδον Hdt.9.100
;φ. δημόθρους A.Ag. 938
;τίν' ἔχων φ. ἀγαθὴν ἥκεις; Ar.Eq. 1320
(anap.);φ. ὑπορρεῖ Pl.Lg. 672b
;φήμην κατασκεδάσαι Id.Ap. 18c
.3 report of a man's character, repute,δεινὴν δὲ βροτῶν ὑπαλεύεο φήμην· φ. γάρ τε κακὴ πέλεται, κούφη μὲν ἀεῖραι—ῥεῖα μάλ', ἀργαλέη δὲ φέρειν, χαλεπὴ δ' ἀποθέσθαι Hes.Op. 760
;ὑποδεέστερα τῆς φ. Th.1.11
;περὶ τὸν τῶν ἀνθρώπων βίον.. καὶ πράξεις ἀψευδής τις πλανᾶται φ. Aeschin.1.127
;τοιαύτην φ. σαυτῇ περιφυομένην Isoc.5.78
: pl., ;ἐπώνυμος ἐν φήμαις βροτῶν Antiph.105
:—esp. of good report, fame,περιχαρὴς τῇ φ. Hdt. 1.31
;κατὰ τὴν εὐλογίαν καὶ τοὺς ἐπαίνους καὶ τὴν φ. Isoc.5.134
, cf. 4.186;ὁ δ' ὄλβιος ὃν φᾶμαι κατέχοντ' ἀγαθαί Pi.O.7.10
: but alsoφ. πονηραί A.Ch. 1045
; αἰσχρὰ φ., opp. καλὴ δόξα, Isoc. 1.43;ψευδῆ φ. ὑμνεῖν κατὰ θεῶν Pl.Lg. 822c
, cf. R. 463d.II any voice or words, speech, saying, λόγων φ. poet. periphr. for λόγοι, S.Ph. 846 (lyr.); esp. common report, tradition, legend, ἀλλ' ἔστι φήμη .. A.Supp. 760;πολιαὶ φῆμαι E.El. 701
(lyr.), cf. Pl.Phlb. 16c, Lg. 713c;αἱ ἀρχαῖαι φ. Plb.12.3.2
; μνήμην παρὰ τῆςφήμης λαβών Lys.2.3
.b common report or parlance, Chrysipp.Stoic.2.242; ὅσους ἡ κοινὴ φ. παραδέδωκεν [θεούς] Phld.Piet.17. -
19 γυνή
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > γυνή
-
20 ἀλέω
Grammatical information: v.Dialectal forms: Myc. uncertain ] artereu[.Derivatives: ἀλέ-ατα `wheat-groats' (inscr. Miletos, VIa) from *ἀλέ-Ϝατα, with metrical lengthening ἀλείατα (Hom.), cf. Schulze Q. 226 and Hdn. 2, 472, 12, who explains ἄλειαρ from ἄλεαρ. Thematized in ἄλευρ-ον, mostly pl. ἄλευρα `flour' (Hdt.). - ἄλητον `flour' (Hp.) with η after ἄμητος or contr. from ἀλεατ-. ἀλήσιον πᾶν τὸ ἀληλεσμένον H., Lacon. ἀληhιον (with s \< t before i!). - ἄλημα n. `flour' (S.). - ὄνος ἀλέτης `grinder (upper millstone)' (Gortyn, X., cf. Schwyzer 499, Fraenkel Nom. ag. 2, 57f.). - ἀλετρίς `woman who grinds corn' (Hom.). - On ἀλετρίβανος m. `pestle' (Ar.) cf. Schwyzer 263, 438. - Lengthened vb. stem ἀλήθω (Hp.; Schwyzer 682). Unclear ἀλίνω = λεπτύνω (Phot. ex S.); cf. ἀλιν[ν]όν ἀμυδρόν H., s. Güntert IF 45, 345.Etymology: ἀλέω is prob. an athematic present *ἀλε- \< * h₂elh₁-. - With *ἄλε-Ϝαρ cf. Arm. alewr `flour', *h₂leh₁-ur̥. The Arm. verb is aɫam. Further cognates in Indo-Iranian, e. g. MInd. (+ Hindi, Bengali) āṭā `flour', NPers. ārd `id.', Av. aša- (\< * arta-) `ground'. - The PIE root * melh₂-, same meaning, cf. μάλευρον.Page in Frisk: 1,70-71Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀλέω
См. также в других словарях:
αλετρίς — ἀλετρίς ( ίδος), η (AM) 1. δούλα που άλεθε σίτο 2. παρθένος από αρχοντικό οίκο τής Αθήνας, που άλεθε για τα πόπανα τής Αθηνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλῶ αξίζει να σημειωθεί ότι στον Όμηρο δεν απαντά αντίστοιχο αρσενικό τής λ. ἀλετρίς, πράγμα που οδηγεί… … Dictionary of Greek
ἀλετρίς — female slave who grinds corn fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλετρίδα — ἀλετρίς female slave who grinds corn fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλετρίδες — ἀλετρίς female slave who grinds corn fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλετρίδι — ἀλετρίς female slave who grinds corn fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλετρίδος — ἀλετρίς female slave who grinds corn fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλετρίδων — ἀλετρίς female slave who grinds corn fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλεστρίς — ἀλεστρίς ( ίδος), η (Α) η γυναίκα που αλέθει, η μυλωνού. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τής λ. ἀλετρίς*] … Dictionary of Greek
αλετρεύω — (I) ἀλετρεύω (Α) [ἀλετρίς] αλέθω. (II) οργώνω με αλέτρι, αλετρίζω, οργώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλέτρι ή απευθείας από το αρχ. ἀροτρεύω, με αφομοιωτική τροπή του ο σε ε και ανομοιωτική τροπή τού ρ σε λ . ΠΑΡ. νεοελλ. αλετρευτής] … Dictionary of Greek
αλώ — ἀλῶ ( έω) (Α) 1. (στον Όμηρο μόνο ως κατ αλῶ) συντρίβω, μεταβάλλω σε σκόνη, αλέθω 2. φρ. «βίος ἀληλεμένος», ζωή πολιτισμένη, άνετη (δηλ. πολιτιστική κατάσταση, όπου γίνεται χρήση αλεσμένου σιταριού και όχι καρπών στη φυσική τους κατάσταση).… … Dictionary of Greek
επαλετρεύω — ἐπαλετρεύω (Α) αλέθω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλετρεύω (< αλετρίς < αλώ «αλέθω»)] … Dictionary of Greek