Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

μῠλ-η

См. также в других словарях:

  • Mühle, die — Die Mühle, plur. die n. 1) Eine Maschine, wo vermittelst eines Räderwerkes andere Körper gemahlen, d.i. zermalmet, werden. Dergleichen sind die Kaffemühle, die Hanfmühle, die Senfmühle, die Mahlmühle oder Kornmühle, welche auch nur die Mühle… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • -ίας — επίθημα με μεγάλη παραγωγική δύναμη ήδη από την Αρχαία Ελληνική, που εμφανίζεται μέχρι σήμερα σε λ. με ποικιλία σημασιών. Ανάγεται σε ΙE * iyā και μαρτυρείται σε λίγες λ. ήδη στον Όμηρο, ενώ χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στην ιων. αττ. και στην Κοινή …   Dictionary of Greek

  • λίθαξ — λίθαξ, ὁ, ἡ (Α) 1. σκληρός, πετρώδης («μή πώς μ ἐκβαίνοντα βάλῃ λίθακι ποτὶ πέτρῃ κῡμα», Ομ. Οδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λίθαξ ο λίθος 3. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) βραχώδης γη 4. φρ. «κωφὴ λίθαξ» επιτάφιος λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίθος + επίθημα αξ …   Dictionary of Greek

  • μυλάσασθαι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «τὸ σῶμα ἢ τὴν κεφαλήν σμήξασθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαρεμφάτου μυλάσασθαι αντιστοιχεί πιθ. σε ρ. παράγωγο ενός αμάρτυρου ουσιαστικού *μῦλον. Το ελλ. μῦλ ο θα μπορούσε να αναχθεί σε ρίζα *mū dlo , που όμως δεν… …   Dictionary of Greek

  • μυλωθριαίος — μυλωθριαῑος, αία, ον (Α) αυτός που έχει το σχήμα μυλόπετρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυλωθρός + κατάλ. ιαῑος (πρβλ. μυλ ιαίος)] …   Dictionary of Greek

  • σάλαξ — ακος, ὁ, Α κόσκινο τών μεταλλουργών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλος + εκφραστικό επίθημα αξ (πρβλ. λίθ αξ, μύλ αξ, ψύδρ αξ)] …   Dictionary of Greek

  • σιτομύλης — και σιτομεύλης, ὁ, Α μυλωνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + μύλης (< μύλη «μύλος»). Ο φωνηεντισμός ευ τού τ. σιτομεύλης παραμένει δυσερμήνευτος για τα ελληνικά δεδομένα, γιατί η ΙΕ ρίζα *mel εμφανίζει μόνο συνεσταλμένη βαθμίδα μυλ στην Ελληνική] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»