-
1 μυλεργάτης
A miller, AP7.394 (Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυλεργάτης
-
2 μύλακρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μύλακρος
-
3 μυλακρὶς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυλακρὶς
-
4 μυλαλγία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυλαλγία
-
5 μύλαξ
A millstone, any large round stone, Il.12.161, AP9.418 (Antip.), 546 (Antiphil.), Opp.C.3.137. -
6 μυλάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυλάριον
-
7 μυλαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυλαῖος
-
8 μυλεύς
A guardian of mills, Lyc.435. -
9 μύλη
μῠλ-η, ἡ,A mill: in Hom., hand-mill turned by women, ;γυνὴ.. ἀλετρὶς πλησίον, ἔνθ' ἄρα οἱ μύλαι ἥατο 20.106
; μύλην στρέφειν, περιάγειν, περιφέρειν, περιελαύνειν, Poll.7.180; μηδὲ μύλαν ([dialect] Dor.)ἐνεῖμεν μηδὲ ὅλμον IG22.1126.24
(Amphict. Delph., iv B. C.): Cret.acc. pl. . -
10 μυληβόρος
μῠλ-ηβόρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυληβόρος
-
11 μυληθρίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυληθρίς
-
12 μυλήκορον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυλήκορον
-
13 μυλητικὴ
μῠλ-ητικὴ ἔμπλαστρος, remedyA for toothache, Gal.12.877.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυλητικὴ
-
14 μυλήφατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυλήφατος
-
15 μυλίας
A of or for a mill, λίθος μ. millstone, Pl.Hp.Ma. 292d, cf. Arist.Mete. 383b12; also, rock for millstones, Str.6.2.3, 10.5.16. -
16 μυλιάω
A gnash or grind the teeth, only in [dialect] Ep. part., λυγρὸν μυλιόωντες (with [pron. full] ῡ metri gr.), Hes.Op. 530 ( μαλκιόωντες, i.e. μαλκίοντες, Crates Gramm.). -
17 μυλιαῖοι
A = μύλαι v, Ruf. ap.Orib.49.27.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυλιαῖοι
-
18 μυλικός
II ( μύλη V) of or for the grinders, ἡ μ. (sc. ἔμπλαστρος ) remedy for toothache, Gal.12.869, 877.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυλικός
-
19 μύλινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μύλινος
-
20 μύλιος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Mühle, die — Die Mühle, plur. die n. 1) Eine Maschine, wo vermittelst eines Räderwerkes andere Körper gemahlen, d.i. zermalmet, werden. Dergleichen sind die Kaffemühle, die Hanfmühle, die Senfmühle, die Mahlmühle oder Kornmühle, welche auch nur die Mühle… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
-ίας — επίθημα με μεγάλη παραγωγική δύναμη ήδη από την Αρχαία Ελληνική, που εμφανίζεται μέχρι σήμερα σε λ. με ποικιλία σημασιών. Ανάγεται σε ΙE * iyā και μαρτυρείται σε λίγες λ. ήδη στον Όμηρο, ενώ χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα στην ιων. αττ. και στην Κοινή … Dictionary of Greek
λίθαξ — λίθαξ, ὁ, ἡ (Α) 1. σκληρός, πετρώδης («μή πώς μ ἐκβαίνοντα βάλῃ λίθακι ποτὶ πέτρῃ κῡμα», Ομ. Οδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λίθαξ ο λίθος 3. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) βραχώδης γη 4. φρ. «κωφὴ λίθαξ» επιτάφιος λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίθος + επίθημα αξ … Dictionary of Greek
μυλάσασθαι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «τὸ σῶμα ἢ τὴν κεφαλήν σμήξασθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαρεμφάτου μυλάσασθαι αντιστοιχεί πιθ. σε ρ. παράγωγο ενός αμάρτυρου ουσιαστικού *μῦλον. Το ελλ. μῦλ ο θα μπορούσε να αναχθεί σε ρίζα *mū dlo , που όμως δεν… … Dictionary of Greek
μυλωθριαίος — μυλωθριαῑος, αία, ον (Α) αυτός που έχει το σχήμα μυλόπετρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυλωθρός + κατάλ. ιαῑος (πρβλ. μυλ ιαίος)] … Dictionary of Greek
σάλαξ — ακος, ὁ, Α κόσκινο τών μεταλλουργών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλος + εκφραστικό επίθημα αξ (πρβλ. λίθ αξ, μύλ αξ, ψύδρ αξ)] … Dictionary of Greek
σιτομύλης — και σιτομεύλης, ὁ, Α μυλωνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + μύλης (< μύλη «μύλος»). Ο φωνηεντισμός ευ τού τ. σιτομεύλης παραμένει δυσερμήνευτος για τα ελληνικά δεδομένα, γιατί η ΙΕ ρίζα *mel εμφανίζει μόνο συνεσταλμένη βαθμίδα μυλ στην Ελληνική] … Dictionary of Greek