-
1 ἀλέω
Grammatical information: v.Dialectal forms: Myc. uncertain ] artereu[.Derivatives: ἀλέ-ατα `wheat-groats' (inscr. Miletos, VIa) from *ἀλέ-Ϝατα, with metrical lengthening ἀλείατα (Hom.), cf. Schulze Q. 226 and Hdn. 2, 472, 12, who explains ἄλειαρ from ἄλεαρ. Thematized in ἄλευρ-ον, mostly pl. ἄλευρα `flour' (Hdt.). - ἄλητον `flour' (Hp.) with η after ἄμητος or contr. from ἀλεατ-. ἀλήσιον πᾶν τὸ ἀληλεσμένον H., Lacon. ἀληhιον (with s \< t before i!). - ἄλημα n. `flour' (S.). - ὄνος ἀλέτης `grinder (upper millstone)' (Gortyn, X., cf. Schwyzer 499, Fraenkel Nom. ag. 2, 57f.). - ἀλετρίς `woman who grinds corn' (Hom.). - On ἀλετρίβανος m. `pestle' (Ar.) cf. Schwyzer 263, 438. - Lengthened vb. stem ἀλήθω (Hp.; Schwyzer 682). Unclear ἀλίνω = λεπτύνω (Phot. ex S.); cf. ἀλιν[ν]όν ἀμυδρόν H., s. Güntert IF 45, 345.Etymology: ἀλέω is prob. an athematic present *ἀλε- \< * h₂elh₁-. - With *ἄλε-Ϝαρ cf. Arm. alewr `flour', *h₂leh₁-ur̥. The Arm. verb is aɫam. Further cognates in Indo-Iranian, e. g. MInd. (+ Hindi, Bengali) āṭā `flour', NPers. ārd `id.', Av. aša- (\< * arta-) `ground'. - The PIE root * melh₂-, same meaning, cf. μάλευρον.Page in Frisk: 1,70-71Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀλέω
См. также в других словарях:
άλειαρ — ἄλειαρ ( ατος), το (Α) συνήθως στον πληθ. τά ἀλείατα αλεύρι από σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράλληλος τ. ἄλεαρ (< *ἄλε Fαρ < ἀλῶ* «αλέθω»), με μετρική έκταση επίσης και ο τ. τού πληθ. ἀλείατα < παράλληλος τ. ἀλέατα (< *ἀλέ Fατα), με… … Dictionary of Greek
άλφι — ἄλφι, το (Α) βλ. άλφιτον. [ΕΤΥΜΟΛ. Όρος που δήλωνε αρχικά είδος αλεύρου από κριθάρι σε αντίθεση με τις λ. ἄλειαρ*, ἄλευρον. Αργότερα η λ. δήλωνε κατ’ επέκταση «το καθημερινό ψωμί, τον επιούσιο». Πρόκειται για αρχαίο τ. αθέματου (τριτόκλιτου)… … Dictionary of Greek
όνειαρ — (I) ὄνειαρ και ὄνεαρ, τὸ (Α) 1. οτιδήποτε αποφέρει όφελος, κέρδος 2. τρόπος ή μέσο ενίσχυσης τών δυνάμεων, αναψυχή 3. (για πρόσ.) (ιδίως για τη Δήμητρα) προστάτης, σωτήρας, βοηθός 4. (ανώμ. στον πληθ.) τὰ ὀνείατα α) τρόφιμα, εδέσματα β) πολύτιμα… … Dictionary of Greek