Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀκρόπολιν

См. также в других словарях:

  • ἀκρόπολιν — ἀκρόπολις upper fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακρόπολη — Οχυρή θέση, συνήθως ύψωμα (λόφος), που στην Ελλάδα και την ηπειρωτική και τα νησιά αλλά και στη δυτική Μικρά Ασία, στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία, από τους πανάρχαιους χρόνους, το χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι των γύρω συνοικισμών ως καταφύγιο σε …   Dictionary of Greek

  • καταλαμβάνω — (AM καταλαμβάνω) 1. γίνομαι κύριος ενός πράγματος με βίαιο τρόπο, κατακτώ (α. «ο στρατός κατέλαβε καίριες θέσεις» β. «κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν», Θουκ.) 2. παίρνω κάτι στην κυριότητά μου, εξουσιάζω (α. «κατέλαβε την καρδιά της» β. «κατέλαβον τὴν τοῡ …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… …   Dictionary of Greek

  • ASTYPALAEA — una Cycladum. Steph. Α᾿ςτυπάλαια νῆσος, νία τῆς Κυκλάδων, etc. Ε᾿κλήθη δὲ ὑπὸ Α᾿ςτνπαλαίας τῆς Α᾿γκαίου μητρός. Hanc porro Astypaleam Phoenicis fuisle filiam scribunt veteres Pausam. in Achaicis. Α῎σιος δὲ ὁ Α᾿μφιπτολέμου Σάμιος ἰποίησεν, εν τοῖς …   Hofmann J. Lexicon universale

  • BYRSA — I. BYRSA amnis e Iura ortus, prope Basileam, cui plurimum adfert commodi, in Rhenum influit. Vide Birsa. II. BYRSA arx in media Carthagine, in cuius vertice Aesculapii templum, quod Asdrubalis uxor, captâ urbe, concremavit. De cuius nominis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • DANAUS — Aegypti frater, Argivorum Rex IX. Danaidum pater, qui Sthenelo Rege, vel huius fil. Gelanore, expulso, Argos tenuit, ibiqueve quinquaginta annos regnavit. Ab eo Graeci qui Pelasgi prius Danai dicti, literas Graecas reperisse dicitur. Euseb. in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ηλιοτρόπιο — I (heliotropium).Γένος δικοτυλήδονων ποωδών και σπάνια ημιθαμνωδών φυτών ύψους έως 1,50 μ. που κατάγεται από το Περού. Η επιστημονική του ονομασία είναι η. το περουβιανό. Περιλαμβάνει 250 περίπου είδη των εύκρατων περιοχών. Έχει εναλλασσόμενα… …   Dictionary of Greek

  • καθιδρύω — (AM καθιδρύω) θεμελιώνω, χτίζω, ανεγείρω, ιδρύω («ὑπ αὐτὴν τὴν ἀκρόπολιν γυμνάσιον καθίδρυσε», ΠΔ) νεοελλ. καθιερώνω, θεσπίζω μσν. αρχ. παθ. καθιδρύομαι κατοικώ, εγκαθίσταμαι κάπου αρχ. 1. βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω κάποιον («Τηλέμαχος δ… …   Dictionary of Greek

  • κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • ομολογία — I Συμφωνία, ομοφωνία. Ο. πίστης ονομάζεται η επίσημη έκθεση των δογμάτων μιας Εκκλησίας ή και η αποδοχή ενός θρησκευτικού δόγματος. (Νομ.) Ο όρος ο. σημαίνει γενικά την αναγνώριση ή την αποδοχή κατηγορίας πταίσματος από το πρόσωπο που διέπραξε το …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»