Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χέουσα

См. также в других словарях:

  • χέουσα — χάω pres part act fem nom/voc sg (epic doric ionic) χέω diffuse completely pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χεούσας — χεούσᾱς , χάω pres part act fem acc pl (epic doric ionic) χεούσᾱς , χάω pres part act fem gen sg (epic doric ionic) χεούσᾱς , χέω diffuse completely pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) χεούσᾱς , χέω diffuse completely pres part… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χέουσ' — χέουσα , χάω pres part act fem nom/voc sg (epic doric ionic) χέουσι , χάω pres part act masc/neut dat pl (epic doric ionic) χέουσι , χάω pres ind act 3rd pl (epic doric ionic) χέουσαι , χάω pres part act fem nom/voc pl (epic doric ionic) χέουσα …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαχεούσας — διαχεούσᾱς , διαχέω pour different ways pres part act fem acc pl (epic doric ionic) διαχεούσᾱς , διαχέω pour different ways pres part act fem gen sg (doric) διαχεούσᾱς , διαχέω pour different ways pres part act fem acc pl (attic epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήδειος — κήδειος, ον (Α) [κῆδος] 1. αυτός τον οποίο φροντίζει κάποιος, αγαπητός, αγαπημένος («τρεῑς τε κασιγνήτους τούς μοι μία γείνατο μήτηρ, κηδείους», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που φροντίζει για κάποιον ή για κάτι («τροφαὶ κήδειοι κεδνῶν γε τέκνων», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • κρόκος — (Βοτ.). Βολβόρριζη πόα της οικογένειας των ιριδιδών (μονοκοτυλήδονα), η επιστημονική ονομασία της οποίας είναι Crocus sativus. Έχει κονδυλώδη βολβό, από τον οποίο εκφύονται 6 10 στενά, επιμήκη, πράσινα φύλλα, συγχρόνως με τα άνθη. Τα άνθη, 1 2… …   Dictionary of Greek

  • πολύδακρυς — ο, η, ΝΜΑ 1. αυτός που συνοδεύεται, που χαρακτηρίζεται από πολλά δάκρυα, αυτός που συμβαίνει με πολλά δάκρυα, αυτός για τον οποίο χύνονται πολλά δάκρυα (α. «πολύδακρυς πόλεμος», Ομ. Ιλ. β. «πολύδακρυς μῆτις», Αριστοφ.) 2. γεμάτος δάκρυα, γεμάτος… …   Dictionary of Greek

  • χέρνιψ — ιβος, ἡ, Α 1. το νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από το φαγητό (α. «χέρνιβα δ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα... νίψασθαι», Ομ. Οδ. β. «τὸ δὲ κατὰ τῶν χειρῶν διδόμενον ὕδωρ χέρνιβα», Σχόλ. Ιλ.) 2. ιερό νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από… …   Dictionary of Greek

  • χοή — η, ΝΑ (στην αρχαία Ελλάδα) σπονδή από μέλι, κρασί και νερό, η οποία γινόταν στον τάφο νεκρού προς τιμήν του («τύμβῳ χέουσα τάσδε κηδείους χοάς», Αισχύλ.) αρχ. 1. η θυσία που γινόταν προς τιμήν νεκρού 2. (γενικά) σπονδή («πρῶτον μὲν ἱερὰς ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • διαχέουσα — διαχέω pour different ways pres part act fem nom/voc sg (epic doric ionic) διαχέω pour different ways pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) διᾱχέουσα , διηχέω ring with pres part act fem nom/voc sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταχέουσα — καταχέω pour down upon pres part act fem nom/voc sg (epic doric ionic) καταχέω pour down upon pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) κατᾱχέουσα , κατηχέω sound over pres part act fem nom/voc sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»