Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σακνός

См. также в других словарях:

  • σακνός — ή, όν, Α βλ. σαχνός …   Dictionary of Greek

  • σαχνός — και σακνός, ή, όν, ΜΑ 1. τρυφερός («σαχνὰ κρέα», Γαλ.) 2. ασθενής, αδύνατος, ισχνός («καὶ παλαμύδες ποταπές, σαχνὲς καὶ βρωμισμένες», Πρόδρ). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. σαχνός και σακνός (πρβλ. σαυκρόν: σαυχμόν) έχουν συνδεθεί με τον ενεστ. σώχω, ιων. τ. τού …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»