-
1 σάχνος
σάχνος (s. σαυχμός), nach Galen. vulgärer Ausdruck für ψαϑυρὰ κρέα.
-
2 σαχνός
-
3 σαχνός
Grammatical information: adj.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: From σώχω, ψώχω `rub down' (Bezzenberger BB 5, 315; Fick BB 26, 115); on ω: ᾰ cf. Schwyzer 340. Deatils in Georgacas Glotta 36, 181 a. 193. (The loss of aspiration in σακνός acc. to Bechtel Dial. 3, 330 (with Kretschmer) from a metathesis khn \> knh (?). -- Besides σαυχμόν σαχνόν etc. H. through cross with σαυκρόν (s. v.) and other words with σαυ- (s. σαύρα). -- The variation points to a Pre-Greek word.Page in Frisk: 2,685Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σαχνός
-
4 σαχνά
σαχνόςtender: neut nom /voc /acc plσαχνά̱, σαχνόςtender: fem nom /voc /acc dualσαχνά̱, σαχνόςtender: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 σαχνόν
σαχνόςtender: masc acc sgσαχνόςtender: neut nom /voc /acc sg -
6 σαυχμός
-
7 σακνός
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σακνός
См. также в других словарях:
σαχνός — και σακνός, ή, όν, ΜΑ 1. τρυφερός («σαχνὰ κρέα», Γαλ.) 2. ασθενής, αδύνατος, ισχνός («καὶ παλαμύδες ποταπές, σαχνὲς καὶ βρωμισμένες», Πρόδρ). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. σαχνός και σακνός (πρβλ. σαυκρόν: σαυχμόν) έχουν συνδεθεί με τον ενεστ. σώχω, ιων. τ. τού … Dictionary of Greek
σαχνά — σαχνός tender neut nom/voc/acc pl σαχνά̱ , σαχνός tender fem nom/voc/acc dual σαχνά̱ , σαχνός tender fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαχνόν — σαχνός tender masc acc sg σαχνός tender neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροσαχνισμένος — ἀκροσαχνισμένος, η, ο(ν) (Μ) άπαχος, κάπως τρυφερός, τρυφερούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + σαχνὸς «αδύνατος»] … Dictionary of Greek
σακνός — ή, όν, Α βλ. σαχνός … Dictionary of Greek
σαχλός — ή, ό / σαχλός, ή, όν, ΝΜ άνοστος, ανούσιος, ανόητος νεοελλ. 1. αυτός που λέει άνοστα αστεία 2. αυτός που κάνει σαχλαμάρες μσν. πλαδαρός, μαλακός, γλοιώδης («ἄσπαστρον, ἄξυντον, σαχλόν, ἀνάλατον, βρωμιάριν», Πρόδρ.). επίρρ... σαχλά Ν με σαχλό… … Dictionary of Greek
σαχρός — ά, όν, Α ισχνός, ασθενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλο τ. τού σαχνός] … Dictionary of Greek
ψαχνός — ή, ό, Ν 1. (για κρέας σφαγίου) αυτός που αποτελείται μόνο από σάρκα χωρίς κόκαλα ή λίπος 2. (κυρίως το ουδ. ως ουσ.) το ψαχνό α) άπαχο κρέας σφαγίου χωρίς κόκαλα β) μτφ. το ουσιώδες μέρος μιας υπόθεσης («έλα στο ψαχνό») 3. φρ. α) «ο νους του στο… … Dictionary of Greek