-
1 κόνυζα
κόνυζα, ἡ, eine starkriechende Pflanze, Dürrwur; Arist. H. A. 4, 8; κακόφλοιος Nic. Al. 331; χαμαίζηλος Ther. 70, öfter; Diosc.; bei Theocr. 4, 25. 7, 68 zusammengezogen in κνῦζα.
-
2 κόνυζα
κόνυζα, ἡ, eine starkriechende Pflanze, Dürrwurz -
3 παρα-βίας
-
4 σκόνυζα
-
5 χαμαί-ζηλος
χαμαί-ζηλος, adv. χαμαιζήλως, die Erde od. den Boden suchend; am Boden wachsend, φυτά, im Ggstz von δένδρα, Arist. H. A. 6, 1; κόνυζα Nic. Th. 70; – übh. niedrig, ὁ χαμαίζηλος, sc. δίφρος, ein niedriger Stuhl, Plat. Phaed. 89 b; ϑῶκος Ach. Tat. 1, 2; von Menschen, Luc. pro imagg. 13; – übertr., niedrigen, gemeinen Dingen nachgehend, niedrigen Neigungen ergeben, von niedriger Gesinnung, Isocr. ep. 10, 3; Phot.; – auch von niedrigem Stande; – τὸ χαμαίζηλον, eine Pflanze, viburnum genista, Diosc.
-
6 κονυζίτης
-
7 κνῦζα
-
8 κονυζίτης
-
9 παραβίας
См. также в других словарях:
κονύζα — κονύζᾱ , κόνυζα Inula fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόνυζα — Inula fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόνυζα — η (ΑM κόνυζα και κνύζα) ονομασία, κοινή σήμερα, τού φυτού Ιnula graveolens τού γένους ίνουλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αν αρχικός είναι ο τ. κνύζα, θα μπορούσε να συνδεθεί με το αρχ. νορβ. hnukr «δυνατή οσμή» και να αναχθεί στην ίδια ΙΕ ρίζα με… … Dictionary of Greek
κονύζης — κόνυζα Inula fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονύζῃ — κόνυζα Inula fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόνυζαι — κόνυζα Inula fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόνυζαν — κόνυζα Inula fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονυζίτης — κονυζίτης, ὁ (ΑM) (για οίνο) αυτός που έχει παρασκευαστεί από κόνυζα, αυτός που περιέχει κόνυζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόνυζα + κατάλ. ίτης (πρβλ. θαλασσ ίτης, ρητιν ίτης)] … Dictionary of Greek
σκόνυζα — Α είδος φυτού, η κόνυζα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού κόνυζα (βλ. λ. κόνυζα)] … Dictionary of Greek
κνύζα — (I) η (AM κνύζα) [κνύω] νεοελλ. ιατρ. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έντονο κνησμό χωρίς την εμφανή παρουσία δερματικής βλάβης μσν. αρχ. κνησμός, ψώρα αρχ. (για πρόσ.) διεφθαρμένος, αχρείος. (II) κνύζα, ἡ (Α) το φυτό κόνυζα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ.… … Dictionary of Greek
κονυζήεις — κονυζήεις, εσσα, εν (Α) [κόνυζα] (για φυτό) αυτό που μοιάζει με κόνυζα … Dictionary of Greek