-
1 δάφνη
-
2 δάφνη
δάφνη, ἡ, Lorbeerbaum -
3 δαφνη-φόριος
δαφνη-φόριος, = folgdn, Inscr. 1595.
-
4 δαφνη-φόρος
-
5 δαφνη-φαγία
δαφνη-φαγία, ἡ, das Lorbeeressen, Tzetz.
-
6 δαφνη-φορικός
δαφνη-φορικός, ἡ, όν, mit Lorbeerzweigen, μέλη Poll. 4, 33, u. ohne μέλη, Reigen, bei dem die Tanzenden Lorbeerzweige trugen.
-
7 δαφνη-φορεῖον
δαφνη-φορεῖον, τό, Tempel des Apollo δαφνηφόρος Ath. X, 424 f.
-
8 δαφνη-φορέω
δαφνη-φορέω, Lorbeerzweige, -kränze tragen, Plut. Aemil. 34 u. a. Sp.
-
9 δαφνη-φορία
δαφνη-φορία, ἡ, Tragen von Lorbeerzweigen, Sp.
-
10 δαφνη-φάγος
δαφνη-φάγος, Lorbeer essend, λαιμοί Lycophr. 6, d. i. begeistert.
-
11 χαμαι-δάφνη
χαμαι-δάφνη, ἡ, der niedrige oder Zwerglorbeer, Diosc.
-
12 ῥοδο-δάφνη
ῥοδο-δάφνη, ἡ, Lorbeerrose, unser Oleander, mit rosenrother Blüthe und Lorbeerblättern; Luc. asin. 17; vgl. auch pseudol. 27.
-
13 δαφνηφορικός
δαφνη-φορικός, ἡ, όν, u. δαφνη-φόριος, mit Lorbeerzweigen; μέλη, Reigen, bei dem die Tanzenden Lorbeerzweige trugen -
14 δαφνηφαγία
δαφνη-φαγία, ἡ, das Lorbeeressen -
15 δαφνηφάγος
-
16 δαφνηφορεῖον
δαφνη-φορεῖον, τό, Tempel des Apollo δαφνηφόρος -
17 δαφνηφορέω
δαφνη-φορέω, Lorbeerzweige, -kränze tragen -
18 δαφνηφορία
δαφνη-φορία, ἡ, Tragen von Lorbeerzweigen -
19 δαφνηφόρος
δαφνη-φόρος, (1) Lorbeerbäume tragend, ἄλσεα, damit bepflanzt. (2) Lorbeerzweige, -kränze tragend; κλῶνες, die Lorbeerzweige -
20 πάγ-καρπος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Δάφνη — sweet bay fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάφνη — sweet bay fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δάφνῃ — Δάφνη sweet bay fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάφνῃ — δάφνη sweet bay fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… … Dictionary of Greek
Δάφνη — Sp Dãfnė Ap Δάφνη/Dafni L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Δάφνη, Αιμιλία — (Μασσαλία 1887 – Αθήνα 1941). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο της ποιήτριας και πεζογράφου Αιμιλίας Ζωιοπούλου. Υπήρξε σύζυγος του επίσης ποιητή Θρασύβουλου Ζωιόπουλου (Στέφανου Δάφνη, βλ. λ.).Έγραψεθεατρικά μονόπρακτα, μεταξύ των οποίων και το βραβευμένο… … Dictionary of Greek
δάφνη — η 1. δέντρο αειθαλές. 2. μτφ., τιμή, δόξα: Αναπαύεται στις δάφνες του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κάτω Δάφνη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 569 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, στα όρια με τον νομό Φωκίδος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ναυπάκτου … Dictionary of Greek
Νέα Δάφνη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας … Dictionary of Greek
Δάφναι — Δάφνη sweet bay fem nom/voc pl Δάφνᾱͅ , Δάφνη sweet bay fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)