-
41 ὑπ-οικ-ουρέω
ὑπ-οικ-ουρέω, 1) zu Hause bleiben, das Haus hüten, sich im Hause verborgen halten, übh. sich worunter verbergen, verstecken, ὑποικουρουμένης παρ' αὐτῷ τῆς ὀργῆς Pol. 4, 29, 7; auch ὑποικουροῦσαν ἀσπίδα, sc. τῇ γῇ, Ael. H. A. 2, 32; Luc. Gall. 24. – 2) sich bei Einem einschleichen, νόσος ὑποικούρησεν αὐτούς Plut. Cam. 28; heimlich bei ihm Einfluß gewinnen, auch Einen aufwiegeln, Plut. Oth. 3 Lucull. 34; χρήμασιν καὶ διαφϑείρειν Pomp. 58. – Aber Ar. Thesm. 1168 ἃ νῦν ὑποικουρεῖτε, τοῖσιν ἀνδράσιν διαβαλῶ ist = heimlich ersinnen, Schol. λάϑρα ποιεῖτε.
-
42 αφαιρεω
эп. тж. ἀποαιρέω, ион. ἀπαιρέω (aor. 2 ἀφεῖλον)1) тж. med. отнимать, лишать(τί τινι Hom., Aesch., τί τινα Aesch., Soph., τί τινος Aesch., Arph., Xen. и ἔκ τινος Aesch., Xen.)
δόλῳ ἀπαιρεθῆναι ὑπό τινος Her. — быть хитростью отнятым кем-л.;ὅ ἀφαιρεθείς Plat. — пострадавший;ἀπὸ τῆς ὀργῆς τέν ἀκαλήφην ἀφελέσθαι Arph. — смягчить гнев;τέν μνήμην τινὸς ἀφελέσθαι Dem. — изгладиться из чьей-л. памяти2) освобождать, избавлять(τινα λύπης Plut.)
3) тж. med. отделять, удалять, устранять, отстранять(τί τινος и ἀπό τινος Eur., Plat. и τι ἔκ τινος Aesch.)
4) отсекать, отрубать(τὸ ὠτίον τινός NT.)
5) уменьшать, убавлять(τοῦ πλῆθους Xen.)
6) med. снимать, совлекать(τεύχεα ὤμοιϊν Hom.)
7) med. не давать, мешать, препятствовать(τινά τινος Xen., Plat. и τινα μέ ποιεῖν τι Soph.)
ἀ. ὄμμα τινὸς εἰσορᾶν τι Eur. — закрывать что-л. от чьих-л. взоров;ἀφελομένης νυκτὸς τὸ ἔργον Thuc. — когда (наступившая) ночь прервала битву;ἀ. τέν δίωξιν Plut. — отрезать путь к преследованию8) med. увлекать, уноситьἀ. τινα εἰς ἐλευθερίαν Isocr., Plat., Dem. и πρὸς ἐλευθερίαν Luc. — возвращать кому-л. свободу
-
43 καταπραυνω
-
44 μειλιγμα
- ατος τό1) средство утоления, способ смягчения(θυμοῦ Hom.; τῆς ὀργῆς Plut.)
2) наслаждение, радость, отрадаΧρυσηΐδων μ. τῶν ὑπ΄ Ἰλίῳ ирон. Aesch. — отрада илионских Хрисеид, т.е. Агамемнон
3) умилостивительная жертва(νερτέροις Aesch.)
-
45 παρακμαζω
1) отцветать, увядать, блекнуть(τὸ ἄνθος παρακμάζει, перен. τὸ κάλλος ταχὺ παρακμάζον Xen.)
παρηκμακότες Arst., Polyb., Plut. — утратившие молодость, стареющие2) приходить в упадок(ἥ Καρχηδὼν παρήκμαζεν Polyb.)
3) ( о страстях) слабеть, униматьсяὅταν παρακμάση τὸ τῆς ὀργῆς Plut. — (ждать), пока не утихнет гнев
-
46 προσσυμβαλλομαι
староатт. προσξυμβάλλομαι содействовать возбуждению, возбуждать, усиливать(τῆς ὀργῆς Thuc.)
-
47 προσφατος
21) свежий(νεκρός Her.; ζῷα Diod.; καρποί Arst.; χιών Polyb.; ὕδωρ Plut.)
τῆς ὀργῆς οὔσης προσφάτου Lys. — когда гнев еще не остыл2) недавний, новый(δίκαι Aesch.; ἐπιστολαί Soph.; μάρτυρες Arst.; ὁδός NT.)
3) молодой, неопытный(π. καὴ καινός τινι Plut.)
-
48 τονος
ὅ2) койка Arph.3) натяжениеὁ τ. τῶν ὅπλων Her. — натяжение снастей
4) напряжение(φωνῆς Dem.)
5) муз. высота, регистр, тон Xen.6) муз. тонация, лад Plut.7) грам. тоническое ударение8) стих. размер(ἑξάμετρος τ. Her.)
9) сила, мощь или энергия(ἰσχὺς καὴ τ. Luc.)
ἥ τραχύτης τῆς ὀργῆς καὴ ὅ τ. Plut. — резкость и сила гнева10) направление Pind. -
49 τόπος
ο1) мёсю;πιάνω τον τόπο — занимать место (в пространстве);
βάζω στον τόπο του — ставить на своё место;
2) местность, край;πατρικός τόπος — родной край;
στον τόπο μας — в наших местах, краях; — у нас на родине;
§ κοινός τόπος — общее место;
αφήνω στον τόπο — убить наповал, сразить;
μένω στον τόπο — внезапно умереть;
επέχω τόπο — быть вместо (кого-л.), замещать (кого-л.);
η παρουσία μου επέχει τόπο απόδειξης — моё присутствие свидетельствует об этом;
επί τόπου — на месте;
λύνω το ζήτημα επί τόπου — разрешить вопрос на месте;
δίνω τόπος της οργής ( — или στην οργή) — подавить гнев, обуздать свой гнев;
πιάνω τόπο — быть израсходованным с пользой; — не пропасть даром
-
50 διατίθημι
Aδιετίθουν Antipho Trag.1
:— arrange each in their several places, distribute, τὰ κρέα, in sacrificing, Hdt.1.132;τὸ μὲν ἐπὶ δεξιά, τὸ δ' ἐπ' ἀριστερά Id.7.39
;ᾗπερ οἱ θεοὶ διέθεσαν τὰ ὄντα X.Mem.2.1.27
;δ. οἶνον εἰς ὀστράκια Arist.HA 594a11
.II manage well or ill, usu. with Adv.,κράτιστα δ. τὰ τοῦ πολέμου Th.6.15
;καλὸν πρᾶγμα κακῶς δ. D.19.88
; of persons, δ. ἑωυτὸν ἀνηκέστως treat himself barbarously, Hdt.3.155:—[voice] Pass., οὐ ῥᾳδίως διετέθη he was not very gently handled, Th.6.57; ἀπόρως διατεθέντας reduced to helplessness, Lys.18.23;ἀθλίως διατιθέμενος Pl.Criti. 121b
;σῶμα διατεθειμένῳ κακῶς Men.591
.2 c. acc. pers., with Advbs., dispose one so or so,ὅταν οὕτω διαθῇς τοὺς Ἕλληνας Isoc.5.80
;οὕτω διαθεὶς.. τὰς πόλεις πρὸς ἀλλήλας D.18.168
;δ. τινὰς ἀπίστως πρὸς ἡμᾶς αὐτούς Id.20.22
;τὸν ἀκροατὴν δ. πως Arist.Rh. 1356a3
:—[voice] Pass., to be disposed in a certain manner, , Isoc.8.14;οἰκειότερον διατεθῆναί τινι Id.12.160
;τὸν εἰρημένον τρόπον Arist.Pol. 1302a35
; ἐρωτικῶς δ., of animals, Pl.Smp. 207c, cf. Longus1.15 ( διάκειμαι is more usu. as [voice] Pass. in this sense).III set forth, of speakers, minstrels, etc., recite,κακῶς ποιήματα Pl.Chrm. 162d
, cf. Lg. 658d; cf. B. 6.2 describe, Str.1.1.16, etc.B [voice] Med., arrange as one likes, dispose of,τὴν θυγατέρα X.Cyr. 5.2.7
;τὰ σώματα ἐπονειδίστως δ. Isoc.12.140
;οὔθ' ὅσ' ἂν πορίσωσι.. ταῦτ' ἔχοντες διαθέσθαι D.2.16
;εἰς καλὸν δ. τὰ πεπραγμένα Luc.Hist. Conscr.51
, cf. Merc.Cond.25; spend,δ. τὰς οὐσίας εἴς τι Plb.20.6.5
: metaph.,τὸ πλεῖον τῆς ὀργῆς εἴς τινα Id.16.1.2
.2 dispose of one's property, devise it by will, Is.3.68;τὴν οὐσίαν ἑτέρῳ Id.7.1
; δ. διαθήκας, διαθήκην, make a will, Lys.19.39, Pl.Lg. 922c: abs., ibid., Lys. 6.41; intestate,Arist.
Pol. 1270a28;ὁ δ.
the testator,Ep.Hebr.
9.16.3 dispose of merchandise,φόρτον Hdt. 1.1
, 194, cf. X.An.7.3.10, Ath.2.11; ;ἔλαιον καὶ κίκι PRev.Laws48.4
(iii B. C.);δ. τὴν ὥραν καὶ τὴν σοφίαν X.Mem.1.6.13
;δ. τι τριπλασίας τιμῆς ἢ πρότερον D.42.31
.4 arrange or settle mutually, δ. διαθήκην τινί make a covenant with one, Ar.Av. 439;δ. διαθήκην πρός τινα Act.Ap.3.25
; ἔριν δ. ἀλλήλοις settle a quarrel, X. Mem.2.6.23;ὡμολόγνσαν καὶ διέθεντο ὀφείλειν IG12(7).67.58
([place name] Amorgos).6 set forth, recite, λόγους, δημηγορίαν, etc., Plb.3.108.2, D.H.11.7, cf. D.S.12.17;πολλοὺς ἐπαίνους τινῶν D.H.3.17
;δ. ῥῆσιν ἐφ' ἑαυτοῦ Luc.Herm. 1
.b Gramm., διατιθέναι and - τίθεσθαι to act and be acted upon, A.D.Synt.12.15; τὸ διατιθέν and τὸ διατιθέμενον subject and object, ib.127.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διατίθημι
-
51 καινοποιέω
Aκεκαινοποίηκα Plb.4.2.4
:—make new, renew,τὴν θεραπείαν Id.15.25.17
; κ. ἐλπίδας gives new life to hopes, Id.3.70.11; κ. τά τινος ἁμαρτήματα renew the memory of.., Id.30.4.17:— [voice] Pass.,ἐκαινοποιήθη τὰ τῆς ὀργῆς Id.21.31.3
, cf. 11.4.5, 31.28.9; of a plaster, Philum.Ven.7.9.II make changes, innovate, πολλὰ κ. [ ἡ τύχη] Plb.1.4.5, etc.: abs., Luc.Prom.Es3, etc.:—[voice] Pass., τί καινοποιηθὲν λέγεις; what new-fangled, strange words are these? S.-Tr.873, cf. Plb.9.2.4; τὰ καινοποιηθέντα innovations, OGI669.44 (Egypt, i A. D.), cf. POxy. 237 viii 42 (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καινοποιέω
-
52 καταπραΰνω
A- πραῠνῶ Hsch.
: [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [suff] καταπρᾱϋν-πρηΰνω:— soften, opp. τραχύνω, Pl.Ti. 67a: usu. metaph., soften down, appease, Pl.Euthd. 288b, A.R.1.265, Q.S.14.328; κ. τοὺς ἀκροατάς, of an orator, Isoc.4.13, cf. Arist.Rh. 1380b30;κ. τὴν ταραχήν Plb.5.52.14
;κ. τινὰ τῆς ὀργῆς Plu.Them.31
:—[voice] Pass., to be pacified, of animals, Phld.Mus.p.20 K.; to be allayed, of emotions, Id.Rh.1.370S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταπραΰνω
-
53 κόλλοψ
-
54 μείλγμα
A that which soothes, μειλίγματα θυμοῦ scraps with which the master appeases the hunger of his dogs, Od.10.217;μειλίγματα προσφέρειν E.Fr. 1053
: sg., Nic.Fr.75: metaph.,γλώσσης ἐμῆς μ. καὶ θελκτήριον A.Eu. 886
;μ. νούσου Nic.Th. 896
;λύπης Ph.2.28
(pl.);τῆς ὀργῆς Plu.Pomp.47
; πλούτου μειλίγματα Epic.Oxy.1015.19.2 pl., propitiatory offerings to the dead, A. Ch.15, Eu. 107, Parth.12.1, Ant.Lib.25.5.2 pl., μ. θρασειῶν μεταφορῶν phrases which soften bold metaphors, Longin.32.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μείλγμα
-
55 παραγράφω
b mostly, add, subjoin, esp. a clause to a law, contract, etc., τί βεβούλευται περὶ τῶν σπονδῶν ἐν τῇ στήλῃ παραγράψαι; Id.Lys. 513, cf. Pl.Lg. 785a ([voice] Pass.);π. τῷ δεῖνι ἀποδοῦναι δεῖ D.52.4
; ὑποκάτω π. add particulars below, Hyp.Eux.30;π. τὸ ὄνομα παρ' ᾧ ἂν κείωνται αἱ συνθῆκαι IG22.1176.20
.c enter a debt or liability against a person's name, c. acc. pers. et rei, POxy.488.32 (ii/iii A. D.), 513.33 (ii A. D.):—more freq. [voice] Pass., have entered against one, PTeb.5.189 (ii B. C.), etc.: with personal subject,παραγέγραμμαι τῷ πράκτορι PPetr. 2p.42
(iii B. C.), cf. POxy.513.13 (ii A. D.), etc.3 interpolate in a Ms., Gal.7.894, 18(1).151, 155.5 [voice] Pass., to be marked with theπαράγραφος, κατὰ δύο παραγεγραμμένον ᾆσμα Heph.
Poëm. 1.II [voice] Med., with [tense] pf. [voice] Pass., in various legal phrases:1 παραγράφεσθαι τὸν νόμον have the law written in parallel columns with a decree which is charged with illegality,νόμους ἄλλους παραβέβηκεν, οὓς οὐ παραγεγράμμεθα διὰ τὸ πλῆθος D.23.63
, cf. 51:—[voice] Pass.,οἱ παραγεγραμμένοι νόμοι Id.18.111
, Aeschin.3.200.2 π. τινὰ διαιτητήν have him registered as arbiter, D.40.16.3 Δημοσθένει τὴν γραφὴν τοῦ φόνου παραγράψασθαι to bring a false charge, Test. ap. D.21.107.4 παραγεγραμμένος μὴ εἰσαγώγιμον εἶναι τὴν δίκην having demurred to the admissibility of the suit (v. παραγραφή II. 1), Id.32.1;π. περί τινος Id.38.1
, cf. Isoc.18.2: coupled with ὑπόμνυσθαι, D.47.39, 45; ἑαυτὸν -όμενος μόνος ἀγωνίσασθαι τὴν δίκην ἐντολὰς οὐκ ἔχων calling himself inadmissible as pleader on the ground that he has no orders to plead alone, Philostr.VS2.32.5 draw a line across, cancel: metaph., efface,τὸ τιμᾶσθαι μετὰ τοῦτο πᾶσαν παρεγράψατο τὴν συμφοράν Aristid. 2.246
J.;ὁ θυμὸς τῇ ῥύμῃ τῆς ὀργῆς -γραφόμενος τὴν φύσιν Callistr. Stat.13
(v.l. περι-):—[voice] Pass., to be abolished,τὰ φιλάνθρωπα παρεγράφη Plb.9.31.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραγράφω
-
56 ἀκαλήφη
ἀκᾰλήφη (Aἀκαλύφη Thphr.HP7.7.2
codd.), ἡ, stinging-nettle, Dsc.4.93, etc.: metaph.,ἀπὸ τῆς ὀργῆς τὴν ἀ. ἀφελέσθαι Ar.V. 884
, cf. Anon. ap. Chrysipp.Stoic.3.178.II sea-anemone, so called from its stinging properties, Eup.60, Pherecr.24, Ar.Lys. 549 (cf. Sch.), Arist.HA 531a31, 588b20, Plu.2.670d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκαλήφη
-
57 ἀνυπόστολος
ἀνυπό-στολος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνυπόστολος
-
58 ἄρριζος
ἄρρῑζος, ον,II metaph., ῥῆμα ἄ. ἐκ τῆς ὀργῆς not rooted in.., Them.Or. 8.111b;ἄ. καὶ ἀνέστια ὲᾶν Str.1.2.18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄρριζος
-
59 ἐκφαυλίζω
A depreciate, disparage, pour contempt on, J.AJ2.14.1, al., Arr.An.1.13.6, Luc.Merc.Cond.11, Hld.10.12;τινὰ τῆς ὀργῆς J. AJ5.8.6
; reject with scorn, Ael.VH9.41, NA4.37 ([voice] Pass.): c. inf., disdain to do, ib.11.31.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκφαυλίζω
-
60 ὑποκάθημαι
II lie in ambush, Str.15.1.42: metaph., Philostr.VA7.14; ὑποκαθήμενον ὁρᾶν to have an insidious look, Id.Im.2.18; but also ἡ -καθημένη ἀοριστία the fundamental indeterminacy, Carneisc.Herc.1027.14.2 c. acc. pers., lie in wait for,τὸν βάρβαρον Hdt.8.40
, cf. Philostr.VS2.2, Her.2.11: metaph.,φθόνος ὑ. τινά Id.VS2.26.3
: abs., lurk, Plu.2.556b: c. dat.,ὑποκαθημένης αὐτῷ τῆς ὀργῆς Plb.4.29.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποκάθημαι
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
οργή — η (ΑΜ ὀργή) έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση νεοελλ. φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» μεγάλη… … Dictionary of Greek
Στάινμπεκ, Τζον Ερνστ — (Steinbeck). Αμερικανός συγγραφέας (Σαλίνας, Καλιφόρνια 1902 Νέα Υόρκη 1968). Καθιερώθηκε με τα βιβλία του Τορτίλα Φλατ (1935) και Αμφίβολη μάχη (1936), όπου διαφαίνονται ήδη καθαρά οι δύο κατευθύνσεις που θα ακολουθήσει στην εκλογή των θεμάτων… … Dictionary of Greek
ρύμη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σελέρου. * * * η / ῥύμη, ΝΑ, και ρύμνη, Ν 1. η δύναμη, η ορμή με την οποία κινείται κάτι, η φόρα («πτερύγων ρύμη», Αριστοφ.) 2. στενή οδός, σοκάκι νεοελλ. 1. (μηχανολ … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Αισχύλος — I (Ελευσίνα 525 – Γέλα Σικελίας 456 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν πολλές ασφαλείς πληροφορίες. Οι σύγχρονοι του Α. και του Πινδάρου ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τα έργα παρά για τους συγγραφείς. Και αργότερα, όμως, οι … Dictionary of Greek
χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους … Dictionary of Greek
Απελλής — I (Κολοφών 380/370 – Κως περ. 330 π.Χ.). Ζωγράφος. Οι διηγήσεις σχετικά με τον Α. είναι πλούσιες και δίνουν πολλές λεπτομέρειες και για τη ζωή και για το έργο του. Όμως, η επιστημονική έρευνα της εποχής μας, παρά την προσπάθειά της να απομονώσει… … Dictionary of Greek
κρατήρας — I (Αρχαιολ.). Αγγείο (κρατήρ) που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες από τους ομηρικούς χρόνους για να αναμειγνύουν το κρασί με νερό. Επρόκειτο κυρίως για δοχεία αρκετά μεγάλα με πλατύ στόμιο και λαβές. Παλαιότερα οι λαβές των κ. είχαν σχήμα ελίκων και… … Dictionary of Greek
Ακταίων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αρισταίου και της Αυτονόης, κόρης του βασιλιά των Θηβών Κάδμου. Ήταν άριστος και ατρόμητος κυνηγός και διδάχτηκε την τέχνη του κυνηγιού από τον κένταυρο Χείρωνα. Η πιο διαδεδομένη παράδοση σχετικά με τον Α. ήταν ότι … Dictionary of Greek
Αίας — I Όνομα δύο μυθολογικών προσώπων. 1. Α. ο Τελαμώνιος. Ομηρικός ήρωας, ο γενναιότερος των Ελλήνων στην Τροία, μετά τον Αχιλλέα, ο οποίος διακρινόταν επίσης για τη μεγαλοπρέπεια και το ήθος του. Ήταν γιος του Τελαμώνα –ο οποίος ήταν γιος του Αιακού … Dictionary of Greek