-
1 ανδρόγυνος
-
2 ἀνδρόγυνος
-
3 ανδρογυνος
-
4 ανδρόγυνος
η, ο [ος, ον ] 1.1) мужской и женский; общий; семейный;ανδρόγυνα λουτρά — семейные бани;
2) изнеженный;2. (ο) см. ανδρόγυνης -
5 ἀνδρόγυνος
-ου ὁ N 2 0-0-0-1-0=1 Prv 18,8womanish man, effeminate personCf. WALTERS 1973, 121-122 -
6 ἀνδρόγυνος
ἀνδρό-γῠνος, ὁ,2 womanish man, effeminate person, Hp.Vict.1.28, Hdt.4.67, Aeschin.2.127, Plu.2.219f, cf. LXXPr.18.8;ἀνδρογύνων ἄθυρμα Eup.3D.
3 = pathicus, cinaedus, AP6.254 (Myrin.), cf. Lib.Decl.12.42.b of women, Sapphic,ἀ. ἔρωτες Luc. Am.28
, cf. Artem.2.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδρόγυνος
-
7 ανδροπορνος
ὁ Polyb. = ἀνδρόγυνος См. ανδρογυνος II, 3 -
8 εναρης
- εος adj. m скиф. Her. = ἀνδρόγυνος См. ανδρογυνος -
9 κόλλοψ
κόλλοψ, οπος, ὁ, 1) der Wirbel an der Lyra, mit dem die Saiten angespannt werden; Od. 21, 407; Plat. Rep. VII, 531 b; Sp.; übertr., κόλλοπα ὀργῆς ἀνεῖναι, den Wirbel des Zornes nachlassen, den (hochangespannten) Zorn mäßigen, Ar. Vesp. 572. – 2) ein Hebel oder eine Kurbel, mit der man das Rad umdreht, wie die Saiten mit dem Wirbel, Arist. mechan. 14. – 3) die dicke Haut am Halse der Rinder, Pferde u. Schweine; Aesch. tr. 421. 526, Geop. – 4) ein Jüngling, der sich durch Ausschweifungen um seine Kraft gebracht hat, früh gealtert ist, Eupol. in B. A. 102, ἀνδρόγυνος. – Ein Kuppler, Diphil. bei Ath. VII, 292 b.
-
10 ανδρογύνοις
-
11 ἀνδρογύνοις
-
12 ανδρογύνοισιν
-
13 ἀνδρογύνοισιν
-
14 ανδρογύνου
-
15 ἀνδρογύνου
-
16 ανδρογύνους
-
17 ἀνδρογύνους
-
18 ανδρογύνω
-
19 ἀνδρογύνῳ
-
20 ανδρογύνωι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ανδρόγυνος, -ο — και ανδρόγυνο, το και ανδρογύνης, ο 1. ο αρσενικοθήλυκος. 2. «ανδρόγυνα φυτά», αυτά που έχουν αρσενικά και θηλυκά άνθη στην ίδια ταξιανθία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνδρόγυνος — man woman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανδρόγυνος — η, ο (AM ἀνδρόγυνος ον) κοινός στους άνδρες και στις γυναίκες («ανδρόγυνα λουτρά») νεοελλ. αρχ. το αρσ. ως ουσ. ο ανδρόγυνος ανδρόγυνης αρχ. (σχετικά με γυναίκες) λεσβιακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + γυνος (< γυνή)] … Dictionary of Greek
ἀνδρογύνοις — ἀνδρόγυνος man woman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρογύνοισιν — ἀνδρόγυνος man woman masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρογύνου — ἀνδρόγυνος man woman masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρογύνους — ἀνδρόγυνος man woman masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρογύνων — ἀνδρόγυνος man woman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρογύνως — ἀνδρόγυνος man woman masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρογύνῳ — ἀνδρόγυνος man woman masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδρόγυνε — ἀνδρόγυνος man woman masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)