-
1 προσφατος
21) свежий(νεκρός Her.; ζῷα Diod.; καρποί Arst.; χιών Polyb.; ὕδωρ Plut.)
τῆς ὀργῆς οὔσης προσφάτου Lys. — когда гнев еще не остыл2) недавний, новый(δίκαι Aesch.; ἐπιστολαί Soph.; μάρτυρες Arst.; ὁδός NT.)
3) молодой, неопытный(π. καὴ καινός τινι Plut.)
-
2 πρόσφατος
Grammatical information: adj.Meaning: `undecomposed', of a corpse (Ω 757 [ ἐρσήεις καὶ π.], Hdt.), `fresh', of plants, victuals, water a.o. (Hp., Arist., hell.), metaph. `fresh' = `happened lately, recently, immediately following, recens', of actions, emotions etc. (A. in lyr., Lys., D., Arist.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Acc. to Phot. prop. = νεωστὶ ἀνῃρημένος, an interpretation, which seems to give the best solution. So to πεφ-νεῖν, φόνος, θείνω with the same 2. member as in the compounds Άρηΐ-, ἀρεί-φατος, μυλή-φατος, ὀδυνή-φατος; the remarkable development of meaning was possible as the second member became unclear (also in ἀρείφατος: also `martial'). The first element cannot be preverbal (as if from *προσ-θείνω), but has a similar function as in the nominal πρόσ-οικος, πρόσ-γειος etc.; prop. "close to the dead (killing), closely following" with univerbating το-suffix. -- Other hypotheses (to be rejected) in Bq w. lit.; to be rejected also Schwyzer 503 Zus. 2 (asking: "to *προσφα, cf. μέσφα?").Page in Frisk: 2,601-602Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πρόσφατος
См. также в других словарях:
φατός — (I) ή, όν, Α 1. αυτός για τον οποίο γίνεται λόγος 2. αυτός για τον οποίο πρέπει ή μπορεί να γίνει λόγος («τὸ μήτε φατὸν μήτε ῥητὸν κάλλος», Πλούτ.) 3. μτφ. περίφημος, ξακουστός. επίρρ... φατῶς Α ρητώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰ τής συνεσταλμένης… … Dictionary of Greek
θέσφατος — η, ο (Α θέσφατος, ον) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά θέσφατα οι θείες εντολές ή προφητείες, οι χρησμοί αρχ. 1. αυτός που έχει εξαγγελθεί, που έχει λεχθεί από τον θεό, μοιραίος 2. ο σταλμένος από τον θεό, ο θείος 3. φρ. «θέσφατόν ἐστι» είναι ορισμένο … Dictionary of Greek
παλαίφατος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστοριογράφος από την Άβυδο, που έζησε την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και υπήρξε φίλος του Αριστοτέλη. Δεν σώζονται παρά αποσπάσματα από τα έργα του Κυπριακά, Δηλιακά, Αττικά, Αραβικά και Τρωικά. 2. Περιπατητικός… … Dictionary of Greek
πρόσφατος — η, ο / πρόσφατος, ον, ΝΑ 1. (για γεγονός, πράξη, κατάσταση) αυτός που συνέβη πριν από λίγο, τελευταία (α. «στις πρόσφατες εκλογές δεν σημειώθηκε κανένα έκτροπο» β. «προσφάτους... εὐεργεσίας», Πολ.) 2. καινούργιος, νέος (α. «οι πληγές είναι… … Dictionary of Greek
φαίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. φαίνω Α μέσ. 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.) 2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι 3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β … Dictionary of Greek