-
21 μετατίθημι
I place among, τῷ κ' οὔ τι τόσον κέλαδον μετέθηκε (v.l. μεθέηκεν ) then he would not have caused so much noise among us, Od.18.402.1 in local sense, transpose, change the place of,τὰ αἰδοῖα εἰς τὸ πρόσθεν Pl.Smp. 191b
;εἰς βελτίω τόπον Id.Lg. 903d
;μ. τὰς θύρας PSI5.546.5
(iii B. C.); μετέθηκεν αὐτὸν (sc. τὸν Ἑνώχ) :—[voice] Pass., Arist.Int. 20b10; to be transferred, OGI338.20 (Pergam., ii B. C.), Act.Ap.7.16, etc.3 change, alter, of a treaty, μεταθεῖναι ὅπῃ ἂν δοκῇ ἀμφοτέροις Foed. ap. Th.5.18;τὸ νυνδὴ ῥηθέν Pl.Plt. 297e
, cf. X.Mem.3.14.6;μ. τινὰ ἐς πτηνὴν φύσιν AP11.367
(Jul.); ἐπὶ ὑὸς τὰς ἐπωνυμίας μ. change their names and call them after swine, Hdt.5.68; substitute,προφάσεις ἀντὶ τῶν ἀληθῶν ψευδεῖς μ. D.18.225
, cf. Pl.Lg. 683b ([voice] Pass.); correct,τοὺς ἠγνοηκότας Plb.1.67.5
; but, pervert,μετ έθηκεν αὐτὸν ἡ γυνὴ αὐτοῦ LXX 3 Ki.20(21).25
.4 [voice] Med., change what is one's own or for oneself,μ. τὰ εἰρημένα X.Mem.4.2.18
; νόμους ib.4.4.14;τὴν δόξαν D.18.229
;τὸν τρόπον Id.19.341
; ; ὀνόματα change the use of words, Epicur.Nat.95 G. (also in [voice] Act., Nat.28.5); [ τὸ νόμισμα] Arist. Pol. 1257b11: abs., change one's opinion, retract, Pl.R. 345b, etc.; μεταθέσθω let him change his mind, Men.Pk.48; also in political sense, change sides,μεταθέσθαι πρὸς τὴν Ῥωμαίων αἵρεσιν Plb.24.9.6
; Dionysius of Heraclea, who went over from the Stoics to the Cyrenaics, was called μεταθέμενος, turn-coat, D.L.7.37, 166;μ. ἀπὸ τῶν πατρίων LXX 2 Ma.7.24
;ἐξ ἀδικίας Corn.ND11
.b τὴν γνώμην μετατίθεσθαι change to or adopt a new opinion, Hdt.7.18 (but τῆς γνώμης μ. change from.., App.BC3.29); μετέθου λύσσαν ἄρτι σωφρονῶν thou hast changed to madness, E.Or. 254; μ. τὸ ὄνομα τὸ νῦν ἀπὸ τῶν αἰγῶν adopted their present name, Paus.7.26.3.c μ. [τὸν φόβον] transfer one's fear, D.18.177; τῇ μισθαρνίᾳ ταῦτα μετατιθέμενος τὰ ὀνόματα transferring.., ib.284.d c. inf., μ. ἀντὶ τοῦ ἀπλήστως.. ἔχοντος βίου τὸν κοσμίως.. ἔχοντα βίον ἑλέσθαι change one's mind and determine to choose.., Pl.Grg. 493c.e c. dupl. acc., τὸ κείνων κακὸν τῷδε κέρδος μ. turning their misdeeds into his gain, S.Ph. 515 (lyr.).5 [voice] Pass., to be changed, alter,μετετέθην εὐβουλίᾳ E.IA 388
(troch.); μ. ἐς Ῥωμαίους pass over, App.Hisp.17; μ. ἀπὸ τοῦ καλέσαντος ὑμᾶς are turned away from.., Ep.Gal.1.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετατίθημι
-
22 φανερός
A visible, manifest, ἡ στήλη ἔχει πάντα φ., i.e. all that is in it can be plainly seen, Hdt.3.24;φ. ὄμμασιν ἐμοῖς E.Ba. 501
;φ. τι δεῖξαι S.Tr. 608
(v.l.);θήσω φανέρ' ἀθρό' Pi.O.13.98
;φ. ποιῆσαι Pl.Lg. 630b
, etc.;ἐς φ. ὄψιν βαίνειν E.El. 1236
(anap.);τοὔργον παρέσται φ. S.Ph. 1291
;φ. χαρακτὴρ ἀρετᾶς E.HF 658
(lyr.);φ. πηγαί Th.2.15
;ἐσβολαὶ ἐς Αἴγυπτον Hdt. 3.5
;φ. ἔχθραν κτήσασθαι Th.1.42
; διαφορὰ φ. ἐγένετο ib. 102; φ. θάνατος, ὄλεθρος, opp. ἀφανής, Antipho 3.3.7, And.1.53;φ. ὑποψία εἰς ἐμὲ ἰοῦσα Antipho 2.2.6
;φ. γενόμενος
if detected,Lys.
7.12:— Constr.: φανερός εἰμι c. part., ἀπικόμενοι φανεροί εἰσι they are known to have come, Hdt.3.26;ἐπισπεύδων φανερὸς ἦν Id.7.18
;ὁ μέν ἐστι φ. ἐκβὰς ἐκ τοῦ πλοίου καὶ οὐκ εἰσβὰς πάλιν Antipho 5.23
: folld. by Conj.,φανεροὶ γιγνόμενοι ὅτι ποιοῦσιν X.Cyr.2.2.12
;φ. ἦν ὅπως ἐγίγνωσκεν Id.Mem.1.1.17
: impers., φανερόν [ἐστιν] ὅτι .. ib.3.9.2; εἰ φανερὸν γίγνοιτο ὅτι .. Pl.Phd. 70d.2 shining, illustrious,προεδρίη Xenoph.2.7
;ὁδός Pi.O.6.73
; conspicuous, remarkable,φ. μηδὲν κατεργάζεσθαι Th.1.17
.b property in possession (opp. in action), And.1.118, Is.6.30, D.38.7.c in hand, in cash, μηδὲν φανερὸν κεκτῆσθαι to have no cash in hand, Din.1.70;λαβὼν ἀργύριον φ. καὶ ὁμολογούμενον D.56.1
;πόρος φ. Id.14.24
;φ. οὐσία Id.27.57
;φ. χρήματα Lys.12.83
;φ. ποιεῖν D.28.4
; φανερόν τι a certain sum of money, Sch.Ar.Pl. 330, Sch.Aeschin.1.102.4 of votes, φ. ψήφῳ by open vote, opp. κρύβδην (ballot), D.43.82, cf. Arist.Ath.68.2;ψῆφον φ. διενεγκεῖν Th.4.74
;τὴν ψῆφον φ. φέρειν Pl.Lg. 767d
; φ. ἡ ψῆφος τιθεμένη ib. 855d.5 Adv. - ρῶς openly, manifestly,βουλόμενος φ. Hdt.9.71
; (anap.); (lyr.); (anap.);ἀποδείκνυσθαι τὴν γνώμην Th.1.87
; φ. ἐρᾶν, opp. λάθρᾳ, Pl.Smp. 182d;τὸ φ. ἐξεῖναι Isoc.2.3
: [comp] Comp.,φανερώτερον ἐκπολεμεῖν Th.6.91
; : but,b τὸ φ. freq. with Preps. in advb. sense,ἐκ τοῦ φ.
openly,Hdt.
5.96, 8.126; πολέμιος οὐκ ὢν ἐκ τοῦ φ. not openly declared, Th.4.79;ἐκ τοῦ φ. τὴν μάχην ποιεῖσθαι X.HG6.5.16
;ἐκ τοῦ φ. ἀποφεύγειν Id.Mem.3.11.8
;ἀπὸ τοῦ φ. D.H.4.4
; alsoἐν τῷ φ. σαυτὸν παρεῖχες X.Cyr.7.5.55
;ἀκοῦσαι ἐν τῷ φ. Id.An.1.3.21
;βουλεύεσθαι D.18.235
(rarelyἐν φ. X.Ages.5.7
);ἐς τὸ φ. ἀποδῦναι Th.1.6
; αἱ ἐς τὸ φ. λεγόμεναι αἰτίαι, Id.1.23; τὸν σῖτον φέρειν ἐς τὸ φ. into public, Id.3.27, cf. Pl.Grg. 480c, etc.;εἰπεῖν κατὰ τὸ φ. Ar.Th. 525
(lyr.); ἐπὶ φανεροῖς ξυνελθεῖν on public, acknowledged terms, Th.1.69.II of persons, manifest, conspicuous,εἰ [Διόνυσος καὶ Πὰν] φ. ἐγένοντο ἐν τῇ Ἑλλάδι Hdt.2.146
;φανερὰ.. ἦλθε κόρα S.OT 507
(lyr.);Κύπρις.. φανερὰ τῶνδ ἐφάνη πράκτωρ Id.Tr. 861
(lyr.);πάντων -ώτατος Βρασίδας ἐγένετο Th.4.11
, cf. X.Cyr.7.5.58; persons of distinction,Philostr.
VA2.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φανερός
-
23 ἐπίνοια
ἐπίνοια, ἡ,A thinking on or of a thing, thought, notion, οὐδ' ἐς ἐπίνοιανἰέναι τινός Th.3.46
;ὡς.. Id.4.92
;οὐδ' ἐπίνοιαν ποιήσασθαί τινος Plb.1.20.12
;τὰς ἐ. εἴς τι φέρειν D.H.Pomp.1
; πάσαις ταῖς ἐ. γίγνεσθαιπερί τι Plb.5.110.10
; conception, idea, ἐναργὴς τοῦ πράγματος ἐ. Epicur.Fr. 255, cf. Phld.D.3.8, al.; κατ' ἐπίνοιαν in idea, opp. κατὰ περίπτωσιν (q.v.), Stoic.2.29; κατ' ἐ. ψιλὴν ὑφεστάναι ib.159; πᾶσανἐ. ἀτοπίας ὑπερβάλλειν Plu.2.1065d
.2. power of thought, inventiveness, οἶνον σὺ τολμᾶς εἰς ἐ. λοιδορεῖν; Ar.Eq.90, cf. X.Cyr.2.3.19;κατὰ τέχνην καὶ ἐ. γίγνεσθαι Thphr.Od.7
.3. invention, device, conceit,ἐ. ἀστειοτάται Ar.Eq. 539
; ζητεῖν καινὴν ἐ. Id.V. 346; θαυμαστὰς ἐξευρίσκων ἐ. Id.Eq. 1322, etc.;τέχνης ἐπίνοιαι Arist.Mu. 399b17
;πενία ἐπινοιῶν διδάσκαλος Secund.Sent.10
.4. purpose, design,τίν' ἐ. ἔσχεθες; E.Ph. 408
, cf. Med. 760 (lyr.); τίς ἐ.; Ar.Th. 766, cf. Av. 405 (lyr.); , cf. Pl.45; κατὰ τὴν ἐκφορὰν καὶ τὴν ἐ. Stoic.2.128;ἡ ἐ. τῆς καρδίας Act.Ap.8.22
: pl., ἐξ οἰκείων ἐ., = sua sponte, OGI580.7 (Cilicia, iv A.D.).II. afterthought, second thoughts, .III. intelligence, κοινὴ ἐ. Plb.6.5.2, cf. Longin. ap. Eus.PE 15.20.2. Psychol., reflection on experience, retrospection, Plot.2.9.1, 6.8.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίνοια
-
24 ὅμοιος
ὅμοιος or (as in Hom., [dialect] Ion., and old [dialect] Att.) [full] ὁμοῖος, α, ον (cf. ἐρῆμος, ἑτοῖμος): later [dialect] Ep. also [full] ὁμοίιος (B, q.v.) ; [dialect] Aeol. [full] ὔμοιος Theoc.29.20 (Adv.A- ως IG12(2).69a6
) ; Arc. [full] ὑμοῖος Schwyzer 665A15 (Orchom., iv B.C.): ([etym.] ὁμός):—like, resembling, ὡς αἰεὶ τὸν ὁ. ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁ. 'birds of a feather flock together', Od.17.218 ;ὁ ὅ. τῷ ὁ. Pl.Grg. 510b
;ὁ ὅ. ὡς τὸν ὅ. Arist.EN 1155a34
; τὸ ὅ. τῷ ὁ. φίλον ib. 1165b17, v. infr. 6 ; ὡς ἐπὶ τῶν ὁ. as in similar cases (of persons), BGU79.18 (ii A.D.), etc.: [comp] Comp.- ότερος
more like,Pl.
Phd. 79b : [comp] Sup.- ότατος
most like,Hdt.
2.92, S.Ant. 833 (lyr.), etc.2 the same,ἄμφω γὰρ πέπρωται ὁμοίην γαῖαν ἐρεῦσαι Il.18.329
;χρὼς οὐκέθ' ὁ. Od.16.182
; hence (sc. ἑαυτῷ), always the same, unchanging,αἰεὶ πόδας καὶ χεῖρας ὁμοῖοι Hes.Op. 114
;ὅ. τὴν γνώμην
the same as ever, 5.76 ; ;ἀεὶ ὅ. εἶ, ὦ Ἀπολλόδωρε Pl.Smp. 173d
; ἓν καὶ ὅ. one and the same, Id.Phdr. 271a.3 equal in force, a match for one, Il.23.632, Hdt.9.96.4 of things, suiting, according with,πολλά τε καὶ ὅ. ἑαυταῖς Id.R.549e
;ὅ. τῇ φύσει Ar.Th. 167
.5 ὁμοῖον ἡμῖν ἔσται it will be all the same, all one to us, Hdt.8.80 ;σὺ δ' αἰνεῖν εἴτε με ψέγειν θέλεις, ὁμοῖον A.Ag. 1404
, cf. 1239, E.Supp. 1069 ;ἐν τῷ ὁ. καθειστήκει Th.2.49
.6 τὸ ὅ. ἀνταποδιδόναι give 'tit for tat', Hdt.1.18 ; so τὴν ὁμοίην (sc. δίκην, χάριν)ἀποδιδόναι τινί Id.4.119
, 6.21,62 ; τὴν ὁ. φέρεσθαι παρά τινος to have a like return made one, ibid. ; ἐπ' ἴσῃ καὶ ὁμοίᾳ, v. ἴσος 11.2.7 ἐν ὁμοίῳ ποιεῖσθαί τι hold a thing in like esteem, Id.7.138,8.109.8ἐκ τοῦ ὁ.
in like fashion, likewise,Th.
6.78,87 ;ἐκ τῶν ὁ.
ceteris paribus,Pl.
Phdr. 243d ; on equal terms, in fair fight, A.Ag. 1423 ; so ἐν τῷ ὁ. στρατεύεσθαι καὶ ὅτε.. as when.., Th.6.21, etc.II of the same rank or station, Hdt.1.134 ;γαμεῖν ἐκ τῶν ὁ. Cleobul.
ap. Stob.3.1.172, POxy.124.2 (iii A.D.), PSI 2.120.33 (iv A.D.?): hence οἱ ὅμοιοι, in aristocratic states, peers, all citizens who had equal right to hold state-offices, esp. at Sparta, X.HG 3.3.5, Lac.13.1,7, Arist.Pol. 1306b30 ; .III Geom., of figures, similar, Euc.6 Def.1, 3 Def.11, al. ; of angles, similar, i.e. equal, Arist.Cael. 296b20, 297b19, 311b34, cf. Thalesap.Procl.in Euc.1p.251F.2 of Numbers, square, the product of two equal factors, Plot.6.2.21 ; cf.ἀνόμοιος 2
.B Construction:1 abs., freq. in Hom., etc. (v. supr.).2 c. dat. of the person or thing which another resembles: so always in Hom., Hes., and usu. in Hdt. and [dialect] Att. (v. supr.): but sts. c. gen., τοῖσι τούτων ὁμοίοις χύμασι v.l. in Hp.Art.12 (DielsZtschr.f.vergl. Sprachf.47.200), v. l. in Hdt.3.37 and Pl.R. 472d ; τουτέων οὐκ ἔστιν ἄλλο ἔθνος ὁμοίας τὰς κεφαλὰς ἔχον οὐδέν (ellipt. as in b. infr.) Hp. Aër.14 ;ὁ λεκτικὸς πῇ μὲν ὅμοιος Ἡροδότου, πῇ δὲ ἐνδεέστερος D.H. Pomp.4
;ὁμοία ἀνδριάντος Dion.Byz.53
;ὅμοιον ἱέρακος Cyran.22
, cf. 12.b ellipt. phrases, κόμαι Χαρίτεσσιν ὁμοῖαι, for κόμαι ταῖς τῶν Χαρίτων ὁμοῖαι, Il.17.51 ; οὔ τις ὁμοῖα νοήματα Πηνελοπείῃ ᾔδη, for τοῖς τῆς Πηνελοπείης, Od.2.121 : also in Prose, ἅρματα ὅ. ἐκείνῳ, for τοῖς ἐκείνου, X.Cyr.6.1.50 ; ὁμοίαν ταῖς δούλαις ἐσθῆτα, for τῇ τῶν δουλῶν, ib.5.1.4 ; cf.ἴσος 1.1
,συγγενής 111.2
.3 c. acc. of that in which a person or thing resembles another,ἀθανάτῃσι φυὴν καὶ εἶδος ὁμοίη Od.6.16
, cf. 3.468, Il.5.778 ;ὀργὴν ὁ. τῷ κάκιστ' αὐδωμένῳ A.Th. 678
, cf. S.Aj. 1153, etc.: also with Preps.,ὁμοῖοι ἐν πολέμῳ Il.12.270
;ἐς φύσιν οὐδὲν ὁ. Batr.32
;ὅ. τινὶ πρός τι X.Cyn.5.29
; but οὐδὲν ὁμοῖον ἦν μοι πρὸς τοῦτον I had nothing in common with him, Is. 8.26.4 c. inf., θείειν ἀνέμοισιν ὁμοῖοι like the winds in running, Il. 10.437 ; τῷ οὔ πώ τις ὁμοῖος κοσμῆσαι ἵππους like him to marshal or in marshalling horses, 2.553, cf. 14.521 ; ὅμοιοι ἦσαν θαυμάζειν (s. v.l., θαυμάζοντες codd. dett.) X.An.3.5.13.5 folld. by a Relat., ὁμοίη, οἵην με τὸ πρῶτον ἐν ὀφθαλμοῖσι νόησας like as when thou saw'st me first, h.Ven. 178 ;ὅμοιον.., οἷόνπερ τὸ τῶν ποταμῶν X.HG4.2.11
, cf. Hier.7.5, Cyr.6.1.37 : folld. by ὅσπερ, Id.An.5.4.34 ; byὥσπερ, ὁ. ἀτμὸς ὥσπερ ἐκ τάφου πρέπει A.Ag. 1311
, cf. X.Smp.4.37 ; by ὥστε, E.Or. 697 ; v. infr. c.6 folld. by καί (='as'),γνώμῃσι ἐχρέωντο ὁμοίῃσι καὶ σύ Hdt.7.50
, cf. Th.1.120, Pl.Cri. 48b, Tht. 154a ;οὐδέν τι γενόμενος ἐς Ἀχαιοὺς ὅμοιος [ἢ] καὶ Καλλίστρατος.. Paus.7.16.4
; v. καί A. 111.C Adv., freq. in the neut. sg. and pl. ὅμοιον, ὅμοια (older ὁμοῖον, ὁμοῖα) in like manner with, c. dat., ὁμοῖα τοῖσι μάλιστα 'second to none', Hdt.3.8, cf. Th.7.29 ;ὁμοῖα τοῖσι πλουσιωτάτοισι Hdt.3.57
;ὅμοιον μουσίσδει.. ταῖσιν ἀηδονίσι Theoc.8.37
: folld. by a relat. Partic., ὁμοῖον ὥστε.. even as, S.Ant. 587 (lyr.) ;ὁ. ὡς εἰ.. Pl.Lg. 628d
;ὁμοῖα καὶ βοῦς ἐργάτης S.Fr. 563
.II regul. Adv. ὁμοίως in like manner with, c. dat., Hdt.1.32, al. ;τοῖς μάλισθ' ὁ. D.Ep.2.24
: folld. by a relat. Partic.,ὁ. ὡς εἰ.. Hdt.1.155
;ὁ. ὥσπερ.. X.Cyr.1.4.6
;ὁ. καὶ.. Hdt. 7.86
, 8.60.β' : abs., ὁ. δέ and in like manner, PEleph.15.1 (iii B. C.), etc.2 alike, equally, Pi.P.9.78, Hdt.7.100 ;Δαναοῖσι Τρωσί θ' ὁ. A.Ag.67
(anap.) ;λέγειν.. σιγᾶν θ' ὁ. Id.Eu. 278
, etc. ;τῷ νῷ θ' ὁ. κἀπὸ τῆς γλώσσης S.OC 936
;ὁ. μὲν.., ὁ. δὲ.. Pl.Prt. 319d
;ὁ. ἀμφοῖν ἀκροάσασθαι D.18.2
;ὁ. ἔχειν
to be uniform,Arist.
Ph. 261b25 : prov.,οὐδ' ὅκου χώρης οἱ μῦς ὁ. τὸν σίδηρον τρώγουσιν
like any other food,Herod.
3.76 (but perh. all alike, cf. Ar.Eq. 1296 cod. R, Th.5.15 (s. v.l.), Plu.2.763c): [comp] Comp.- ότερον AP11.233
(Lucill.): [comp] Sup. . -
25 ὑπεκλύω
A loosen or weaken a little,τὴν γνώμην Plu.Nic.14
;τὴν σφοδρότητα τῆς ἐμβολῆς J.BJ7.8.5
;τὸν τῆς ὁλκῆς τόνον Sor.2.61
(prob.); ἐπὶ συνουσίαν ὁρμάς Ps.-Dsc.1.103; [ ὁ οἶνος] στρατηγοὺς τῆς φρονήσεως ὑπεκλύει Sch.Il.6.260; weaken the force of,τὸν λόγον A.D.Synt.224.4
:—[voice] Pass., cease, become weaker and weaker,παλμοὶ ὑπεκλυόμενοι Hp.Mul.1.25
; οἶνος Sch.Ar.V. 151;ὑπεκλυομένην ἴσχει τὴν ταραχήν S.E.M.11.214
, cf. Sor.2.11: c. gen., to be freed from, τινος A.D.Synt.41.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπεκλύω
-
26 γιγνώσκω
γιγνώσκω, [dialect] Dor. (Epich.9, Pi.O.6.97), [dialect] Aeol., [dialect] Ion., and after Arist. [full] γινώσκω, but γιγνώσκω in early [dialect] Att. Inscrr., as IG12.127.19 ([etym.] κατα-), etc.: [tense] fut.Aγνώσομαι Il.23.497
, etc., [dialect] Dor. [ per.] 3sg.γνωσεῖται Call.Lav. Pall.123
( γνώσω is f.l. in Hp.Steril.215); Cret. form ἀνα-γνώοντι dub. in GDI 5075 (for [tense] aor. 1, v. ἀναγιγνώσκω): [tense] pf.ἔγνωκα Pi.P.4.287
, etc.: [tense] aor. 2ἔγνων Il.13.72
, etc., [dialect] Ep. dualγνώτην Od.21.36
, [dialect] Dor. [ per.] 3pl.ἔγνον Pi.P.4.120
; imper.γνῶθι Epich.[264]
, etc.; subj.γνῶ, γνῷς, γνῷ Il.1.411
, etc., [dialect] Ep. alsoγνώω, γνώομεν Od.16.304
,γνώωσι Il.23.610
; opt.γνοίην Il.18.125
, etc.; pl.γνοῖμεν Pl.Alc.1.129a
; inf.γνῶναι Od.13.312
, etc., [dialect] Ep.γνώμεναι Il.21.266
; part. , etc.:—[voice] Med., [tense] aor. 1γνώσασθαι Man.2.51
:—[voice] Pass., [tense] fut.γνωσθήσομαι Ar.Nu. 918
, Th.1.124, etc.: [tense] aor.ἐγνώσθην A.Supp. 7
(lyr.), E.El. 852, Th.2.65: [tense] pf. , Th.3.38:— come to know, perceive, and in past tenses, know, c. acc., Il.12.272, etc.; as dist. fr. οἶδα know by reflection, γιγνώσκω, = know by observation,γνόντες δὲ εἰδότας περιορᾶν Th.1.69
; ; χαλεπόν ἐστι τὸ γνῶναι εἰ οἶδεν ἢ μή it is hard to perceive whether one knows or not, Arist.AP0.76a26; discern, distinguish, recognize, ; ἀσπίδι γιγνώσκων by his shield, ib. 182; ironically, εὖ νύ τις αὐτὸν γνώσεται he will learn him to his cost, 18.270;νῦν ἔγνων τὸν Ἔρωτα Theoc.3.15
: sts. c. gen., γνώτην ἀλλήλων were aware of.., Od.21.36, cf. 23.109.2 folld. by relat. clauses, γιγνώσκω δ' ὡς .. I perceive that.., 21.209;ἔγνως ὡς θεός εἰμι Il.22.10
;ἔγνωκας ὡς οὐδὲν λέγεις Ar.Nu. 1095
; γ. ὅτι .. Heraclit. 108, A.Pr. 104, 379, etc.; ἵν' εἰδῆτε ὑμεῖς καὶ γνῶτε ὅτι .. D.21.143;γνώμεναι εἴ μιν.. φοβέουσι Il.21.266
;γ. τί πέπονθε πάθος Pl.Phlb. 60d
: c. acc. and relat. clause,Τυδείδην δ' οὐκ ἂν γνοίης, ποτέροισι μετείη Il.5.85
;γ. θεοὺς οἵτινές εἰσι Heraclit.5
;Σωκράτην γ. οἷος ἦν X.Mem.4.8.11
; τοὺς Πέρσας γ. ὅτι .. Id.Cyr.2.1.11; alsoἀλλοτρίας γῆς γ. ὅτι δύναται φέρειν Id.Oec.16.3
: c. part., ἔγνων μιν.. οἰωνὸν ἐόντα perceived that he was.., Od.15.532; ;ἔγνωκα.. ἠπατημένη S.Aj. 807
; ἔγνων ἡττημένος I felt that I was beaten, Ar.Eq. 658;χρυσῷ πάττων μ' οὐ γιγνώσκεις Id.Nu. 912
, cf. Antipho 5.33, X.Cyr. 7.2.17: c. gen., ὡς γνῶ χωομένοιο when he was aware of.., Il.4.357, cf. Pl.Ap. 27a: c. inf., : c. acc. et inf., recognize that.., Th.1.43, etc.; take a thing to mean that.., Hdt.1.78: c. dupl. acc., perceive or know another to be..,οἵους γνώσεσθε τοὺς ἀνθρώπους X.An.1.7.4
: abs., ὁ γιγνώσκων the perceiver, opp. τὰ γιγνωσκόμενα the objects perceived, Pl.R. 508e; also ὁ γ. one who knows, a prudent person, ib. 347d:—[voice] Pass., εἰ γνωσθεῖεν ᾧ .. if it were known of them in what.., Id.Prt. 342b.II form a judgement, think,ταὐτά Hdt.9.2
;τἀναντία τούτοις γ. X. HG2.3.38
;οὕτω γ. Id.An.6.1.19
;τὰ δίκαια γ. Lys.22.2
; ἃ γιγνώσκω λέγειν ( = τὴν γνώμην λ.) D.4.1;περὶ τῆς βοηθείας ταῦτα γιγνώσκω Id.1.19
; τοῦτο γιγνώσκων, ὅτι .. Men.572, cf. 648;ὡς ἐμοῦ ἀγωνιουμένου οὕτω γίγνωσκε X.Cyr.2.3.15
: abs., αὐτὸς γνώσῃ see thou to that, Pl.Grg. 505c; esp. in dialogue, ἔγνων I understand, S.Aj. 36; ἔγνως you are right, Id.Tr. 1221, E.Andr. 883; ἔγνωκας; Lat. tenes? Nausicr.1.5; judge, determine, decree that.., c. acc. et inf., Hdt.1.74, 6.85, Isoc.17.16: c. inf., determine to.., And.1.107:— [voice] Pass., to be pronounced, of a sentence or judgement, Th.3.36;παρανόμως γνωσθεῖσα δίαιτα D.33.33
, cf. 59.47;κρίσις ἐγνωσμένη ὑπό τινος Isoc.6.30
.2 [voice] Pass., of persons, to be judged guilty, A.Supp.7;γνωσθέντα ζημιοῦσιν οἱ νόμοι Arist.Rh.Al. 1431b30
;τεθνάτω ἐὰν γνωσθῇ, ἐὰν δὲ φυγὴ γνωσθῇ, φευγέτω IG12.10.29
.3 [tense] pf. [voice] Pass. with act. sense, ὡμολόγηκεν ὑμᾶς ὑπάρχειν ἐγνωσμένους are determined, D. 18.228 (sed leg. ἡμᾶς).IV γ. χάριν, = εἰδέναι χάριν, D.C.39.9.B causal, make known, celebrate,γνώσομαι τὰν ὀλβίαν Κόρινθον Pi.O.13.3
acc. to Sch. ad loc., v. dub. (Root γνω-, cf. Skt. jānāmi, jñātas, Lat. gnosco, gnotus, etc.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γιγνώσκω
-
27 μέμφομαι
Aἐμέμφετο Batr.70
: [tense] fut. , etc.: [tense] aor.ἐμέμφθην Hdt.1.77
, 3.13, Pi.N.11.30 ( κατα-), E.Hipp. 1402, al., Th.4.85 (in pass. sense, Ph.1.301, A.D.Synt.67.22): but in [dialect] Att. and Trag. commonly ἐμεμψάμην, as A.Pr. 1073 (anap.), And.4.3, Th.1.143, also in Mimn.14.5, Hdt.2.24: [tense] pres. in pass. sense, D.L.6.47, Asp. in EN133.14: [tense] fut. μεμφθήσομαι Ps.-Men. in Meineke Fragm.Com.Gr.iv p.337:—blame, censure, first in Hes. (though ἐπιμέμφομαι occurs in Hom.):1 c. acc. pers.,μέμψονται δ' ἄρα τούς Hes.Op. 186
, cf. Thgn.797, Pi.N.7.64, S.El. 384, etc.;μ. τύχην A. Pr. 1073
(anap.);μ. τὸν θέντα τὸν νόμον And.4.3
; κατὰ τὸ μαντήϊον οὐκ ὀρθῶς ὁ Κροῖσος μέμφεται (sc. τὸν Λοξίαν) Hdt.1.91;μ. τινὰ πρὸς τοὺς φίλους X.Oec.11.23
;μ. τινὰ εἴς τι Id.An.2.6.30
.b c.acc. rei,οἶνε, τὰ μέν σ' αἰνῶ, τὰ δὲ μέμφομαι Thgn.873
; μ. τὴν γνώμην, τὰ δῶρα, Hdt.1.207, 3.13;μ. τὴν φιλοσοφίαν Pl.Euthd. 305b
;ἄλλο οὐδὲν μ. X. An.7.6.39
; ;ταῦτα.. προτ' ἐμὸν θυμὸν ἐμεμψάμαν Theoc.30.24
.2 c. dat. pers. et acc. rei, impute as blameworthy, cast in one's teeth, Sapph.Supp. 14.7 (prob.), Hdt.3.4,4.180, Ar.Nu. 525, Av. 137, Th.1.143, etc.: also c. acc. cogn.,τῷ Λοξίᾳ μέμψιν μ. Ar.Pl.10
, etc.; μ. τινὶ ὅτι .. Hdt.9.6, cf. 6.92; οὕνεκα .. E.Hel.31; εἰ .. Th.4.85: c. dat. pers. et gen. rei, : c. gen. pers. et acc. rei, ὃ μάλιστα μέμφονται ἡμῶν which is the chief complaint they make against us, Th.1.84.3 c. dat. pers. only, to be dissatisfied with, find fault with, A.Th. 560, Pr.63, S.Tr. 470, E.Or. 285, IA 899 (troch.), X.Mem.3.5.20, Ep.Hebr.8.8: with part.added,μ. ἡμῖν λογισαμένοις Luc.Charid.20
;ὡς κακῶς βουλευομένοις Pl.Phdr. 234b
, cf. Cri. 50d.4 c. gen. rei only, complain of,οὐ μάχης.. μέμψει A. Fr.199.3
;εἴ τι μέμφῃ τῆς ἐμῆς ἀπουσίας E.Hec. 962
; τιμῆς ἐμέμφθη of her [neglected] honour (cf.εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται Il.1.93
), E.Hipp. 1402;μ. τῶν γεγενημένων Th.8.109
.6 abs., find fault, complain, A.Supp. 137 (lyr.); . in Law, οἱ μεμφόμενοι the plaintiffs, GDI 4998 ([place name] Gortyn).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέμφομαι
-
28 προαποφαίνω
A declare or explain before,τὴν μουσικὴν δύναμιν Plu.2.1146c
;Καίσαρα π. τύραννον App.BC2.127
:—[voice] Med., π. τὴν γνώμην declare one's opinion before, Pl.Prt. 340b, cf. App.Mac.9.1.: abs., Pl.Hp.Ma. 288d; express an opinion off-hand,εἰς πρᾶγμα Plu.Mar.29
:—[voice] Pass.,τὰ -φανθέντα PLips.38.11
(iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προαποφαίνω
-
29 συγκλέπτω
II deceive, elude,σ. τὴν γνώμην καὶ τὴν ὄψιν αἱ ῥαφαί Hp.VC12
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκλέπτω
-
30 ψεύδω
A , X.Cyr.1.5.13: [tense] aor. , Plb.18.11.11, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut.ψευσθήσομαι S.Tr. 712
, Gal.15.143: [tense] aor.ἐψεύσθην Hdt.1.141
, etc.: [tense] pf. ἔψευσμαι (v. infr.); imper.ἐψεύσθω Aeschin.1.162
:—cheat by lies, beguile, τινα S.OC 628, etc.:—[voice] Pass., to be cheated, deceived, A.Ch. 759, etc.; εἰ μὴ πολύ γε ἔψευσμαι unless I am much deceived, Antipho 3.2.1.2 c. gen., cheat, balk, disappoint one of a thing,ψεύσει σ' ὁδοῦ τῆσδ' ἐλπίς E.Hec. 1031
;ἔψευσας φρενῶν Πέρσας A.Pers. 472
; ;πιστεύω.. μὴ ψεύσειν με.. τὰς ἐλπίδας X.Cyr.1.5.13
; :—[voice] Pass., to be cheated balked, disappointed, τινος of a thing, ψευσθῆναι ἐλπίδος, γάμου, Hdt.1.141, 5.47; (lyr.); (troch.); ψευσθέντες τῶν σκοπῶν disappointed of receiving tidings from the scouts, Th.8.103.3 in [voice] Pass., also, to be deceived, mistaken in or about a thing, ἐψευσμένοι γνώμης deceived in their judgement, mistaken in opinion, Hdt.8.40, cf. S.Tr. 712 (alsoψευσθῆναι γνώμῃ Hdt.7.9
.γ) ; ἐψευσμένοι τῆς Ἀθηναίων δυνάμεως deceived or mistaken in their notions of the Athenian power, Th.4.108; πολλῶν ἐψεύσθητε τῆς οὐσίας you have often had a mistaken idea of a man's wealth, Lys.19.45;τούτου οὐκ ἐψεύσθην Pl.Ap. 22d
;ἐψεῦσθαι τῆς ἀληθείας Id.R. 413a
;τῆς ὥρας And.1.38
;ἐψευσμένοι τῶν ὄντων Pl.Tht. 195a
; ἐψεῦσθαι ἑαυτῶν, opp. εἰδέναι ἑαυτούς, X.Mem.4.2.26; alsoψευσθῆναι ἔν τισι Hdt.9.48
;περί τινος X.An.2.6.28
, Pl.Prt. 358c: also c. acc.,ἐψεύσθη τοῦτο X.An.1.8.11
, etc.; αὐτοὺς ἐψευσμένη ἡ Ἑλλάς deceived in its estimate of them, Th.6.17 (where αὐτοὺς is prob. corrupt, and shd. perh. be omitted): c. acc. cogn., εὐτυχέστατον ψεῦσμα ἐψευσμένος most happily deceived or mistaken, Pl.Men. 71d: more rarely in [voice] Act., καί μ' ἔψευσας ἐλπίδος πολύ thou hast much belied my expectation, i.e. turned out better than I feared, S.Aj. 1382.4 of statements, to be untrue, ἡ τρίτη τῶν ὁδῶν μάλιστα ἔψευσται the third mode of explanation is most untrue, most mistaken, Hdt.2.22.II c. acc. rei, like ψευδοποιέω 11, represent a thing as a lie, falsify, (prob. for σημάτων) ; ψεύδει ἡ πίνοια τὴν γνώμην afterthought gives opinion the lie, Id.Ant. 389:— [voice] Pass., ἢν τάδε ψευσθῇ λέγων if his word prove (lit. be proved) false, Id.Ph. 1342; ἡ ψευσθεῖσα ὑπόσχεσις the promise broken, Th.3.66; have been falsely reported,D.
52.23; in E.Andr. 346 for ἀλλὰ ψεύσεται it will be falsely said, Porson's correction ἐψεύσεται is probable ( πεύσεται Kiehl).B earlier and more common [full] ψεύδομαι, imper.ψεύδεο Il.4.404
(the [voice] Act. is very rare in [dialect] Att. Prose): [tense] fut.ψεύσομαι Hom.
, Pi., [dialect] Att.: aor ἐψευσάμην, v. infr.: [tense] fut. 2 ἐψεύσομαι ( will have made a false statement) Gal.15.137(s. v.l.): [tense] pf.ἔψευσμαι X.An.1.3.10
.I abs., lie, speak false, play false,ψεύσομαι ἦ ἔτυμον ἐρέω; Il.10.534
, Od.4.140;οὐκ οἶδα ψεύδεσθαι h.Merc. 369
;οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ Pi.O.13.52
;περί τινος Pl.Prt. 347a
; ψ. κατά τινος, opp. λέγειν τἀληθῆ κατά τινος, Id.Euthd. 284a, Lys.22.7;ψ. πρός τινα X.An.1.3.5
;ψ. τινι Act.Ap. 5.4
andεἴς τινα Ep.Col.3.9
.2 c. inf., say falsely, pretend that.., Plu.2.506d.3 c. acc. rei, say that which is untrue, whether intentionally or not,τοῦτό γ' οὐκ ἐψεύσατο Ar.Ec. 445
;οὐδὲν αὐτῶν ψεύδεται Id.Ach. 561
;κἂν λάβῃς ἐψευσμένον, φάσκειν ἔμ' ἤδη μαντικῇ μηδὲν φρονεῖν S.OT 461
;ἐάν τι μὴ ἀληθὲς λέγω.., εἰπὲ ὅτι τοῦτο ψεύδομαι· ἑκὼν γὰρ εἶναι οὐδὲν ψεύσομαι Pl.Smp. 214e
, cf. X.Mem.4.2.19;περὶ ὧν ἔψευσται διδάσκειν ὑμᾶς Lys.3.21
.5 ὁ ψευδόμενος, the Liar, name of a fallacy or logical puzzle invented by Eubulides, a disciple of Euclides of Megara, Thphr. ap. D.L.2.108, cf. Chrysipp.Stoic.2.92 ( ψευδόμενος is an interpolation inὁ σοφιστικὸς λόγος ψ. Arist.EN 1146a22
).II like [voice] Act. 11, belie, falsify, ὅρκια ψεύσασθαι break them, Il.7.352; soσυνθήκας ψ. X.Ages.1.12
;γάμους E.Ba. 31
, 245; so in [tense] plpf.,ἔψευστο τὴν ξυμμαχίαν Th.5.83
; so also οὐκ ἐψεύσαντο τὰς ἀπειλάς they did not belie, i.e. they made good, their threats, Hdt.6.32; τὰ χρήματα.. ἐψευσμένοι ἦσαν had broken their word about the money, X.An.5.6.35.III like [voice] Act. 1, deceive by lies, cheat,Αοξίαν ἐψευσάμην A.Ag. 1208
, cf. X.HG3.1.25; also ψ. τινά τι deceive one in a thing, S.OC 1145, E.Alc. 808; ἅπερ αὐτὸν οὐ ψεύσομαι and therein I will not disappoint him (ironical), i.e. I will carry out my threat, And.1.123; τῶν ἔργων ὧν ἂν τὸν ἐκδόντα ψεύσηται (ὧν being in gen. by attraction) Pl.Lg. 921a.IV of combinations of words, make a false statement, Arist.Int. 16a3. -
31 ἀπάγω
ἀπάγω [ᾰγ],A lead away, carry off,ἀπάγουσι βόας καὶ ἴφια μῆλα Od.18.278
;ἀ. τινὰ ἐκτόπιον S.OT 1340
(lyr.), cf. 1521, etc.; προσάγειν.., ἀπάγειν, bring near.., hold far off, Arist.GC 336a18; ἀ. ἀχλὺν ἀπ' ὀφθαλμῶν remove it, Thphr.HP7.6.2;τὸ ἱμάτιον ἀπὸ τοῦ τραχήλου Plu.Ant. 12
; οὐκ ἀπάξετε ταῦτα; stop this fooling! Jul.Or.7.225a:—[voice] Med., take away for or with oneself,παρθένον Hdt.1.196
, cf. 4.80, Ar.Nu. 1105, etc.; or that which is one's own, X.Cyr.3.1.37, etc.:—[voice] Pass., brought to a point, tapering off,Hdt.
7.64, cf. 2.28, Arist. PA 658b30.2 lead away, draw off troops,τῆς στρατιῆς τὸ πολλόν Hdt.1.164
, cf. Th.1.28, al.;ἄπαγε τὸν ἵππον Ar.Nu.32
.b elliptically, retire, withdraw, Hdt.5.126, X.HG1.1.34, al.; 'go off', Apollod.Epit.3.3.II bring back, bring home, Il.18.326;ἀπήγαγεν οἴκαδε Od.16.370
, cf. S.Ph. 941, X.An.1.3.14;ἀ. ὀπίσω Hdt.9.117
.III return, render what one owes, pay, , cf. X.Cyr.2.4.12, Th.5.53; render service, honour, etc.,κώμους πρὸς τάφον E.Tr. 1184
;θεωρίαν εἰς Δῆλον Pl.Phd. 58b
.IV arrest and carry off,ἀπάγετε αὐτὸν παρ' ἐμέ Hdt.2.114
, cf 6.81;δεῖν κἀπάγειν ἐφίετο E.Ba. 439
:—[voice] Pass.,ἀπαχθέντας παρ' ἑωυτόν Hdt.6.119
.2 law-term, bring before a magistrate and accuse (cf. ), Antipho5.85; ἀσεβείας for impiety, D.22.27;ἀ. ὡς θεσμοθέτας Id.23.31
;ἀ. τοῖς ἕνδεκα Id.24.113
; τὴν ἐπὶ θανάτῳ -εσθαι Sch.Arist.Rh. 1397a30ap.D.H.Amm.1.12.3 carry off to prison, Pl.Grg. 486a, Ar.Ach.57;εἰς τὸ δεσμωτήριον And.4.181
, D.23.80, 35.47 ([voice] Pass.): abs.,ὡς γόης ἀπαχθῆναι Pl.Men. 80b
;ἀπαχθείς Lys.25.15
.V lead away, divert from the subject, esp. by sophistry,ἀπὸ τοῦ ὄντος ἐπὶ τοὐναντίον Pl.Phdr. 262b
;ἀ. τινὰ ἀπὸ τῆς ὑποθέσεως D.19.242
;ἀ. τὸ ὀργιζόμενον τῆς γνώμης
divert..,Th.
2.59; ἀπὸ δεινῶν ἀ. τὴν γνώμην ib.65.b in Logic, reduce,εἰς ἀδύνατον Arist.APr. 29b9
:—impers. in [voice] Pass.,ἀπῆκται ἄρα εἰς.. Papp. 798.11
.c in later Greek, reduce, drive an opposing disputant,ἐπὶ ψεῦδος S.E.P.2.233
; εἰς ἀντίφασιν, εἰς ἄτοπον, Phlp.in APr. 21.31, 58.14:—[voice] Pass.,εἰς ἀδύνατον ἀπαχθῆναι Arr.Epict.1.7.25
, cf. Phlp.in APr.129.2.VI simply, carry,ἐν ἀριστερᾷ τόξον Id.Lg. 795a
. -
32 ἀφανίζω
A- ῐῶ X.An.3.2.11
, Pl.Tht. 184a: [tense] pf.ἠφάνικα D.36.18
:—make unseen, hide,νεφέλη.. ἠφάνισεν ἥλιον X.An.3.4.8
; hush up, : hence, lose sight of, Eub.107.18;ἀ. τὸ συμφορώτατον
do away with, reject,Hp.
VM21 (v.l. for ἀφαιρέοντας); make away with a person, Hdt.3.126, X.Mem.1.2.53, Th.4.80;μή μ' ἀφανίσῃ λαβών Men. Epit. 210
:—[voice] Pass., τὴν γνώμην μηδὲν.. ἀφανισθεῖσαν in no part concealed or suppressed, Th.7.8.2 do away with, remove, (lyr.); τινὰ πόλεος carry one off from the city, E.Ph. 1041 (lyr.);Μούσας ἀ. Ar.Nu. 972
; ἀ. αὑτὸν εἰς τὸν νεών disappear into the temple, Id.Pl. 741.3 destroy,Ἀθήνας X.An.3.2.11
, cf. Plb.1.81.6, LXXDe.7.2;ὅλως ἀ. ἱερά D.21.147
, cf. Epigr.Gr.376.8 ([place name] Aezani).4 obliterate writing, Th.6.54; footsteps, X.Cyn.5.3, etc.; traces of bloodshed, Antipho 5.45; spirit away a witness, ib.52; get rid of, .5 secrete, steal, X.Oec.14.2.6 obscure, mar one's good name, etc., πατρικὰς ἀρετάς, ἀξίωσιν, δόξαν, Th.7.69, 2.61: in good sense, ἀ. ἀγαθῷ κακόν wipe out ill deeds by good, ib.42;δύσκλειαν Id.3.58
; τὰ χρώματα ἀ. ἐκ τοῦ σώματος, of the wasting effect of grief, Antiph.98; τρίχα βαφῇ ἀ. disguise it by dyeing, Ael.VH7.20; ἀ. τὰ πρόσωπα (cf. ἀπρόσωπος), of artificial disfigurement, Ev.Matt.6.16, cf. LXXJl.2.20, Za.7.14.b spoil, οἶνον, ὕδωρ, Sor.1.90, Gal.9.645.7 make away with property, etc., ἀργύριον, ναυτικόν, ἀνθρώπους, Aeschin. 1.101, 3.222, D.28.12;ἀ. τὴν οὐσίαν Aeschin.1.103
; but, conceal the existence of, ἐργαστήριον, οὐσίαν, D.27.26,44.9 ἀφανίσαι· σκεπάσαι, προνομεῦσαι, Hsch.II [voice] Pass., disappear, be missing, Hdt.4.8, 124, S.Ant. 255; of persons buried by a sand-storm, Hdt.3.26; or lost at sea, Th.8.38, X.HG1.6.33; ἀ. κατὰ τῆς θαλάσσης, of islands, Hdt.7.6;ὑποβρύχιος ἠφ. Plu.Crass.19
;ἀ. ἐκ τῶν Θρηίκων Hdt.4.95
;ἐξ ἀνθρώπων Lys.2.11
; ἀ. εἰς ὕλην disappear into it, X.Cyn.10.23; καταγελασθὲν ἠφανίσθη was laughed down and disappeared, Th.3.83.2 live retired, X.Ages.9.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφανίζω
-
33 ἄν
ἄν (A), [pron. full] [ᾰ], [dialect] Ep., Lyr., [dialect] Ion., Arc., [dialect] Att.; also κεν) [dialect] Ep., [dialect] Aeol., Thess., κᾱ [dialect] Dor., [dialect] Boeot., El.; the two combined in [dialect] Ep. (infr. D. 11.2) and Arc.,Aεἰκ ἄν IG5(2).6.2
, 15 (iv B. C.):—modal Particle used with Verbs to indicate that the action is limited by circumstances or defined by conditions. In Hom. κε is four times as common as ἄν, in Lyr. about equally common. No clear distinction can be traced, but κε as an enclitic is somewhat less emphatic; ἄν is preferred by Hom. in negative clauses, κε ([etym.] ν) with the relative.A In Simple Sentences, and in the Apodosis of Compound Sentences; here ἄν belongs to the Verb, and denotes that the assertion made by the Verb is dependent on a condition, expressed or implied: thus ἦλθεν he came, ἦλθεν ἄν he would have come (under conditions, which may or may not be defined), and so he might have come; ἔλθοι may he come, ἔλθοι ἄν he would come (under certain conditions), and so he might come.I WITH INDICATIVE:1 with historical tenses, generally [tense] impf. and [tense] aor., less freq. [tense] plpf., never [tense] pf., v. infr.,a most freq. in apodosis of conditional sentences, with protasis implying nonfulfilment of a past or present condition, and apod. expressing what would be or would have been the case if the condition were or had been fulfilled. The [tense] impf. with ἄν refers to continued action, in Hom. always in past time, exc. perh. . 178; later also in [tense] pres. time, first in Thgn.905; πολὺ ἂν θαυμαστότερον ἦν, εἰ ἐτιμῶντο it would be far more strange if they were honoured, Pl.R. 489a; οὐκ ἂν νήσων ἐκράτει, εἰ μή τι καὶ ναυτικὸν εἶχεν he would not have been master of islands if he had not had also some naval power, Th.1.9. The [tense] aor. strictly refers only to past time, Pi.N.11.24, etc.; εἰ τότε ταύτην ἔσχε τὴν γνώμην, οὐδὲν ἂν ὧν νυνὶ πεποίηκεν ἔπραξεν if he had then come to this opinion, he would have accomplished nothing of what he has now done, D.4.5, al., but is used idiomatically with Verbs of saying, answering, etc., as we say I should have said,εἰ μὴ πατὴρ ἦσθ', εἶπον ἄν σ' οὐκ εὖ φρονεῖν S.Ant. 755
, cf. Pl.Smp. 199d, Euthphr. 12d, etc.: the [tense] plpf. refers to completed actions, as ὃ εἰ ἀπεκρίνω, ἱκανῶς ἂν ἤδη παρὰ σοῦ τὴν ὁσιότητα ἐμεμαθήκη I should have already learnt.., ib. 14c;εἰ ὁ ἀνὴρ ἀπέθανεν, δικαίως ἂν ἐτεθνήκει Antipho 4.2.3
.b the protasis is freq. understood: ὑπό κεν ταλασίφρονά περ δέος εἷλεν fear would have seized even the stout-hearted (had he heard the sound), Il.4.421; τὸ γὰρ ἔρυμα τῷ στρατοπέδῳ οὐκ ἂν ἐτειχίσαντο they would not have built the wall (if they had not won a battle), Th.1.11; πολλοῦ γὰρ ἂν ἦν ἄξια for (if that were so) they would be worth much, Pl.R. 374d; οὐ γὰρ ἦν ὅ τι ἂν ἐποιεῖτε for there was nothing which you could have done, i. e. would have done (if you had tried), D.18.43.c with no definite protasis understood, to express what would have been likely to happen, or might have happened in past time: ἢ γάρ μιν ζωόν γε κιχήσεαι, ἤ κεν Ὀρέστης κτεῖνεν ὑποφθάμενος for either you will find him alive, or else Orestes may already have killed him before you, Od.4.546; ὃ θεασάμενος πᾶς ἄν τις ἀνὴρ ἠράσθη δάϊος εἶναι every man who saw this (the 'Seven against Thebes') would have longed to be a warrior, Ar. Ra. 1022; esp. with τάχα, q. v., ἀλλ' ἦλθε μὲν δὴ τοῦτο τοὔνειδος τάχ' ἂν ὀργῇ βιασθὲν μᾶλλον ἢ γνώμῃ φρενῶν, i. e. it might perhaps have come, S.OT 523; τάχα ἂν δὲ καὶ ἄλλως πως ἐσπλεύσαντες (sc. διέβησαν ) and they might also perhaps have crossed by sea (to Sicily) in some other way, Th.6.2, cf. Pl.Phdr. 265b.d ἄν is freq. omitted in apodosi with Verbs expressing obligation, propriety, or possibility, as ἔδει, ἐχρῆν, εἰκὸς ἦν, etc., and sts. for rhetorical effect, εἰ μὴ.. ᾖσμεν, φόβον παρέσχεν it had caused (for it would have caused) fear, E.Hec. 1113. This use becomes more common in later Gk.2 with [tense] fut. ind.:a frequently in [dialect] Ep., usu. with κεν, rarely ἄν, Il.9.167, 22.66, indicating a limitation or condition, ὁ δέ κεν κεχολώσεται ὅν κεν ἵκωμαι and he will likely be angry to whom- soever I shall come, ib.1.139; καί κέ τις ὧδ' ἐρέει and in that case men will say, 4.176;ἐγὼ δέ κέ τοι καταλέξω Od.3.80
; so in Lyr.,μαθὼν δέ τις ἂν ἐρεῖ Pi.N.7.68
, cf. I.6(5).59.b rarely in codd. of [dialect] Att. Prose writers,σαφὲς ἂν καταστήσετε Th.1.140
;οὐχ ἥκει, οὐδ' ἂν ἥξει δεῦρο Pl.R. 615d
, cf. Ap. 29c, X.An.2.5.13; dub. in Hp.Mul.2.174: in later Prose, Philostr. V A2.21, S E.M.9.225: also in Poetry, E.El. 484, Ar.Av. 1313;οὐκ ἂν προδώσω Herod.6.36
(corr. - δοίην):— for ἄν with [tense] fut. inf. and part. v. infr.II WITH SUBJUNCTIVE, only in [dialect] Ep., the meaning being the same as with the [tense] fut. ind. (1.2a), freq. with [ per.] 1st pers., as εἰ δέ κε μὴ δώῃσιν, ἐγὼ δέ κεν αὐτὸς ἕλωμαι in that case I will take her myself, Il.1.324; πείθευ, ἐγὼ δέ κέ τοι εἰδέω χάριν obey and if so I will be grateful, 14.235 (the subj. is always introduced by δέ in this usage); also with other persons, giving emphasis to the future, , al.III WITH OPTATIVE (never [tense] fut., rarely [tense] pf. πῶς ἂν λελήθοι [με]; X.Smp.3.6):a in apodosis of conditional sentences, after protasis in opt. with εἰ or some other conditional or relative word, expressing a [tense] fut. condition:ἀλλ' εἴ μοί τι πίθοιο, τό κεν πολὺ κέρδιον εἴη Il.7.28
;οὐ πολλὴ ἂν ἀλογία εἴη, εἰ φοβοῖτο τὸν θάνατον; Pl.Phd. 68b
:—in Hom. [tense] pres. and [tense] aor. opt. with κε or ἄν are sts. used like [tense] impf. and [tense] aor. ind. with ἄν in Attic, with either regular ind. or another opt. in the protasis: καί νύ κεν ἔνθ' ἀπόλοιτο.. εἰ μὴ.. νόησε κτλ., i. e. he would have perished, had she not perceived, etc., Il.5.311, cf. 5.388, 17.70; εἰ νῦν ἐπὶ ἄλλῳ ἀεθλεύοιμεν, ἦ τ' ἂν ἐγὼ.. κλισίηνδε φεροίμην if we were now contending in another's honour, I should now carry.., ib.23.274: so rarely in Trag., οὐδ' ἂν σὺ φαίης, εἴ σε μὴ κνίζοι λέχος (for εἰ μὴ ἔκνιζε) E.Med. 568.b with protasis in [tense] pres. or [tense] fut., the opt. with ἄν in apodosi takes a simply future sense: φρούριον δ' εἰ ποιήσονται, τῆς μὲν γῆς βλάπτοιεν ἄν τι μέρος they might perhaps damage, Th.1.142, cf. 2.60, Pl.Ap. 25b, R. 333e;ἢν οὖν μάθῃς.. οὐκ ἂν ἀποδοίην Ar.Nu. 116
, cf. D.1.26, al.c with protasis understood:φεύγωμεν· ἔτι γάρ κεν ἀλύξαιμεν κακὸν ἦμαρ Od.10.269
; οὔτε ἐσθίουσι πλείω ἢ δύνανται φέρειν· διαρραγεῖεν γὰρ ἄν for (if they should do so) they would burst, X. Cyr.8.2.21; τὸν δ' οὔ κε δύ' ἀνέρε.. ἀπ' οὔδεος ὀχλίσσειαν two men could not heave the stone from the ground, i. e. would not, if they should try, Il.12.447; , cf. D.2.8: in Hom. sts. with ref. to past time, .d with no definite protasis implied, in potential sense: ἡδέως δ' ἂν ἐροίμην Λεπτίνην but I would gladly ask Leptines, D.20.129; βουλοίμην ἄν I should like , Lat. velim (but ἐβουλόμην ἄν I should wish, if it were of any avail, vellem); ποῖ οὖν τραποίμεθ' ἄν; which way then can we turn? Pl.Euthd. 290a; οὐκ ἂν μεθείμην τοῦ θρόνου I will not give up the throne, Ar.Ra. 830; idiomatically, referring to the past, αὗται δὲ οὐκ ἂν πολλαὶ εἶεν but these would not (on investigation) prove to be many, Th.1.9; εἴησαν δ' ἂν οὗτοι Κρῆτες these would be (i. e. would have been) Cretans, Hdt.1.2: used in order to soften assertions by giving them a less positive form, as οὐκ ἂν οὖν πάνυ γέ τι σπουδαῖον εἴη ἡ δικαιοσύνη, i.e. it would not prove to be, etc. (for, it is not, etc.), Pl.R. 333e.e in questions, expressing a wish:τίς ἂν θεῶν.. δοίη; S.OC 1100
, cf.A.Ag. 1448;πῶς ἂν θάνοιμι; S.Aj. 389
: hence (with no question) as a mild command, exhortation, or entreaty, ; σὺ μὲν κομίζοις ἂν σεαυτὸν ᾗ θέλεις you may take yourself off (milder than κόμιζε σεαυτόν), S.Ant. 444; χωροῖς ἂν εἴσω you may go in, El. 1491; κλύοις ἂν ἤδη, Φοῖβε hear me now, Phoebus, ib. 637; φράζοις ἄν, λέγοις ἄν, Pl.Phlb. 23c, 48b.f in a protasis which is also an apodosis: εἴπερ ἄλλῳ τῳ ἀνθρώπων πειθοίμην ἄν, καὶ σοὶ πείθομαι if I would trust any (other) man (if he gave me his word), I trust you, Id.Prt. 329b; εἰ μὴ ποιήσαιτ' ἂν τοῦτο if you would not do this (if you could), D.4.18, cf. X.Mem.1.5.3, Plot.6.4.16.g rarely omitted with opt. in apodosis: , cf. 14.123, Il.5.303; also in Trag.,θᾶσσον ἢ λέγοι τις E.Hipp. 1186
;τεὰν δύνασιν τίς.. κατάσχοι; S.Ant. 605
.h ἄν c. [tense] fut. opt. is prob. always corrupt (cf. 1.2b), as τὸν αὐτὸν ἂν ἐπαινέσοι ( ἐπαινέσαι Bekk.) Pl.Lg. 719e; εἰδὼς ὅτι οὐδέν' ἂν καταλήψοιτο ( οὐδένα Bekk.) Lys.1.22.IV WITH INF. and PART. (sts. ADJ. equivalent to part.,τῶν δυνατῶν ἂν κρῖναι Pl.R. 577b
) representing ind. or opt.:1 [tense] pres. inf. or part.:a representing [tense] impf. ind., οἴεσθε τὸν πατέρα.. οὐκ ἂν φυλάττειν; do you think he would not have kept them safe? ([etym.] οὐκ ἂν ἐφύλαττεν), D.49.35; ἀδυνάτων ἂν ὄντων [ὑμῶν] ἐπιβοηθεῖν when you would have been unable, Th.1.73, cf. 4.40.b representing [tense] pres. opt., πόλλ' ἂν ἔχων (representing ἔχοιμ' ἄν)ἕτερ' εἰπεῖν παραλείπω D. 18.258
, cf. X.An.2.3.18: with Art., .2 [tense] aor. inf. or part.:a representing [tense] aor. ind., οὐκ ἂν ἡγεῖσθ' αὐτὸν κἂν ἐπιδραμεῖν; do you not think he would even have run thither? ([etym.] καὶ ἐπέδραμεν ἄν), D.27.56; ἴσμεν ὑμᾶς ἀναγκασθέντας ἄν we know you would have been compelled, Th.1.76, cf. 3.89; ῥᾳδίως ἂν ἀφεθείς when he might easily have been acquitted, X.Mem.4.4.4.b representing [tense] aor. opt., οὐδ' ἂν κρατῆσαι αὐτοὺς τῆς γῆς ἡγοῦμαι I think they would not even be masters of the land ([etym.] οὐδ' ἂν κρατήσειαν), Th.6.37, cf. 2.20; ὁρῶν ῥᾳδίως ἂν αὐτὸ ληφθέν ([etym.] ληφθείη ἄν) Id.7.42; οὔτε ὄντα οὔτε ἂν γενόμενα, i.e. things which are not and never could happen ([etym.] ἃ οὔτε ἂν γένοιτο), Id.6.38.3 [tense] pf. inf. or part. representing:a [tense] plpf. ind., πάντα ταῦθ' ὑπὸ τῶν βαρβάρων ἂν ἑαλωκέναι ([etym.] φήσειεν ἄν ) he would say that all these would have been destroyed by the barbarians ([etym.] ἑαλώκη ἄν), D.19.312.b [tense] pf. opt., οὐκ ἂν ἡγοῦμαι αὐτοὺς δίκην ἀξίαν δεδωκέναι, εἰ.. καταψηφίσαισθε I do not believe they would (then) have suffered ([etym.] δεδωκότες ἂν εἶεν) punishment enough, etc., Lys.27.9.4 [tense] fut. inf.or part., never in [dialect] Ep., and prob. always corrupt in [dialect] Att., νομίζων μέγιστον ἂν σφᾶς ὠφελήσειν (leg. - ῆσαι) Th.5.82, cf. 6.66, 8.25,71; part. is still more exceptional, (codd.), cf. D.19.342 (v. l.); both are found in later Gk.,νομίσαντες ἂν οἰκήσειν οὕτως ἄριστα Plb.8.30.8
, cf. Plu.Marc.15, Arr.An.2.2.3; with part., Epicur. Nat.14.1, Luc.Asin.26, Lib.Or.62.21, dub. l. in Arr.An.6.6.5.I In the protasis of conditional sentences with εἰ, regularly with the subjunctive. In Attic εἰ ἄν is contracted into ἐάν, ἤν, or ἄν ([etym.] ᾱ) (q. v.): Hom. has generally εἴ κε (or αἴ κε), sts. ἤν, onceεἰ δ' ἄν Il.3.288
, twiceεἴπερ ἄν 5.224
, 232. The protasis expresses either future condition (with apod. of [tense] fut. time) or general condition (with apod. of repeated action): εἰ δέ κεν ὣς ἔρξῃς καί τοι πείθωνται Ἀχαιοί, γνώσῃ ἔπειθ' ὅς .. if thus thou shalt do.., ib.2.364; ἢν ἐγγὺς ἔλθῃ θάνατος, οὐδεὶς βούλεται θνῄσκειν if death (ever) come near.., E.Alc. 671.2 in relative or temporal clauses with a conditional force; here ἄν coalesces with ὅτε, ὁπότε, ἐπεί, ἐπειδή, cf. ὅταν, ὁπόταν, ἐπήν or ἐπάν ([dialect] Ion. ἐπεάν) , ἐπειδάν: Hom. has ὅτε κε (sts. ὅτ' ἄν) , ὁππότε κε (sts. ὁπότ' ἄν or ὁππότ' ἄν) , ἐπεί κε (ἐπεὶ ἄν Il.6.412
), ἐπήν, εὖτ' ἄν; v. also εἰσόκε ([etym.] εἰς ὅ κε):—τάων ἥν κ' ἐθέλωμι φίλην ποιήσομ' ἄκοιτιν whomsoever of these I may wish.., Il.9.397; ὅταν δὴ μὴ σθένω, πεπαύσομαι when I shall have no strength.., S.Ant.91; ἐχθρὸς γάρ μοι κεῖνος.. ὅς χ' ἕτερον μὲν κεύθῃ ἐνὶ φρεσίν, ἄλλο δὲ εἴπῃ who ever conceals one thing in his mind and speaks another, Il.9.312, cf. D.4.6, Th.1.21. —Hom. uses subj. in both the above constructions (1 and 2 ) without ἄν; also Trag. and Com., S.Aj. 496, Ar.Eq. 805; μέχρι and πρίν occasionally take subj. without ἄν in prose, e.g. Th.1.137,4.16 ([etym.] μέχρι οὗ), Pl.Phd. 62c, Aeschin.3.60.3 in final clauses introduced by relative Advbs., as ὡς, ὅπως (of Manner), ἵνα (of Place), ὄφρα, ἕως, etc. (of Time), freq. in [dialect] Ep.,σαώτερος ὥς κε νέηαι Il.1.32
;ὄφρα κεν εὕδῃ Od.3.359
;ὅπως ἂν εἰδῇ.. φράσω A.Pr. 824
;ὅπως ἂν φαίνηται κάλλιστος Pl.Smp. 198e
; (where ὅπως with [tense] fut. ind. is the regular constr.); also after ὡς in Hdt., Trag., X.An.2.5.16, al., once in Th.6.91 (but [tense] fut. ind. is regular in [dialect] Att.); ἵνα final does not take ἄν or κε exc.ἵνα εἰδότες ἤ κε θάνωμεν ἤ κεν.. φύγοιμεν Od.12.156
( ἵνα = where in S.OC 405). μή, = lest, takes ἄν only with opt. in apodosis, as S.Tr. 631, Th.2.93.II in [dialect] Ep. sts. with OPTATIVE as with subj. (always κε ([etym.] ν), exc.εἴ περ ἂν αὐταὶ Μοῦσαι ἀείδοιεν Il.2.597
),εἴ κεν Ἄρης οἴχοιτο Od.8.353
; ὥς κε.. δοίη ᾧ κ' ἐθέλοι that he might give her to whomsoever he might please, ib.2.54: so in Hdt. in final clauses, 1.75,99:—in Od.23.135 ὥς κέν τις φαίη, κέν belongs to Verb in apod., as inὡς δ' ἂν ἥδιστα ταῦτα φαίνοιτο X.Cyr.7.5.81
.2 rarely in oratio obliqua, where a relat. or temp. word retains an ἄν which it would have with subj. in direct form, S.Tr. 687, X.Mem.1.2.6, Isoc.17.15;ἐπειδὰν δοκιμασθείην D.30.6
:—similarly after a preceding opt.,οὐκ ἀποκρίναιο ἕως ἂν.. σκέψαιο Pl.Phd. 101d
.III rarely with εἰ and INDICATIVE in protasis, only in [dialect] Ep.:1 with [tense] fut. ind. as with subj.:αἴ κεν Ἰλίου πεφιδήσεται Il.15.213
:—so with relat.,οἵ κέ με τιμήσουσι 1.175
.2 with εἰ and a past tense of ind., once in Hom.,εἰ δέ κ' ἔτι προτέρω γένετο δρόμος Il.23.526
; so Ζεὺς γάρ κ' ἔθηκε νῆσον εἴ κ' ἐβούλετο Orac. ap. Hdt.1.174, cf. Ar.Lys. 1099 (cod. R), A.R.1.197.IV in later Greek, ἄν with relative words is used with INDICATIVE in all tenses, asὅπου ἂν εἰσεπορεύετο Ev.Marc.6.56
;ὅσ' ἂν πάσχετε PFay. 136
(iv A. D.);ἔνθ' ἂν πέφυκεν ἡ ὁλότης εἶναι Phlp. in Ph.436.19
; cf. ἐάν, ὅταν.C with [tense] impf. and more rarely [tense] aor. ind. in ITERATIVE construction, to express elliptically a condilion fulfilled whenever an opportumty offered; freq. in Hdt. (not in Pi. or A.), κλαίεσκε ἂν καὶ ὀδυρέσκετο she would (i. e. used to) weep and lament, 3.119;εἶτα πῦρ ἂν οὐ παρῆν S.Ph. 295
; εἴ τινες ἴδοιεν.., ἀνεθάρσησαν ἄν whenever they saw it, on each occasion, Th.7.71;διηρώτων ἂν αὐτοὺς τί λέγοιεν Pl.Ap. 22b
: inf. representing [tense] impf. of this constr., ἀκούω Λακεδαιμονίους τότε ἐμβαλόντας ἂν.. ἀναχωρεῖν, i. e. I hear they used to retire ([etym.] ἀνεχώρουν ἄν), D.9.48.D GENERAL REMARKS:I POSITION OF ἄν.1 in A, when ἄν does not coalesce with the relat. word (as in ἐάν, ὅταν), it follows directly or is separated only by other particles, as μέν, δέ, τε, ga/r, kai/, νυ, περ, etc.; asεἰ μέν κεν.. εἰ δέ κε Il.3.281
-4; rarely by τις, asὅποι τις ἄν, οἶμαι, προσθῇ D.2.14
:—in Hom. and Hes. two such Particles may precede κε, asεἴ περ γάρ κεν Od.8.355
, cf. Il.2.123; εἰ γάρ τίς κε, ὃς μὲν γάρ κε, Hes.Op. 280, 357; rarely in Prose,ὅποι μὲν γὰρ ἄν D.4.45
;ὁπότερος οὖν ἄν Ar.Ra. 1420
: alsoὁπόσῳ πλέον ἄν Pl.Lg. 647e
, cf. 850a; .2 in apodosis, ἄν may stand either next to its Verb (before or after it), or after some other emphatic word, esp. an interrog., a negative (e. g. οὐδ' ἂν εἷς, οὐκ ἂν ἔτι, etc.), or an important Adjective or Adverb; also after a participle which represents the protasis, λέγοντος ἄν τινος πιστεῦσαι οἴεσθε; do you think they would have believed it if any one had told them? ([etym.] εἴ τις ἔλεγεν, ἐπίστευσαν ἄν), D.6.20.3 ἄν is freq. separated from its inf. by such Verbs as οἴομαι, δοκέω, φημί, οἶδα, etc., οὐκ ἂν οἴει .. ; freq. in Pl., Grg. 486d, al.; καὶ νῦν ἡδέως ἄν μοι δοκῶ κοινωνῆσαι I think that I should, X.Cyr.8.7.25;οὕτω γὰρ ἄν μοι δοκεῖ ἥ τε πόλις ἄριστα διοικεῖσθαι Aeschin.3.2
; ἃ μήτε προῄδει μηδεὶς μήτ' ἂν ᾠήθη τήμερον ῥηθῆναι (where ἄν belongs to ῥηθῆναι) D. 18.225:—in the phrase οὐκ οἶδ' ἂν εἰ, or οὐκ ἂν οἶδ' εἰ, ἄν belongs not to οἶδα, but to the Verb which follows, οὐκ οἶδ' ἂν εἰ πείσαιμι, for οὐκ οἶδα εἰ πείσαιμι ἄν, E.Med. 941, cf. Alc.48;οὐκ ἂν οἶδ' εἰ δυναίμην Pl. Ti. 26b
;οὐκ οἶδ' ἂν εἰ ἐκτησάμην X.Cyr.5.4.12
.4 ἄν never begins a sentence, or even a clause after a comma, but may stand first after a parenthetic clause,ἀλλ', ὦ μέλ', ἄν μοι σιτίων διπλῶν ἔδει Ar. Pax
<*>37.II REPETITION OF ἄν:—in apodosis ἄν may be used twice or even three times with the same Verb, either to make the condition felt throughout a long sentence, or to emphasize certain words,ὥστ' ἄν, εἰ σθένος λάβοιμι, δηλώσαιμ' ἄν S.El. 333
, cf. Ant.69, A.Ag. 340, Th.1.76 (fin.), 2.41, Pl.Ap. 31a, Lys.20.15; , cf. S.Fr. 739; attached to a parenthetical phrase, ἔδρασ' ἄν, εὖ τοῦτ' ἴσθ' ἄν, εἰ .. Id.OT 1438.2 ἄν is coupled with κε ([etym.] ν ) a few times in Hom., as Il.11.187, 202, Od.5.361, al.; cf. ἤν περ γάρ κ' ἐθέλωσιν v.l. ib.18.318.III ELLIPSIS OF VERB:—sts. the Verb to which ἄν belongs must be supplied, in Hom. only εἰμί, as τάτ' ἔλδεται ὅς κ' ἐπιδευής (sc. ᾖ) Il.5.481; ἀλλ' οὐκ ἂν πρὸ τοῦ (sc. ἔρρεγκον) Ar.Nu.5; τί δ' ἂν δοκεῖ σοι Πρίαμος (sc. πρᾶξαι), εἰ τάδ' ἤνυσεν; A.Ag. 935
:—so in phrases like πῶς γὰρ ἄν; and πῶς οὐκ ἄν (sc. εἴη); also in ὥσπερ ἂν εἰ (or ὡσπερανεί), as φοβούμενος ὥσπερ ἂν εἰ παῖς (i. e. ὥσπερ ἂν ἐφοβήθη εἰ παῖς ἦν) Pl.Grg. 479a; so τοσοῦτον ἐφρόνησαν, ὅσον περ ἂν (sc. ἐφρόνησαν)εἰ.. Isoc.10.48
:—so also when κἂν εἰ ( = καὶ ἂν εἰ) has either no Verb in the apod. or one to which ἄν cannot belong, Pl.R. 477a, Men. 72c; cf. κἄν:—so the Verb of a protasis containing ἄν may be understood, ὅποι τις ἂν προσθῇ, κἂν μικρὰν δύναμιν (i. e. καὶ ἐὰν προσθῇ) D.2.14; ὡς ἐμοῦ οὖν ἰόντος ὅπῃ ἂν καὶ ὑμεῖς (sc. ἴητε) X.An.1.3.6.IV ELLIPSIS OF ἄν:—when an apodosis consists of several co-ordinate clauses, ἄν is generally used only in the first and understood in the others:πείθοι' ἂν εἰ πείθοι'· ἀπειθοίης δ' ἴσως A.Ag. 1049
: even when the construction is continued in a new sentence, Pl.R. 352e, cf. 439b codd.: but ἄν is repeated for the sake of clearness or emphasis, ib. 398a, cf. D.19.156 (where an opt. is implied with the third ὡς): rarely expressed with the second of two co-ordinate Verbs and understood with the first, τοῦτον ἂν.. θαρσοίην ἐγὼ καλῶς μὲν ἄρχειν, εὖ δ' ἂν ἄρχεσθαι θέλειν (i. e. καλῶς μὲν ἂν ἄρχοι, εὖ δ' ἂν θέλοι ἄρχεσθαι) S.Ant. 669.------------------------------------ἄν (B), [pron. full] [ᾱ], [dialect] Att.,A = ἐάν, ἤν, Th.4.46 codd., al.; freq. in Pl.,ἂν σωφρονῇ Phd. 61b
; ἂν θεὸς θέλῃ ib. 80d, cf. D.4.50;ἄν τ'.. ἄν τε Arist. Ath.48.4
: not common in earlier [dialect] Att. Inscrr., IG1.2a5, 2.179b49, al.: but freq. later, SIG1044.27 (iv/iii B. C.), PPetr.2p.47 (iii B. C.), PPar.32.19 (ii B. C.), PTeb.110.8 (i B. C.), Ev.Jo.20.23, etc.------------------------------------ἄν (C) or [full] ἀν, Epic form of ἀνά, q. v.------------------------------------ -
34 ἐγγυμνάζω
A exercise in,τὴν ψυχὴν θεάμασιν ἐ. Luc.Salt.6
;τὴν γνώμην ἐνθυμήμασιν Polyaen.3
Praef.:—more freq. in [voice] Med., ἐν σοὶ ἐγγυμνασόμενος to practise upon you, Pl.Phdr. 228e; practise oneself in..,πολέμοις Plu.Caes.28
, cf. Ph.1.551, Luc.Lex.22, Jul.Or.1.37c;ἐν ταῖς πράξεσιν D.C.36.32
, cf. BKT3p.25:—[voice] Pass., Hp.Vict.2.63; ἐγγυμνασθέντες περί τι Vett. Val.353.5;λόγοις Luc.Hipp.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγγυμνάζω
-
35 ἐπαμφοτερίζω
A to be double: hence, play a double game, 'run with the hare and hunt with the hounds', Pherecr.19, Th.8.85; halt between two opinions, Pl.Phdr. 257b, Arr.Epict.4.2.4;ἐ. τὴν γνώμην Ph.2.170
;τοῖς λογισμοῖς Plu.Mar.40
;τὸ -ίζον τῆς διανοίας Ph.1.346
.2 of statements or arguments, to be ambiguous, susceptible of two interpretations,λόγους ἀμφιβόλους καὶ ίζειν δυναμένους Isoc.12.240
, cf. Pl.R. 479b;λοξὰ καὶ -ίζοντα.. ἀποκρινόμενος Luc.DDeor.16.1
.b of fevers, partake of both kinds, Gal.10.749.3 of vowels, to be doubtful in quantity, Aristid.Quint.1.20.II lie half-way between, of intermediate species, e.g. seals and bats, Arist. PA 697b1, HA 589a21; of apes, ἐ. ἀνθρώπῳ καὶ τετράποσι share the properties of.., ib. 502a16; ἐ. τὴν μορφήν to be intermediate in shape, Id.PA 689b32;ὁ ἄνθρωπος ἐ. πᾶσι τοῖς γένεσι Id.GA 772b1
; of amphibious animals, Thphr.Fr.171.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαμφοτερίζω
-
36 ἐπείρομαι
A- είρετο Id.3.22
, al.: [tense] fut.- ειρήσομαι Id.1.67
, al.: used by [dialect] Att. only in [tense] fut.- ερήσομαι Ar.Lys.98
, Pl.32, and [tense] aor. -ηρόμην, inf. -ερέσθαι, S.OC 557 (prob.), Th.8.29, etc.; [dialect] Ion.ἐπειρέσθαι Hdt.1.19
, al.:— ask besides or again,τοῦτο X.Cyr.6.3.10
.II c. acc. pers., ask or question him besides, τι about a thing, Ar.Lys.98, v.l. in Hdt.7.101;περί τινος Id.1.158
; with relat.,ἐ. ὅ τι σιτέεται ὁ βασιλεύς Id.3.22
;ὅντινα τρόπον Id.4.161
.2 esp. inquire of a god,τὸν θεόν Id.1.19
;ἐπήροντο τὸν θεόν, εἰ παραδοῖεν.. Th.1.25
;ἐπερησόμενος ᾠχόμην ὡς τὸν θεόν Ar.Pl. 32
; ; question a person, S. l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπείρομαι
-
37 βεβαιόω
βεβαιόω fut. βεβαιώσω; 1 aor. ἐβεβαίωσα, pass. ἐβεβαιώθην (s. βέβαιος; Thu.+; ins, pap, rare in LXX; Philo, Op. M. 99; Jos., Ant. 1, 273; 17, 42; 20, 28; Tat. 32, 2; Ath. 22, 7) w. acc.① to put someth. beyond doubt, confirm, establish, τὸν λόγον confirm the preaching Mk 16:20 (Ael. Aristid. 25, 64 K.= 43 p. 821 D., τὸν λόγον; Sextus 177 τ. λόγους. Cp. Epict. 2, 18, 32 τότε βεβαιώσεις τὸ τοῦ Ἡσιόδου ὅτι ἀληθές ἐστιν Iren. 4, 18, 5 [Harv. II 205, 3] τὴν γνώμην). τὰς ἐπαγγελίας prove the promises reliable, fulfill (them) Ro 15:8 (cp. Polyb. 3, 111, 10 βεβαιώσειν ἡμῖν πέπεισμαι τὰς ἐπαγγελίας; Diod S 1, 5, 3; IPriene 123, 9 ἐβεβαίωσεν τὴν ἐπαγγελίαν). Of faith ταῦτα πάντα βεβαιοῖ 1 Cl 22:1.—Pass. τὸ μαρτύριον τοῦ Χριστοῦ ἐβεβαιώθη ἐν ὑμῖν our attestation of Christ was ratified in you 1 Cor 1:6 (i.e. Paul’s proclamation concerning God’s beneficence displayed in Christ was validated by the gifts evident in the Corinthian congregation, vs. 7). (ἡ σωτηρία) εἰς ἡμᾶς ἐβεβαιώθη the saving message was guaranteed to us Hb 2:3 (as of someth. legally validated; cp. Ael. Aristid. 46 p. 288 D.: σωτηρίαν β. τινι; POxy 1119, 17; β. is also legal t.t. to designate properly guaranteed security: PFay 92, 19; POxy 899; 1036; s. Dssm., B 100ff [BS 104ff] and s. βεβαίωσις). For Hb 13:9 s. below.② to make a pers. firm in commitment, establish, strengthen (cp. Ps 40:13; 118:28) ὁ βεβαιῶν ἡμᾶς εἰς Χριστόν the one who strengthens us in Christ=makes us faithful disciples 2 Cor 1:21 (EDinkler, OCullmann Festschr., ’62, 177–80: baptismal terminology). ὸ̔ς καὶ βεβαιώσει ὑμᾶς ἀνεγκλήτους who will strengthen you, so that you are blameless 1 Cor 1:8. Pass. be confirmed in faith Col 2:7; in instruction IMg 13:1. Hb 13:9 make firm, strengthen belongs here, since the imagery of a heart made firm is semantically equivalent in ancient culture to inward strengthening of the pers.—M-M. TW. Spicq. -
38 αὐτόθεν
αὐτόθεν, before a conson. sts. [full] αὐτόθε, Theoc.5.60, Supp.Epigr.2.293 (Delph., iii/ii B. C.): Adv.I of Place, = ἐξ αὐτοῦ τοῦ τόπου, from the very spot: freq. with a Prep., αὐ. ἐξ ἕδρης straight from his seat, without rising, Il.19.77;αὐ. ἐξ ἑδρέων Od.13.56
, cf. 21.420;ἐκ τοῦ Ἄργους αὐ. Th.5.83
;Ἄργεος ἐξ ἱεροῖο αὐ. Theoc.25.171
: rare in Trag.,σὺ δ' αὐ. μοι χαῖρε
from where you stand, not coming nearer,S.
OC 1137; τῶν μὲν αὐ. τῶν δὲ ἀπὸ Στρυμόνος some from the country itself, others.., Hdt.1.64; αὐ. παρασκευῇ ἐπιέναι with a force raised on the spot, Th.6.21; αὐ. πολεμοῦντα βιοτεύειν live on the country, Id.1.11;ὅπως αὐ. αὐτῷ τὰ σώματα καὶ τὴν γνώμην παρασκευάζοιντο X.Ages.1.28
;οἱ αὐ.
the natives,Th.
2.25, 6.21, cf. 4.129; χρυσὸς αὐ. in its native state,Plb.
34.10.12;ἐνθένδ' αὐ. Ar.Ach. 116
;ὕδωρ αὐ. ποθὲν συλλειβόμενον Luc.Alex.13
.II of Time, as we say on the spot, i.e. at once, immediately, Il.20.120, A.Supp. 102, Hdt.8.64, Th.1.141;δῆλός ἐστιν αὐ. Ar.Eq. 330
, cf.Ec. 246, Pl.Grg. 470e;λέγετε αὐ. Id.Smp. 213a
.2 obuiously, αὐ. ἐκφανής self-evident, Cleom.1.8;αὐ. γνώριμος Muson. Fr.1p.2H.
;αὐ. πρόδηλον S.E.P.2.164
;αὐ. φαίνεσθαι Plu.2.930a
;αὐ. ἐναργής Plot.5.5.1
.3 hastily, Plb.5.35.13, al., D.S.1.37.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόθεν
-
39 βραδύς
Aβραδύτερος Th.4.8
; metath.βαρδύτερος Theoc.29.30
;βραδίων Artem.1.70
: [comp] Sup.βραδύτατος Ar.Fr. 357
, also βράδιστος (metath.βάρδιστος Il.23.310
, 530, Doroth(?).ap.Heph. Astr.3.30) Aret.SD1.6,βραδίστατος Ael.Fr. 325
:— slow,κιχάνει τοι β. ὠκύν Od.8.329
, etc.: c. inf., ἀλλά τοι ἵπποι βάρδιστοι θείειν slowest at running, Il.23.310;β. λέγειν E.HF 237
, etc.; τὸ β. delay, Pl.Lg. 766e. Adv.βραδέως, χωρεῖν Th.5.70
; , etc.: [comp] Comp.- ύτερον Hp.Prog.22
, Pl.Tht. 190a;βραδυτέρως Aen.Tact.16.12
; , Sor.1.117 (condemned by Luc.Sol.7): [comp] Sup. .2 of the mind, dull, sluggish,ἐπιλήσμων καί β. Ar.Nu. 129
; opp. ἀγχίνους, Pl.Phdr. 239a; βράδιστοι τὴν γνώμην Aret.l.c.: c. inf.,προνοῆσαι βραδεῖς Th.3.38
; τὸ β. καὶ μέλλον slowness and deliberation, Th.1.84. Adv. βραδέως, βουλεύεσθαι ib.78;β. ὀλίγην ὀργὴν ποιεῖσθαι Pl.Phdr. 233c
.3 in Egypt, of illiterates, βραδέως, βραδύτερον γράφειν, PTeb.316.101 (i A. D.), PRyl.173.13 (i A. D.); alsoβραδέα γράφουσα BGU446.19
(ii A. D.).II of Time, tardy, late,σὺν χρόνῳ β. μολών S.Tr. 395
, cf. Th.7.43;βραδεῖαν.. ὁδὸν πέμπων S.Aj. 738
. Adv.,ἕως βραδέως ἦν τῆς ἡμέρας D.L.2.139
: neut. as Adv.,ὀψὲ καὶ βραδὺ τῆς ἡλικίας Hld.2.29
; l.c. -
40 διάκειμαι
Aδιάκηται Sapph.Supp.2.9
; inf. - κεῖσθαι: [tense] fut. - κείσομαι: first in Hes.Sc.20:—serving as [voice] Pass. toδιατίθημι, δ. ὑπό τινος X.HG4.1.33
, cf.6.5.1; to be served at table, Philostr.VA2.28; of troops, to be stationed, POxy.1204.7(iii A.D.), etc.: but mostly,II to be in a certain state of mind, body, or circumstances, to be disposed or affected in a certain manner, Hdt.2.83, etc.: freq. with Adv., ὡς διάκειμαι what a state I am in! E.Tr. 113 (lyr.);ὁρᾶτε ὡς δ. ὑπὸ τῆς νόσου Th.7.77
, etc.;σχεδόν τι οὕτω διεκείμεθα, τοτὲ μὲν γελῶντες κτλ. Pl.Phd. 59a
; μοχθηρῶς, φαυλότατα δ., to be in a sorry plight, Id.Grg. 504e, Erx. 405d;οὕτω δ. τὴν γνώμην ὡς.. Isoc.2.13
; εὖ δ. τινί, to be well disposed towards him, Is.4.18;πρός τινα κακῶς δ. Lys.16.2
;πρὸς τοὺς ἄρχοντας Isoc.3.10
; φιλικῶς τινί, οἰκείως πρός τινα, X.An.2.5.27, 7.5.16: abs., to be well-disposed,πρός τινα Philostr. VA1.7
(cf.ἀπὸ τοῦ διακειμένου ἀκροασάμενος Id.VS2.10.1
); ἐπιφθόνως δ. τινί to be envied by him, Th.1.75; ὑπόπτως τῷ πλήθει δ. to be suspected by the people, Id.8.68; ἐρωτικῶς δ. τῶν καλῶν to be in love with.., Pl.Smp. 216d;ἀπλήστως δ. πρὸς ἡδονήν X.Cyr.4.1.14
; λύμῃ δ., = λυμαίνεσθαι, Hdt.2.162; τὸ διακείμενον, of the intransitive Verb, opp. τὸ ποιοῦν, Arist.SE 166b14.2 of things, to be settled, fixed, or ordered,τώς οἱ διέκειτο Hes.
l.c.; τὰ διακείμενα conditions, terms,ἐπὶ διακειμένοισι μουνομαχῆσαι Hdt.9.26
; of a gift, ἄμεινον διακείσεται it will be better disposed of, X.An.7.3.17.3 of property, etc., to be situated, PGiss.119.3 (v A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάκειμαι
См. также в других словарях:
Ὁ λύκος τὴν τρίχα, οὐ τὴν γνώμην ἀλάττει. — См. Волк и каждый год линяет, а все сер бывает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek
волѧ — ВОЛ|Ѧ (1161), Ѣ ( Ѧ) с. 1.Воля, как психическая способность, выражающаяся в действиях, поступках: прѣдаж тѣло своѥ наготу. волю на попьраниѥ. оутробоу на постъ. Изб 1076, 35; акы халевъ iс(с)ви. вьсю свою ѡ(т)сѣкъ волю. и боудеши акы ч(с)тыи… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
προσέχω — ΝΜΑ 1. έχω στρέψει την προσοχή μου σε κάτι, σκέπτομαι, παρατηρώ ή παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον (α. «πρόσεχε στο μάθημα» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», Αριστοτ.) 2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω (α. «ήταν κι αυτός εκεί αλλά … Dictionary of Greek
πρόοδος — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζονται 3 ειδικές ακολουθίες πραγματικών ή –γενικότερα– μιγαδικών αριθμών· οι ακολουθίες αυτές φέρουν τις ονομασίες: αριθμητική π., γεωμετρική π., αρμονική π. Έστω (α): α1, α2,..., αν... μία ακολουθία μιγαδικών, γενικά,… … Dictionary of Greek
επέχω — (AM ἐπέχω) επιφυλάσσομαι, δεν εκφράζω οριστική άποψη μσν. νεοελλ. φρ. «επέχω θέση, τόπο» έχω ίση αξία, αντικαθιστώ αρχ. μσν. 1. κρατώ, βαστώ κάτι 2. συγκρατώ, εμποδίζω («οὐκ ἐφέξετε στόμα;», Ευρ.) 3. συγκρατούμαι («ἀλλ ἐπίσχες» στάσου) μσν. έχω… … Dictionary of Greek
πτοώ — πτοῶ, έω, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. πτοιῶ Α φοβίζω, εμβάλλω φόβο σε κάποιον (α. «δεν πρόκειται να μάς πτοήσουν οι απειλές τους» β. «ὅταν δὲ ἀκούσητε πολέμους καὶ ἀκαταστασίας μὴ πτοηθῆτε», ΚΔ γ. «τῶν δὲ φρένες ἐπτοίηθεν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (για πάθος ή… … Dictionary of Greek
волк и каждый год линяет, а все сер бывает — Ср. Хоть ты (змея) и в новой коже, Да сердце у тебя все то же. Крылов. Крестьянин и Змея. Ср. ...а свой ты нрав и зубы Здесь кинешь иль возьмешь с собой? Уж кинуть, вздор какой! Так вспомни же меня, что быть тебе без шубы. Крылов. Волк и Кукушка … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Волк и каждый год линяет, а все сер бывает — Волкъ и каждый годъ линяетъ, а все сѣръ бываетъ. Ср. Хоть ты (змѣя) и въ новой кожѣ, Да сердце у тебя все то же. Крыловъ. Крестьянинъ и Змѣя. Ср. ...«а свой ты нравъ и зубы Здѣсь кинешь иль возьмешь съ собой?» Ужъ кинуть, вздоръ какой! «Такъ… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)