-
1 σημάτων
ση̱μάτων, σῆμαsign: neut gen pl -
2 στήλη
A block of stone used as a prop or buttress to a wall,στήλας τε προβλῆτας ἐμόχλεον Il.12.259
; block of rock-crystal, in which the Ethiopian mummies were cased, Hdt.3.24: generally, block or base,κόρη χρυσῆ ἐπὶ στήλης IG12.256.5
;μεταξὺ τοῦ κίονος καὶ τῆς σ. ἐφ' ᾗ ἐστιν ὁ στρατηγὸς ὁ χαλκοῦς And.1.38
, cf. Thphr.Lap.25; σ. ξύλιναι, λέβητε ἀπὸ στηλῶν, IG12.314.130,133.1 gravestone, Il.11.371, 16.457, Od.12.14, Hippon.15, Simon.183;ὥς τε σ. μένει ἔμπεδον, ἥ τ' ἐπὶ τύμβῳ ἑστήκῃ Il.17.434
;ὥς τε στήλην ἀτρέμας ἑσταότα 13.437
;στῆλαι ἀπὸ σημάτων Th.1.93
;οὐ στηλῶν μόνον.. ἐπιγραφή Id.2.43
; ; στάλαν θέμεν Παρίου λίθου λευκοτέραν (metaph. of a poet) Pi.N.4.81.2 monument inscribed with record of victories, dedications, votes of thanks, treaties, laws, decrees, etc., Hdt.2.102, 106, 4.87, Ar.Ach. 727, Th.5.56; στήλη λιθίνη, χαλκῆ, ib.47, IG12.13.18; τί βεβούλευται περὶ τῶν σπονδῶν ἐν τῇ σ. παραγράψαι; Ar.Lys. 513; τὰς θυσίας τὰς ἐκ τῶν κύρβεων καὶ τῶν ς. Lys.30.17, cf. And.1.96, 3.34; ἐν στήλῃ ἀναγραφῆναι, whether for honour, as in Hdt.6.14; or for infamy, as in And.1.51, cf. D.9.41, etc. (cf. στηλίτης, στηλιτεύω):—also the record itself, contract, agreement,στήλας ἀναγράψαι Lys.30.21
; κατὰ τὴν ς. according to the agreement, Ar.Av. 1051;σ. αἱ πρὸς Θηβαίους D.16.27
;μάτην ἐν ταῖς σ. ἐστίν Isoc.4.176
;τῆς σ. τὰ ἀντίγραφα D.20.127
; παραβῆναι τὰς ς. Plb.24.8.4.4 boundary-post,στήλας ὁρίσασθαι X.An.7.5.13
; στήλαις διαλαβεῖν τοὺς ὅρους Decr. ap. D.18.154; turning-post at the end of the racecourse, IG12.817, S.El. 720, 744, X.Smp.4.6: henceπερὶ στήλην διαφθείρεσθαι Lys.Fr.1.4
.5 for Στῆλαι Ἡρακλήϊαι, v. Ἡράκλειος, and cf. Str.3.5.5; so σ. Διονύσου mountains in India marking the limits of the progress of Dionysus, D.P.623, cf. 1164. (Written στήλλη in some late Inscrr., CIG3627.1 ([place name] Ilium), 3982.18 ([place name] Philomelium), al.) -
3 σῆμα
A sign, mark, token, Il.10.466, 23.326, Od.19.250, etc.; of the star on a horse's forehead, Il.23.455;ἥβης σήματα γεινομένης Sol.27.4
;νέφος σ. χειμῶνος Archil.54
; esp.1 sign from heaven, omen, portent, in phrases,σήματα φαίνω Il.2.353
, cf. 308;κτύπε Ζεύς, σ. τιθεὶς Τρώεσσι 8.171
;δεικνὺς σ. βροτοῖσι 13.244
;θεοῦ σάμασιν πιθόμενοι Pi. P.4.200
, cf. 1.3; φλογωπὰ ς. A.Pr. 498, cf. Ch. 259; of things heard as well as seen,ἔπος φάτο σ. ἄνακτι Od.20.111
.2 generally, sign to do or begin something,τόδε σ. τετύχθω 21.231
;σ. ἀροτοῖο Hes. Op. 450
; esp. watchword,τί τὸ σῆμα; θρόει E.Rh.12
(anap.), cf. 688; battle-sign, signal,σ. μάχης Id.Ph. 1378
.3 sign by which a grave is known, mound, cairn, barrow, Il.2.814, etc.; ; ἐπὶ σῆμ' ἔχεεν raised a mound, Il.6.419, etc.;σ. κυνός E.Hec. 1273
: c. dat. pers.,σῆμά τέ οἱ χεύω Od. 2.222
;σῆμά τέ μοι χεῦαι.. ἀνδρὸς δυστήνοιο 11.75
;σάματι πὰρ Πέλοπος Pi.O.10(11).24
; grave, tomb, Hdt.1.93, 4.72, Berl.Sitzb. l.c., etc.; τὸ δημόσιον ς. Th.2.34;στῆλαι ἀπὸ σημάτων Id.1.93
, cf. Ar.Th. 886, 888, etc.; ἤδη του.. ἤκουσα τῶν σοφῶν ὡς τὸ μὲν σῶμά ἐστιν ἡμῖν ς. Pl.Grg. 493a, cf. Cra. 400c.4 mark to show the cast of a quoit or javelin,ὑπέρβαλε σήματα πάντων Il.23.843
;ὑπέρπτατο σ. πάντων Od.8.192
; also, boundary, D.P.18.5 token by which any one's identity or commission was certified,μιν ἐρέεινε καὶ ᾔτεε σ. ἰδέσθαι Il.6.176
, cf. 178; σ. λυγρά, of written characters or symbols, ib. 168; mark, token on the lot of Ajax, 7.189; so, device or bearing on a shield, by which a warrior is known, freq. in A.Th., as 387, 404, E.El. 456 (lyr.); of the seal set on a box, τῶνδ' ἀποίσεις ς. S.Tr. 614; mark made by an illiterate person, PMasp.163.37 (vi A.D.).6 constellation, mostly in pl., heavenly bodies, S.Fr. 432; also λαμπρότατος μὲν ὅ γ' ἐστί, κακὸν δέ τε σῆμα τέτυκται, of Sirius, Il.22.30. (Perh. cogn. with Skt. dhyāti 'thinks'.) -
4 ψεύδω
A , X.Cyr.1.5.13: [tense] aor. , Plb.18.11.11, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut.ψευσθήσομαι S.Tr. 712
, Gal.15.143: [tense] aor.ἐψεύσθην Hdt.1.141
, etc.: [tense] pf. ἔψευσμαι (v. infr.); imper.ἐψεύσθω Aeschin.1.162
:—cheat by lies, beguile, τινα S.OC 628, etc.:—[voice] Pass., to be cheated, deceived, A.Ch. 759, etc.; εἰ μὴ πολύ γε ἔψευσμαι unless I am much deceived, Antipho 3.2.1.2 c. gen., cheat, balk, disappoint one of a thing,ψεύσει σ' ὁδοῦ τῆσδ' ἐλπίς E.Hec. 1031
;ἔψευσας φρενῶν Πέρσας A.Pers. 472
; ;πιστεύω.. μὴ ψεύσειν με.. τὰς ἐλπίδας X.Cyr.1.5.13
; :—[voice] Pass., to be cheated balked, disappointed, τινος of a thing, ψευσθῆναι ἐλπίδος, γάμου, Hdt.1.141, 5.47; (lyr.); (troch.); ψευσθέντες τῶν σκοπῶν disappointed of receiving tidings from the scouts, Th.8.103.3 in [voice] Pass., also, to be deceived, mistaken in or about a thing, ἐψευσμένοι γνώμης deceived in their judgement, mistaken in opinion, Hdt.8.40, cf. S.Tr. 712 (alsoψευσθῆναι γνώμῃ Hdt.7.9
.γ) ; ἐψευσμένοι τῆς Ἀθηναίων δυνάμεως deceived or mistaken in their notions of the Athenian power, Th.4.108; πολλῶν ἐψεύσθητε τῆς οὐσίας you have often had a mistaken idea of a man's wealth, Lys.19.45;τούτου οὐκ ἐψεύσθην Pl.Ap. 22d
;ἐψεῦσθαι τῆς ἀληθείας Id.R. 413a
;τῆς ὥρας And.1.38
;ἐψευσμένοι τῶν ὄντων Pl.Tht. 195a
; ἐψεῦσθαι ἑαυτῶν, opp. εἰδέναι ἑαυτούς, X.Mem.4.2.26; alsoψευσθῆναι ἔν τισι Hdt.9.48
;περί τινος X.An.2.6.28
, Pl.Prt. 358c: also c. acc.,ἐψεύσθη τοῦτο X.An.1.8.11
, etc.; αὐτοὺς ἐψευσμένη ἡ Ἑλλάς deceived in its estimate of them, Th.6.17 (where αὐτοὺς is prob. corrupt, and shd. perh. be omitted): c. acc. cogn., εὐτυχέστατον ψεῦσμα ἐψευσμένος most happily deceived or mistaken, Pl.Men. 71d: more rarely in [voice] Act., καί μ' ἔψευσας ἐλπίδος πολύ thou hast much belied my expectation, i.e. turned out better than I feared, S.Aj. 1382.4 of statements, to be untrue, ἡ τρίτη τῶν ὁδῶν μάλιστα ἔψευσται the third mode of explanation is most untrue, most mistaken, Hdt.2.22.II c. acc. rei, like ψευδοποιέω 11, represent a thing as a lie, falsify, (prob. for σημάτων) ; ψεύδει ἡ πίνοια τὴν γνώμην afterthought gives opinion the lie, Id.Ant. 389:— [voice] Pass., ἢν τάδε ψευσθῇ λέγων if his word prove (lit. be proved) false, Id.Ph. 1342; ἡ ψευσθεῖσα ὑπόσχεσις the promise broken, Th.3.66; have been falsely reported,D.
52.23; in E.Andr. 346 for ἀλλὰ ψεύσεται it will be falsely said, Porson's correction ἐψεύσεται is probable ( πεύσεται Kiehl).B earlier and more common [full] ψεύδομαι, imper.ψεύδεο Il.4.404
(the [voice] Act. is very rare in [dialect] Att. Prose): [tense] fut.ψεύσομαι Hom.
, Pi., [dialect] Att.: aor ἐψευσάμην, v. infr.: [tense] fut. 2 ἐψεύσομαι ( will have made a false statement) Gal.15.137(s. v.l.): [tense] pf.ἔψευσμαι X.An.1.3.10
.I abs., lie, speak false, play false,ψεύσομαι ἦ ἔτυμον ἐρέω; Il.10.534
, Od.4.140;οὐκ οἶδα ψεύδεσθαι h.Merc. 369
;οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ Pi.O.13.52
;περί τινος Pl.Prt. 347a
; ψ. κατά τινος, opp. λέγειν τἀληθῆ κατά τινος, Id.Euthd. 284a, Lys.22.7;ψ. πρός τινα X.An.1.3.5
;ψ. τινι Act.Ap. 5.4
andεἴς τινα Ep.Col.3.9
.2 c. inf., say falsely, pretend that.., Plu.2.506d.3 c. acc. rei, say that which is untrue, whether intentionally or not,τοῦτό γ' οὐκ ἐψεύσατο Ar.Ec. 445
;οὐδὲν αὐτῶν ψεύδεται Id.Ach. 561
;κἂν λάβῃς ἐψευσμένον, φάσκειν ἔμ' ἤδη μαντικῇ μηδὲν φρονεῖν S.OT 461
;ἐάν τι μὴ ἀληθὲς λέγω.., εἰπὲ ὅτι τοῦτο ψεύδομαι· ἑκὼν γὰρ εἶναι οὐδὲν ψεύσομαι Pl.Smp. 214e
, cf. X.Mem.4.2.19;περὶ ὧν ἔψευσται διδάσκειν ὑμᾶς Lys.3.21
.5 ὁ ψευδόμενος, the Liar, name of a fallacy or logical puzzle invented by Eubulides, a disciple of Euclides of Megara, Thphr. ap. D.L.2.108, cf. Chrysipp.Stoic.2.92 ( ψευδόμενος is an interpolation inὁ σοφιστικὸς λόγος ψ. Arist.EN 1146a22
).II like [voice] Act. 11, belie, falsify, ὅρκια ψεύσασθαι break them, Il.7.352; soσυνθήκας ψ. X.Ages.1.12
;γάμους E.Ba. 31
, 245; so in [tense] plpf.,ἔψευστο τὴν ξυμμαχίαν Th.5.83
; so also οὐκ ἐψεύσαντο τὰς ἀπειλάς they did not belie, i.e. they made good, their threats, Hdt.6.32; τὰ χρήματα.. ἐψευσμένοι ἦσαν had broken their word about the money, X.An.5.6.35.III like [voice] Act. 1, deceive by lies, cheat,Αοξίαν ἐψευσάμην A.Ag. 1208
, cf. X.HG3.1.25; also ψ. τινά τι deceive one in a thing, S.OC 1145, E.Alc. 808; ἅπερ αὐτὸν οὐ ψεύσομαι and therein I will not disappoint him (ironical), i.e. I will carry out my threat, And.1.123; τῶν ἔργων ὧν ἂν τὸν ἐκδόντα ψεύσηται (ὧν being in gen. by attraction) Pl.Lg. 921a.IV of combinations of words, make a false statement, Arist.Int. 16a3.
См. также в других словарях:
σημάτων — ση̱μάτων , σῆμα sign neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
σηματοδότηση — η, Ν [σηματοδοτώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σηματοδοτώ, η με ποικίλα σήματα μετάδοση πληροφοριών ορισμένου είδους σε ορισμένη απόσταση 2. η τοποθέτηση ή διάταξη σημάτων και σηματοδοτών σε σιδηροδρομική γραμμή, οδική αρτηρία, πλωτό… … Dictionary of Greek
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
στερεοφωνία — Τεχνική λήψης, εγγραφής και αναπαραγωγής του ήχου, που αποβλέπει να δώσει στον ακροατή την αίσθηση της κατανομής στο χώρο των αρχικών ηχητικών πηγών. Η σ. βασίζεται επί της αρχής του εντοπισμού της ηχογόνου πηγής, δηλαδή επί του φαινόμενου της… … Dictionary of Greek
τηλέγραφος — Σύστημα τηλεπικοινωνίας που χαρακτηρίζεται από τη μεταβίβαση μηνυμάτων στη μορφή διαδοχικών σημάτων, καθένα από τα οποία παριστάνει ένα γράμμα του αλφαβήτου ή ενός συνόλου γραμμάτων ή λέξεων. Ένα τηλεγραφικό σύστημα αποτελείται από μία διάταξη, η … Dictionary of Greek
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
ενισχυτής — Συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται η αύξηση του πλάτους ενός ηλεκτρικού σήματος ή, γενικότερα, μιας πληροφορίας ή εντολής. Ανάλογα με τον τύπο της πληροφορίας που πρόκειται να ενισχυθεί και τον προορισμό του σήματος εξόδου, υπάρχουν διάφορες… … Dictionary of Greek