Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἀγχίνους

См. также в других словарях:

  • αγχίνους — ουν (Α ἀγχίνους και ασυναίρ. ἀγχίνοος οον) αυτός που έχει γρήγορη αντίληψη, εύστροφο νου, ο έξυπνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + νοῦς. ΠΑΡ. ἀγχίνοια] …   Dictionary of Greek

  • αγχίνους — ο, η γρήγορος στη σκέψη, έξυπνος: Είναι άνθρωπος αγχίνους, αλλά καθόλου εργατικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγχίνους — ἀγχίνοος ready of wit masc/fem nom pl ἀγχίνοος ready of wit masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • острыи — (58) пр. 1.Имеющий острый, сильно отточенный край, ребро: бь˫аше ст҃ѹю ѡстрымь камениѥмь. ПрЛ 1282, 17г; и черепы острыми стръгаша ˫а. Там же, 126б; по семь положиш(а) и на остры(х) черепина(х). ПрЮр XIV2, 37а; ра(д)iсѧ кнѧземъ нашимъ высоки… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άγχι — ἄγχι (Α) (ποιητ. τ. επιρρ.) 1. (για τόπο και χρόνο) κοντά, πλησίον 2. (για ομοιότητα) όπως, σαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχω. ΠΑΡ. ἄγχιμος, ἀγχιστήρ, ἄγχιστος, ἀγχοῦ. ΣΥΝΘ. ἀγχέμαχος αρχ. ἄγχαυρος, ἀγχήρης, ἀγχίαλος, ἀγχιβαθής, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος,… …   Dictionary of Greek

  • αγχίνοια — Η ετοιμότητα του πνεύματος, η οξύτητα του νου, η ευφυΐα, η ευστροφία, η κρίση. Ετυμολογικά, η α. προέρχεται από τις λέξεις άγχι (= κοντά) και νοώ. Οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν την έκφραση τη ση αγχινοία ως τιμητική προσφώνηση. Ως όρος της… …   Dictionary of Greek

  • αγχίφρων — ἀγχίφρων, ον (Α) ο αγχίνους*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + φρήν] …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • πινυτόφρων — ονος, ὁ, ἡ, Α 1. (για τον Οδυσσέα) συνετός, σώφρων («μᾱτερ Ὀδυσσῆος πινυτόφρονος», Ανθ. Παλ.) 2. ευφυής, αγχίνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πινυτός «συνετός» + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ματαιό φρων] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»