-
81 διορίζω
A : [tense] fut. [voice] Med. in pass. sense (v. infr. 1.3):—draw a boundary through, delimit, separate, Hdt.4.42;τὴν Εὐρώπην ἀπὸ τῆς Ἀσίης D.S.1.55
;δίχα δ. Pl.Sph. 267a
: metaph.,οὐ στενῷ τῷ ἰσθμῷ διώρισται ἡ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον Luc.Hist.Conscr.7
.2 distinguish, determine, define,τὰ οὐνόματα Hdt.4.45
;θεοῖσι.. γέρα τίς ἄλλος ἢ 'γὼ.. διώρισεν; A.Pr. 440
; πτῆσιν οἰωνῶν.. διώρισα, of auguries, ib. 489; σῖτον δ' εἰδέναι δ. so as to know it, Id.Fr. 182;γλυκὺν οἶνον καὶ οἰνώδεα Hp.Acut.50
;δ. ἀκούσιά τε καὶ ἑκούσια Pl.Lg. 860e
, cf. Cra. 391d;δ. περὶ ἐνεργείας τί ἐστιν Arist.Metaph. 1048a26
; define logically,δ. κατὰ τὰς διαφοράς Id.Top. 146b20
, cf. EN 1103a3 ([voice] Pass.), etc.:—[voice] Med., pronounce clearly,Alex.
301.3 determine, declare, : c. inf., determine one to be so and so,καθαρὸν διώρισεν εἶναι D.20.158
: with inf. omitted, :— [voice] Med., δηλοῖ καὶ δ. ὅτι .. D.18.40; διορισαμένων ὅπως .. Id.56.11;διορίσασθαι τίς αἱρετώτατος βίος Arist.Pol. 1323a15
: [tense] pf. [voice] Pass. in med. sense,ἃ χρὴ ποιεῖν διωρίσμεθα D.24.192
:—[voice] Pass., διώρισται ὁπότερον .. And.4.8; it being prescribed,Lys.
30.4; ;ἐν τῷ διωρισμένῳ χρόνῳ PTeb. 105.33
(ii B. C.), etc.: impers., διοριεῖται περί τινος we will give precepts about.., Hp.Art.9;ἐν οἷς [λόγοις] διώρισται περὶ τῶν ἠθικῶν Arist.Pol. 1282b20
, cf. EN 1136a10.4 draw distinctions, lay down definitions,οὐδ' ὁτιοῦν διορίζων D.21.104
;τοῦτό μοι.. διόρισον Pl. Grg. 488d
:—mostly in [voice] Med.,δ. περί τινος And.3.12
, Isoc.3.5, Arist. Ph. 200b15;πρὸς ἀλλήλους Pl.Grg. 457c
; δίκην διωρίσω didst settle the conditions of the trial, Ar.Ach. 364.II remove across the frontier, banish,ἔξω τῶν ὅρων Pl.Lg. 873e
;τὸν ἐνθένδε πόλεμον εἰς τὴν ἤπειρον Isoc.4.174
;τινὰ ὑπὲρ θυμέλας E. Ion46
: generally, carry abroad,στράτευμα Τροίαν ἔπι Id.Hel. 394
; δ. πόδα to depart, ib. 828.IV [voice] Pass., to be discontinuous, opp. συνάπτω, Arist.Cat. 4b28; διωρισμένος, opp. συνεχής, ib.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διορίζω
-
82 ἐκκαίω
Aἐξέκαυσα Hdt.4.134
, but part.ἐκκέαντες E.Rh.97
:—burn out,τοὺς ὀφθαλμούς τινος Hdt.7.18
;τὸ φῶς Κύκλωπος E.Cyc. 633
, cf. 657 (anap.):—[voice] Pass., to have one's eyes burnt out,Pl.
Grg. 473c.II light up, kindle,τὰ πυρά Hdt.4.134
, cf. E.Rh.l.c. ; (lyr.): metaph., ἐ. πόλεμον, ἐλπίδα, Plb.3.3.3, 5.108.5 ;τοὺς θυμούς D.H.7.35
;τὴν πρὸς αὐτὸν ὀργήν Plu.Fab.7
; provoke to anger,ἔκ με κάεις Herod.4.49
; inflame with curiosity, excite,τινά Luc.Alex.30
;ἴσῃ φιλοτιμίᾳ πρός τε τὸν δῆμον ἑαυτοὺς καὶ τὸν δῆμον πρὸς ἑαυτοὺς ἐκκαύσαντες Plu. Agis 2
:—[voice] Pass., to be kindled, burn up,τὸ πῦρ ἐκκάεται Eup.340
;ἐ. τὸ κακόν Pl.R. 556a
;ὀργὴν ἐκκαῆναι LXX 2 Ki.24.1
;ὁ δῆμος ἐξεκάετο Plu.TG13
, cf. Luc.Cal.3, etc.;ἐ. εἰς ἔρωτα Alciphr.3.67
, cf. Charito I.I;ὑπὸ μέθης Parth.24.2
. -
83 γράφω
A- ψω Hdt.1.95
, etc.: [tense] aor. ἔγραψα, [dialect] Ep.γράψα Il.17.599
: [tense] pf.γέγραφα Cratin.124
, Th.5.26, etc.; laterγεγράφηκα PHib. 1.78.2
(iii B. C.):—[voice] Med., [tense] fut. , etc. (but in pass. sense, Gal.Protr.13): [tense] aor. , etc.:—[voice] Pass., [tense] fut.γρᾰφήσομαι Hp.Acut.26
, Nicom.Com.1.39, ([etym.] μετεγ-) Ar.Eq. 1370; more freq.γεγράψομαι S.OT 411
, Theoc.18.47, etc.: [tense] aor. ἐγράφην [ᾰ], Hdt.4.91, Pl.Prm. 128c, etc.; (Milet., v B. C.), Archim.Fluit.2.4: [tense] pf. γέγραμμαι (also in med. sense, v. fin.), [ per.] 3sg.ἔγραπται Opp.C.3.274
; part. ἐγραμμένος or (Elis, dub.), Leg.Gort.1.45, al.; laterγεγράφημαι Ph.2.637
: [ per.] 3pl.γεγράφαται IG 12.57.10
, [dialect] Dor.γεγράβανται Schwyzer 90.12
([place name] Argos): [tense] plpf.ἐγέγραπτο X.Mem.1.2.64
: [ per.] 3pl.ἐγεγράφατο D.C.56.32
. Used by Hom. only in [tense] aor. [voice] Act.:—scratch, graze,αἰχμὴ γράψεν οἱ ὀστέον ἄχρις Il.17.599
; γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ θυμοφθόρα πολλά having marked or drawn signs thereon, 6.169: hence, later, represent by lines, draw, paint, Hdt.2.41, A.Eu.50, Pl.R. 377e; γῆς περιόδους γ. draw maps, Hdt.4.36;γ. Ἔρωθ' ὑπόπτερον Eub.41.1
;προσπεπατταλευμένον γ. τὸν Προμηθέα Men.535.2
;ἀνδριάντα γ. Pl.R. 420c
; ζῷα γ., = ζωγραφεῖν (q. v.), Id.Grg. 453c: metaph.,ὁπόσα τοὺς λειμῶνας αἱ ὧραι γράφουσι Philostr.Im.Praef.
:—[voice] Med.,ζῷα γράφεσθαι Hdt.4.88
:—[voice] Pass.,εἰκὼν γεγραμμένη Ar.Ra. 537
;πίνακες γεγραμμένοι τὰ Ἀλεξάνδρου ἔργα Philostr.VA2.20
.2 Math., describe a figure, Euc.Post.3, al., Archim.Sph.Cyl.1.23, al., Gal.1.47.b of a point or line in motion, generate a figure, Arist.Mech. 848b10, al.;τὸ σαμεῖον ἕλικα γράψει Archim.Sph.Cyl.1
, cf.Apollon.Perg.Con.1.2, Hero Aut.8.1.II express by written characters, write, τι Hdt.1.125, etc.;γ. διαθήκην Pl.Lg. 923c
, cf. X.Cyr.4.5.34 ([voice] Pass.); γ. τινὶ ὅτι .. Th.7.14; γ. τινί, c. inf., SIG552.13 (Abae, iii B. C.);γ. τι εἰς διφθέρας Hdt.5.58
: prov.,ὅρκους.. γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω S.Fr. 811
, cf. Xenarch.6;εἰς τέφραν γ. Philonid.7
; εἰς ὕδωρ, ἐν ὕδατι, Men. Mon.25, Pl.Phdr. 276c;ἐν χρυσῷ πίνακι Id.Criti. 120c
;ἐν φλοιῷ Theoc.18.47
;καθ' ὕδατος Luc.Cat.21
;εἰς πέλαγος γράμματα γράψαι Epigr.Gr.1038.8
([place name] Attalia):—[voice] Pass., πόθι φρενὸς γέγραπται in what leaf of memory it is written, Pi.O.10(11).3.2 inscribe, γ. εἰς σκῦλα, εἰς στήλην, E.Ph. 574, D.9.41:—[voice] Pass., γράφεσθαί τι to be inscribed with a thing, S.Tr. 157; have my name inscribed,IG
12(7).3* (dub.); ἐν τῷ προσώπῳ γραφεὶς τὴν συμφοράν having it branded on his forehead, Pl.Lg. 854d; γεγραμμένα κωκύουσαν, of the hyacinth, Euph.40.3 write down, γ. τινὰ αἴτιον set him down as the cause, Hdt.7.214; γ. τι ἱερόν τινι register as.., Pi.O.3.30; in magic, invoke a curse upon, Tab.Defix.Aud.14A1; γ. τινὰ κληρονόμον, ἐπίτροπον, institute by a written document, Pl.Lg. 923c, 924a; register, enrol,ἐμὲ γράφε τῶν ἱππεύειν ὑπερεπιθυμούντων X.Cyr. 4.3.21
; οὐ Κρέοντος προστάτου γεγράψομαι, as a dependent of Cr., S. OT 411.4 γ. τινί write a letter to one,γ. σοὶ ἵνα εἰδῇς PGrenf. 1.11
ii 21 (ii B. C.), etc.;εἴς τινα Luc.Syr.D.23
.5 γ. περί τίνος write on a subject, X.Cyn.13.2, etc.;ὑπέρ τινος Plb.1.1.4
, etc.; εἴς τινα against.., Longin.4.3; πρός τινα address a work to.., Id.1.3; describe,οἱ ὑφ' ἡμῶν γραφόμενοι καιροί Plb.2.56.4
; esp. of Prose, opp. ποιεῖν, Isoc.2.48: c. dupl. acc.,τί.. γράψειειν ἄν σε μουσοποιὸς ἐν τάφῳ
;E.
Tr. 1189.6 write down a law to be proposed: hence, propose, move, γνώμην, νόμον, ψήφισμα, etc., X.HG1.7.34, Ar.Nu. 1429, etc.: abs. (sc. νόμον), D.18.179;γ. καὶ νομοθετεῖν περί τινος Id.24.48
; γ. πόλεμον, εἰρήνην, Id.10.55, 19.55: c. inf., ;ἔγραψα.. ἀποπλεῖν.. τοὺς πρέσβεις Id.18.25
; enact,νόμοι οὓς τὸ πλῆθος συνελθὸν ἔγραψε X.Mem.1.2.42
:—[voice] Pass.,παρὰ τὰ γραφέντα δρᾶν Pl.Plt. 295d
;τὸ γεγραμμένον ὑπὸ σοῦ ψήφις μα Din.1.70
.8 ὁ γράφων τὸν Ὀξυρυγχίτην (sc. νομόν ) the secretary for the nome of Oxyrhynchus, POxy.239.1 (i A. D.);τῷ ἰδίῳ λόγῳ γράφοντι τὸν νομόν PFlor.358.5
(ii A. D.).B [voice] Med., write for oneself or for one's own use, note down, Hdt. 2.82, IG12.57.39, etc.;γ. τι ἐν φρεσίν A.Ch. 450
(lyr.);φρενῶν ἔσω S.Ph. 1325
; ἐγραψάμην ὑπομνήματα I wrote me down some memoranda, Pl.Tht. 143a; cause to be written,συγγραφήν D.56.6
, etc.; γ. πρόσοδον πρὸς τὴν βουλήν petition for a hearing before the Council, Id.24.48.2 enrol oneself,γράψασθαι φυλῆς καὶ δήμου καὶ φρατρίας IG12.374.16
, ib.2.115b21: abs., of colonists, Pl.Lg. 850b; but also (cf. A.11.3), ἕνα τῶν μαθητῶν ἐμὲ γράφου enrol me as one of your disciples, Id.Cra.428b.3 as law-term, γ. τινά to indict one, τινός for some public offence, e.g. τῆς αἰσχροκερδείας, Pl.Lg. 754e;γ. [τινὰ] παρανόμων D.18.13
; in full,γραφὴν γράψασθαί τινα Ar.Nu. 1482
(but in [voice] Pass., εἴ σοι γράφοιτο δίκη ib. 758);γράψασθαι δίκας SIG344.38
([place name] Teos): c. acc. et inf.,γ. τινὰ ἀδικεῖν Ar.V. 894
, cf. Pax 107: abs., οἱ γραψάμενοι the prosecutors, Id.V. 881;ἑτέροις οὐκ ἦν γράψασθαι And.1.75
; also γράφεσθαί τι indict an act, i. e. the doer of it, as criminal, ἐγράψατο τὴν Χαβρίου δωρειάν he brought a γραφὴ παρανόμων against the person who proposed the grant to Chabrias, D.20.146, cf. 95; τὸ χάριν τούτων ἀποδοῦναι παρανόμων γράφει ([ per.] 2sg.) Id.18.119.b [voice] Pass., to be indicted,γραφεὶς ἀπέφυγον D.18.103
; τοῦτο τὸ ψήφισμα ἐγράφη παρανόμων was indicted as illegal, Aeschin.3.62; ψηφίσματα ὑπὸ τούτου οὐδὲ γραφέντα not even indicted, D.18.222 (but in 18.28, εἰ μὴ τοῦτ' ἐγράφη if this decree had not been proposed, as [voice] Pass. of A. 11.6); τὰ γεγραμμένα the articles of the indictment, Id.18.56; τὸ γεγραμμένον the penalty named in the indiclment, Id.24.83:—but γέγραμμαι usu. takes the sense of the [voice] Med., indict, Id.18.59, 119, cf. Pl.Euthphr.2b, Tht. 210d. -
84 καθίστημι
A in causal sense:—[voice] Act., in [tense] pres., [tense] impf., [tense] fut., and [tense] pf.καθέστᾰκα Hyp.Eux.28
, LXXJe.1.10, D.H.Dem.54, D.S.32.11, etc.; onceκαθέστηκα PHib.1.82i14
(iii B. C.): [tense] plpf.- εστάκει Demetr.
Sceps. ap. Ath.15.697d:—also in [voice] Med., [tense] fut. (Paus.3.5.1), [tense] aor. 1, more rarely [tense] pres. (infr. A. 11.2):— set down,κρητῆρα καθίστα Il.9.202
; νῆα κατάστησον bring it to land, Od.12.185; κ. δίφρους place, station them, before starting for the race, S.El. 710; ποῖ [ δεῖ] καθιστάναι πόδα; E.Ba. 184;κ. τινὰ εἰς τὸ φανερόν X.An.7.7.22
; set up, erect, of stones, Inscr.Cypr.94, 95 H.:—[voice] Med., [ λαῖφος] κατεστήσαντο βοεῦσι steadied it, h.Ap. 407.2 bring down to a place,τούς μ' ἐκέλευσα Πύλονδε καταστῆσαι Od.13.274
: generally, bring,κ. τινὰ ἐς Νάξον Hdt.1.64
, cf. Th.4.78; esp. bring back,πάλιν αὐτὸν κ. ἐς τὸ τεῖχος σῶν καὶ ὑγιᾶ Id.3.34
;κ. τοὺς Ἕλληνας εἰς Ἰωνίαν πάλιν X.An.1.4.13
; without πάλιν, replace, restore,ἐς φῶς σὸν κ. βίον E.Alc. 362
; ἃς (sc. τὰς κόρας) οὐδ' ὁ Μελάμπους.. καταστήσειεν ἄν cure their squint, Alex.112.5; ἰκτεριῶντας κ. Dsc.4.1; τὸ σῶμα restore the general health, Hp.Mul. 2.133:—[voice] Med., κατεστήσαντο (v.l. for κατεκτήσαντο)εὐδαιμονίαν Isoc. 4.62
:—[voice] Pass., οὐκ ἂν ἀντὶ πόνων Χάρις καθίσταιτο would be returned, Th. 4.86.3 bring before a ruler or magistrate, Hdt.1.209, PRyl.65.10 (i B. C.), etc.;τινὰ ἐπί τινα PCair.Zen.202.6
(iii B. C.), POxy.281.24 (i A. D.).2 ordain, appoint, , cf. 25: usu. without the inf.,κ. τινὰ ὕπαρχον Id.7.105
; ἄλλον [ ἄρχοντα]ἀντὶ αὐτοῦ X.Cyr.3.1.12
, etc.;βασιλέα ἐπί τινας LXX 1 Ki.8.5
, al.;τινὰ ἐς μοναρχίαν E.Supp. 352
;ἐπὶ τὰς ἀρχάς Isoc.12.132
;τινὰ τύραννον Ar.Av. 1672
;κ. ἐγγυητάς Hdt.1.196
, Ar.Ec. 1064; δικαστάς, ἐπιμελητάς, νομοθέτας, Id.Pl. 917, X.Cyr.8.1.9, D.3.10 (sed leg. καθίσατε, cf.καθίζω 1.4
); of games, etc., γυμνικοὺς ἀγῶνας κ. Isoc.4.1: rarely c. inf.,οἱ καθιστάντες μουσικῇ.. παιδεύειν Pl.R. 410b
:—so in [voice] Pass.,κυβερνᾶν κατασταθείς X. Mem.1.7.3
: [tense] aor. [voice] Med., appoint for oneself,τύραννον καταστησάμενοι παρὰ. σφίσι αὐτοῖσι Hdt.5.92
.á;ἄρχοντας X.An.3.1.39
, etc.b esp. of laws, constitutions, ceremonies, etc., establish, νόμους, τελετάς, E.Or. 892, Ba.21, etc.; πολιτείαν, δημοκρατίαν, Arist.Ath.7.1, Decr.ib. 29.3;ὀλιγαρχίαν Lys.12.42
; also, set in order, arrange, :—also in [voice] Med., ; ; ;πόλεις ἐπὶ τὸ ὠφέλιμον Id.1.76
; [ Εὔβοιαν] ὁμολογίᾳ ib. 114; πρὸς ἐμὲ τὸ πρᾶγμα καταστήσασθαι settle it with me, D.21.90.3 bring into a certain state,τινὰ ἐς ἀπόνοιαν Th.1.82
;ἐς ἀπορίαν Id.7.75
;εἰς ἀνάγκην Lys.3.3
;εἰς αἰσχύνην Pl.Sph. 230d
;εἰς ἐρημίαν φίλων Id.Phdr. 232d
; ;τινὰ εἰς ἀσφάλειαν Isoc.5.123
; τίνας εἰς ἀγῶνα καθέστακα; Hyp.Eux. 28, cf. Lycurg.2;κ. τινὰ ἐν ἀγῶνι καὶ κινδύνῳ Antipho 5.61
;τὴν πόλιν ἐν πολέμῳ Pl.Mx. 242a
;τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ X.Cyr.4.5.28
; κ. ἑαυτὸν ἐς κρίσιν present himself for trial, Th.1.131, cf. Lycurg.6; κ. τινὰ εἰς τοὺς ἀρχικούς reckon him as one of.., X.Mem.2.1.9.4 c. dupl. acc., make, render so and so,ψευδῆ γ' ἐμαυτόν S.Ant. 657
;ἡ ἐπιθυμία κ. τινὰ ἀμνήμονα Antipho 2.1.7
; τὸ πιστὸν ὑμᾶς ἀπιστοτέρους κ. Th.1.68; κ. τι φανερόν, σαφές, Id.2.42, 1.32; τινὸς ἐπίπονον τὸν βίον κ. Isoc.10.17: c. part., κλαίοντα καθιστάναι τινά bring one to tears, E.Andr. 635: rarely c. inf., κ. τινὰ φεύγειν make him fly, Th.2.84, cf. E.Alc. 283, Luc.Charid.8:—[voice] Pass., .5 [voice] Med., get for oneself, .6 make, in periphrases,πάννυχοι.. διάπλοον καθίστασαν A.Pers. 382
:—[voice] Med., κρυφαῖον ἔκπλουν οὐδαμῇ καθίστατο ib. 385.B intr. in [tense] aor. 2, [tense] pf. καθέστηκα, and [tense] plpf. of [voice] Act. (also [tense] fut.καθεστήξω Th.3.37
, 102), and all tenses of [voice] Med. (exc. [tense] aor. 1 ) and [voice] Pass.: [tense] pf. καθέσταμαι in later Greek, IG22.1006.24 (ii B. C.), LXXNu.3.32, etc.:—to be set, set oneself down, settle, ἐς [ Αἴγιναν] Hdt.3.131, cf. Th.4.75; [ ὀδύναι]καθίσταντο ἐς ὑπογάστριον Hp.Epid.7.97
; of joints, ἐξίσταται ἀνωδύνως καὶ κ. goes out of joint and in again, Id.Art.8; κ. ἐς Ῥήγιον to make R. a base of operations, Th.3.86; simply, to be come to a place,ὅποι καθέσταμεν S.OC23
.b come before another, stand in his presence, Pi.P.4.135;λέξον καταστάς A.Pers. 295
(unless it be taken in signf. 4), cf. Hdt.1.152;κ. ἐς ὄψιν τινός Id.7.29
; , cf. 156;καταστὰς ἐπὶ τὸ πλῆθος ἔλεγε Th.4.84
.2 to be set as guard,ὑπό τινος Hdt.7.59
, cf. S.OC 356, X.An.4.5.19, etc.; to be appointed,δεσπότης.. καθέστηκα E.HF 142
;στρατηλάτης νέος καταστάς Id.Supp. 1216
; κ. Χορηγὸς εἰς Θαργήλια, στρατηγός, etc., Antipho 6.11, Isoc.4.35, etc.;οἱ πρόβουλοι καθεστᾶσιν ἐπὶ τοῖς βουλευταῖς Arist.Pol. 1299b37
; δικτάτωρ.. καθε[ στάμενος τὸ τέταρτον], = Lat. dictator designatus quartum, of Caesar, IG12(2).35b7 (Mytil.).4 also, stand or become quiet or calm, of water,ὅταν ἡ λίμνη καταστῇ Ar.Eq. 865
, cf. PHolm.16.3; θάλασσα γαληνὴ καὶ κ. Plb.21.31.10; πνεῦμα λεῖον καὶ καθεστηκός calm and settled, Ar.Ra. 1003; ὁ θόρυβος κατέστη subsided, Hdt.3.80; of laughter, Philostr. VA3.4; of a swelling, Hp.Prog.7;ἕως τὰ πράγματα κατασταίη Lys. 13.25
; also of persons, καταστάς composedly, A.Pers. 295 (but v. supr. 1b); [ ἡ ψυχὴ]καθίσταται καὶ ἠρεμίζεται Arist.Ph. 248a2
; ὁρῶμεν [ τοὺς ἐνθουσιαστικοὺς]..καθισταμένους Id.Pol. 1342a10
;καθεστηκυίας τῆς διανοίας Ocell.4.13
; καθεστῶτι προσώπῳ with composed, calm countenance, Plu.Fab.17;μαίνεσθαι καὶ ἔξω τοῦ καθεστηκότος εἶναι Luc.Philops.5
; τίς ἂν καθεστηκὼς φήσαιε; what person of mature judgement would say.. ? Phld.Po.5.15; ἡ καθεστηκυῖα ἡλικία middle age, Th.2.36; ἡλικία μέση καὶ κ. Pl.Ep. 316c; οἱ καθεστηκότες those of middle age, Hp.Aph.1.13: also, with metaphor from wine, mellow, of persons, Alex.45.8.5 come into a certain state, become, and in [tense] pf. and [tense] plpf., to have become, be,ἀντὶ φίλου πολέμιόν τινι κ. Hdt. 1.87
;οἱ μὲν ὀφθαλμῶν ἰητροὶ κατεστέασι, οἱ δὲ κεφαλῆς Id.2.84
;ἔμφρων καθίσταται S.Aj. 306
;τῶν ἄνωθεν ὑπόπτων καθεστώτων Epicur. Sent.13
;ἐς μάχην Hdt.3.45
;ἐς πόλεμον ὑμῖν καὶ μάχην κ. E.HF 1168
;ἐς πάλην καθίσταται δορὸς τὸ πρᾶγμα Id.Heracl. 159
;ἐς τὴν ἴησιν Hp.Prorrh.2.12
; ἐς τὸ αὐτό they recover, Id.Coac. 160 (later abs.,καταστῆναι καὶ μηδενὸς ἔτι φαρμάκου δεηθῆναι Gal.Vict.Att.1
);ἐς τοὺς κινδύνους Antipho 2.3.1
;ἐς φόβον Hdt.8.12
, Th.2.81; ἐς δέος, λύπην, Id.4.108,7.75;ἐς φυγήν Id.2.81
;ἐς ἔχθραν τινί Isoc.9.67
; εἰς ὁμόνοιαν, εἰς πολλὴν ἀθυμίαν, Lys.18.18, 12.3; καταστῆναι ἐς συνήθειάν τινος τὴν πόλιν ποιεῖν make the city become accustomed to it, Aeschin.1.165; had been,Hdt.
1.92, cf. 9.37;ἐν δείματι μεγάλῳ κατέστασαν Id.7.138
; καταστάντων σφι εὖ τῶν πρηγμάτων ib. 132; τίνι τρόπῳ καθέστατε; in what case are ye? S.OT10; φονέα με φησὶ.. καθεστάναι ib. 703;ἄπαρνος δ' οὐδενὸς καθίστατο Id.Ant. 435
;κρυπτὸς καταστάς E.Andr. 1064
;οἱ ἐν τούτῳ τῆς ἡλικίας καθεστῶτες ἐν ᾧ.. Antipho 2.1.1
; ἐν οἵῳ τρόπῳ [ἡ τῶν Ἀθηναίων ἀρχὴ] κατέστη how it came into being, Th.1.97, cf. 96; ἀρξάμενος εὐθὺς καθισταμένου (sc. τοῦ πολέμου ) from its first commencement, Id.1.1.6 to be established or instituted, prevail,καί σφι μαντήϊον Διὸς κατέστηκε Hdt.2.29
; ἄγραι.. πολλαὶ κατεστᾶσι ib.70, cf. 1.200; ὅδε σφι νόμος κατεστήκεε ib. 197;βροτοῖσιν ὃς καθέστηκεν νόμος E. Hipp.91
: c. inf.,θεὸν Ἀμφιάραον πρώτοις Ὠρωπίοις κατέστη νομίζειν Paus.1.34.2
: [tense] pf. part., existing, established, prevailing, τὸν νῦν κατεστεῶτα κόσμον Hdt 1.65;ἦν κατεστηκὸς οὐδὲν φόρου πέρι Id.3.89
; τοὺς κατεστεῶτας τριηκοσίους the regular 300, Id.7.205;οἱ καθεστῶτες νόμοι S.Ant. 1113
, Ar.Nu. 1400; τὰ καθεστῶτα the present state of life, S.Ant. 1160; also, existing laws, usages, τὰ τότε κ., τά ποτε κ., Pl.Lg. 798b, Isoc.7.56;ἐπὶ τοῖσι κατεστεῶσι ἔνεμε τὴν πόλιν Hdt.1.59
.7 of purchases, cost, πλέον ἢ ὅσου ἐμοὶ κατέστησαν more than they stood me in, And.2.11, cf. Plu.2.349a.8 stand against, oppose, πρός τινα dub. l. in Plb.23.18.5:—[voice] Pass.,Τιτήνεσσι κατέσταθεν Hes. Th. 674
.C [tense] aor. 1 [voice] Med. and sts. [tense] pres. [voice] Med. are used in trans. sense, v. supr. A. 11.2sq.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθίστημι
-
85 καιρός
καιρός, ὁ,A due measure, proportion, fitness (not in Hom.), καιρὸς δ' ἐπὶ πᾶσιν ἄριστος (which became a prov.) Hes.Op. 694, Thgn. 401;κ. παντὸς ἔχει κορυφάν Pi.P.9.78
;κ. Χάριτος A.Ag. 787
(anap.) (cf.ὑποκάμπτω 11
); εἰ ὁ κ. ἦν σαφής the distinction, the point, E.Hipp. 386; ἡ ἀπορία ἔχει τινὰ κ. has some point or importance, Arist. Metaph. 1043b25; καιροῦ πέρα beyond measure, unduly, A.Pr. 507;μείζων τοῦ κ. γαστήρ X.Smp.2.19
;καιροῦ μεῖζον E.Fr. 626
codd.; προσωτέρω or πορρωτέρω τοῦ κ., X.An.4.3.34, HG7.5.13; ὀξύτερα τοῦ κ. Pl.Plt. 307b; νωθεστέρα τοῦ κ. ib. 310e; ὑπερβάλλων τῇ φιλοτιμίᾳ τὸν κ. Plu.Ages.8, cf. Hp.Loc.Hom.44.II of Place, vital part of the body (cf.καίριος 1
),ἐς καιρὸν τυπείς E.Andr. 1120
.III more freq. of Time, exact or critical time, season, opportunity, Χρόνου κ. S.El. 1292: usu. alone, κ. [ ἐστιν] ἐν ᾧ Χρόνος οὐ πολὺς κτλ. Hp. Praec.<*>, cf. Chrysipp. et Archig. ap. Daremberg Notices etextr. des MSS. médicaux 1p.200;κ. ὀξύς Hp.Aph.1.1
; κ. πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει 'time and tide wait for no man', Pi.P.4.286; κ. ὄλβου, = καίριος ὄλβος, Id.N.7.58; δηλοῦν, ὅ τι περ δύναται κ. Ar.Ec. 576 codd. (sed leg. δύνασαι) ; τίνα κ. τοῦ παρόντος βελτίω ζητεῖτε; D.3.16; κ. δόσιος for giving, Hp.Acut.20; κ. τοῦ ποτισμοῦ, τῆς τρύγης, BGU1003.12 (iii B. C.), PStrassb.1.8 (V A. D.);τὰ ἐκ τοῦ κ. προγινόμενα Plb.6.32.3
; καιρὸν παριέναι to let the time go by, Th.4.27 (so in pl.,τοὺς κ. παριέναι Pl.R. 374c
;τοὺς κ. ὑφαιρεῖσθαι Aeschin.3.66
);κ. τῶν πραγμάτων τοῖς ἐναντίοις καθυφιέναι καὶ προδοῦναι D.19.6
; καιροῦ ([etym.] τοῦ κ.) , Pl.Lg. 687a, Men.Mon. 281;καιρὸν εἰληφέναι Lys.13.6
(butκαιρὸς ἐλάμβανε Th.2.34
; cf.καιροῦ διδόντος Lib.Or.45.7
);καιροῦ λαβέσθαι Luc.Tim.13
;καιρὸν ἁρπάσαι Plu.Phil.15
;κ. τηρεῖν Arist.Rh. 1382b11
;καιρῷ Χρήσασθαι Plu.Pyrrh.7
; καιρῷ Χειμῶνος ξυλλαβέσθαι co-operate with the occurrence of a storm, Pl.Lg. 709c; ἔχει κ. τι it happens in season, Th.1.42, etc.; κ. ἔχειν τοῦ εὖ οἰκεῖν to be the chief cause of.., Pl.R. 421a;ὑμέας καιρός ἐστι προβοηθῆσαι Hdt.8.144
, cf. A.Pr. 523, etc.;νῦν κ. ἔρδειν S.El. 1368
: sts. c. Art.,ἀλλ' ἔσθ' ὁ κ... ξένους.. τυγχάνειν τὰ πρόσφορα A.Ch. 710
;ὁ κ. ἐστι μὴ μέλλειν ἔτι Ar. Th. 661
, cf.Pl. 255.b adverbial phrases, ἐς καιρόν in season, Hdt. 7.144, E.Tr. 744, etc.;ἐς κ. ἐπείγεσθαι Hdt.4.139
; ἐς αὐτὸν κ. S.Aj. 1168; εἰς δέοντα κ. Men.Sam. 294; , Th.4.59, etc.;ἐν κ. τινί Pl.Cri. 44a
;ἐπὶ καιροῦ D.19.258
, 20.90, etc.;κατὰ καιρόν Pi.I.2.22
;ὥς οἱ κατὰ κ. ἦν Hdt.1.30
(but also οἱ κατὰ κ. ἡγεμόνες in office at the time, BGU15.10 (ii A. D.), etc.); παρὰ τῷ ἐντυχόντι αἰεὶ καὶ λόγου καὶ ἔργου κ. Th.2.43;πρὸς καιρόν S.Aj.38
, Tr.59, etc.;σὺν καιρῷ Plb.2.38.7
: without Preps., ; καιρόν, abs., S.Aj.34, E.Fr.495.9 (in [comp] Comp. form καιρότερον, Achae.49); κ. γὰρ οὐδὲν ἦλθες E Hel.479; opp. ἀπὸ καιροῦ out of season, Pl.Tht. 187e;ἄνευ καιροῦ Id.Ep. 339d
;παρὰ καιρόν Pi.O.8.24
, E.IA8co (lyr.), Pl. Plt. 277a; πρὸ καιροῦ prematurely, A.Ag. 365 (anap.); ἐπὶ καιροῦ also means on the spur of the moment,ἐπὶ κ. λέγειν Plu.Dem.8
, cf. Art.5;ἐξενεγκεῖν πόλεμον Id.Ant.6
.2 season, πᾶσιν καιροῖς at all seasons of the year, IG14.1018, cf. LXX Ge.1.14, Ph.1.13, Porph. ap. Eus.PE3.11; κ. ἔτους, later Gr. for [dialect] Att. ὥρα ἔτους, acc. to Moer.424; time of day, Philostr.VA6.14.3 generally, time, period,κατὰ τὸν κ. τοῦτον Plb.27.1.7
; , al.: more freq. in pl., κατὰ τούτους τοὺς κ. Arist.Ath.23.2, al., cf. Plb.2.39.1; τὰ κατὰ καιρούς chronological sequence of events, Id.5.33.5; ἐν τοῖς πάλαι, ἐντοῖς μεταξὺ κ., Phld.Rh.1.28,363 S.4 in pl., οἱ καιροί the times, i. e. the state of affairs, freq. in bad sense, ἐν τοῖς μεγίστοις κ. at the most critical times, X.HG6.5.33, cf. D.20.44;περιστάντων τῇ πόλει κ. δυσκόλων IG22.682.33
, etc.: also in sg., X.An.3.1.44, D.17.9; ὁ ἔσχατος κ. extreme danger, Plb.29.27.12, etc.;καιρῷ δουλεύειν AP9.441
(Pall.).IV advantage, profit, τινος of or from a thing, Pi.O.2.54, P.1.57; εἴ τοι ἐς κ. ἔσται ταῦτα τελεόμενα to his advantage, Hdt.1.206; ἐπὶ σῷ κ. S.Ph. 151 (lyr.); τίνα κ. με διδάσκεις; A.Supp. 1060 (lyr.); τί σοι καιρὸς.. καταλείβειν; what avails it..? E.Andr. 131 (lyr.); τίνος εἵνεκα καιροῦ; D.23.182; οὗ κ. εἴη where it was convenient or advantageous, Th.4.54; ᾗ κ. ἦν ib.90; Χωρίον μετὰ μεγίστων κ. οἰκειοῦταί τε καὶ πολεμοῦται with the greatest odds, the most critical results, Id.1.36.V Pythag. name for seven, Theol.Ar. 44. -
86 στρατεύω
A advance with an army or fleet, wage war, or rulers, offcers, or men, ;Θηβαῖοι.. ἐστράτευον ἐπὶ τοὺς Πλαταιέας Id.6.108
, cf. 7 (v.l.), Th.3.7, OGI327.2 (Pergam., ii B.C.), etc.; ;Καρχηδόνιοι -εύσαντες ἐπὶ Σικελίαν X.HG1.1.37
; εἰς Σικελίαν -εύσαντες ib.1.5.21; ἐστράτευσαν πρὸς Ἄβυδον ib.1.2.16;σ. ὅποι Κῦρος ἐπαγγέλλοι Id.Cyr.7.4.9
: c. acc. cogn., οἶσθ' ἣν στρατείαν ἐστράτευσ' ὀλεθρίαν (sc. ἐγὼ Ἄδραστος) E.Supp. 116;Λακεδαιμόνιοι.. τὸν ἱερὸν καλούμενον πόλεμον ἐστράτευσαν Th.1.112
; metaph., ἑνὸς δ' ἐπ' ἀνδρὸς δώματα στρατεύομεν (Iris et Lyssa loq.) E.HF 825 (nisi leg. σῶμα συστρατεύομεν):—so in [voice] Med.,στρατεύομαι Hdt.7.61
, etc.: [tense] fut. - εύσομαι ib.11, D.8.23: [tense] aor.ἐστρατευσάμην Hdt.1.204
, S.Aj. 1111, Isoc.5.144, etc.; alsoἐστρατεύθην Pi.P.1.51
, Apollod.1.9.13: [tense] pf.ἐστράτευμαι Is.4.29
, etc.; [dialect] Boeot. [ per.] 3pl. [tense] pf. [voice] Med.ἐστροτεύαθη IG7.3174.27
(Orchom. [dialect] Boeot.), al.: ; -εύσονται ἐπὶ τὴν ἡμετέρην [Ἀθηναῖοι] Hdt.7.11; οἱ δὲ -ευόμενοι οἵδε ἦσαν, Πέρσαι μέν.. ib.61, cf. 64,66, al.; ἐστρατευμένοι γάρ εἰσι they have been soldiers, have seen war-service, Ar.Ra. 1113, cf. IG12.1.3, 18.9, Lys.9.4;ψιλὸς αὖ στρατεύσομαι Ar.Th. 232
, cf. Eup.117.8; ὁπλίτης ς. X.Mem.3.4.1; ἐκ καταλόγου ς. ibid.;ὅταν ἡλικίαν ἐκπέμπωσι προγράφουσιν ἀπὸ τίνος ἄρχοντος καὶ ἐπωνύμου μέχρι τίνων δεῖ στρατεύεσθαι Arist.Ath.53.7
;σφι ἐδόκεε -εύεσθαι ἐπὶ τὰς Θήβας Hdt.9.86
;ἐπὶ τοῦ κρυστάλλου -εύονται.. πέρην ἐς τοὺς Σίνδους Id.4.28
;σ. μετά τινων E.IA 967
;ὑπὲρ τῆς πόλεως Pl.R. 429b
;τῆς σῆς οὕνεκ'.. γυναικός S.Aj. 1111
;ὑπό τινι Plu.Cam.2
;ἐπ' Αἴγυπτον Hdt.3.139
;ἐς τὴν Ἀσίην Id.1.4
, cf. And.3.30, etc.;κατὰ Ἐφεσίων OGI437.70
(Pergam., i B.C.);πρὸς τὴν τῶν Ὀλυνθίων πόλιν X. HG5.3.3
; μισθοῦ ς. Id.Cyr.3.2.7; πανδημεὶ ἔξω ς. Pl.Lg. 814a; opp. ἐπιδημεῖν, Lys.20.21; opp. δημηγορεῖν, And.4.22; στρατευσάμενος,= a militiis, IG14.716 ([place name] Naples): c. acc. cogn.,τὰς στρατείας -ευόμενος Is.10.25
.2 [voice] Med., serve in the army, τυΐ πρᾶτον ἐστροτεύαθη the following have joined the army for the first time, IG7 l.c.; μηδεὶς ἐαθῇ -εύσασθαι to join the army, UPZ110.162 (ii B.C.), cf. Sammelb. 7354.6 (ii A.D.), BGU1680.9 (iii A.D.); οἱ -ευόμενοι Ἕλληνες the Greeks who are in the army, PTeb.5.168 (ii B.C.).—In Hdt. codd. vary between [voice] Act. and [voice] Med., as in 6.7, 108; in [dialect] Att. and later Gr. (PGrenf.1.21.3 (ii B.C.), PTeb.5.168 (ii B.C.), etc.) the [voice] Med. is much the more freq.II later, in [voice] Act., take or receive into the army, enroll, enlist, D.S.25.12, App.BC1.42, 2.141, 5.137, Hdn.2.14.6:— [voice] Pass.,τῶν νεολέκτων τῶν -ευθέντων ὑφ' ἡμῶν POxy.1103.5
(iv A.D.);ὁ νῦν -ευθεὶς τίρων PLond.2.237.31
(iv A.D.).III v. στραγγεύομαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρατεύω
-
87 πολιτεύω
A- σω Th.1.19
, X.HG2.3.2:— to be a citizen or freeman, live in a free state, Th.2.46, 3.34,4.114, X.An.3.2.26;οἴκοι π. SIG306.21
(Tegea, iv B. C.);π. παρά τισι X.HG1.5.19
; πεπολιτευκὼρ πὰρ ἁμέ, = μετοικῶν, Schwyzer 425.5 (Elis, iii/ii B.C.); κατὰ νόμους π., opp. monarchy, Plb.4.76.2: more freq. in [voice] Med., v. infr.2 have a certain form of government, administer the state,κατ' ὀλιγαρχίαν π. Th.1.19
, 3.62;π. ὥσπερ εἰώθεσαν Id.4.130
;κατὰ τὰ ἴδια κέρδη π. Id.2.65
;πρὸς τὸ ἴδιον κέρδος X.HG1.4.13
;ἐλευθέρως τὰ πρὸς τὸ κοινὸν π. Th.2.37
:—[voice] Pass., of the state, to be governed,τὰς εὖ -ευομένας πόλεις Isoc.6.35
, cf. Pl.R. 427a, etc.;ἄνευ ὁμονοίας οὔτ' ἂν πόλις εὖ -ευθείη X. Mem.4.4.16
; τὰ πεπολιτευμένα αὐτοῖς the measures of their administration, D.1.28;τὰ κοινῇ πεπ. Id.18.8
, cf. Isoc.16.45, etc.b [voice] Pass., in Law, to be customary,τὸ μέχρι νῦν -ευόμενον Just.Nov.73.8.2
, cf. 52 Praef.; ἡ -ευομένη τῆς ἀρτάβης (sc. τιμή) customary price, PGiss. 105.7 (v A.D.).3 [voice] Pass., to be made a citizen,τοὺς ἐπὶ Τέλωνος πολιτευθέντας D.S.11.72
.B most freq. in [voice] Med., [tense] fut.πολιτεύσομαι Ar.Eq. 1365
, X.Ath. 3.9: [tense] aor.ἐπολιτευσάμην And.2.10
, D.18.207; also [voice] Pass.ἐπολιτεύθην Th.6.92
, Lys.26.5, ([etym.] ἐν-) Isoc.5.5, etc.: [tense] pf.πεπολίτευμαι Lys.25.10
, D.13.35, etc.:—like the [voice] Act., live as a free citizen, chiefly in Prose (once in E. (v. infr.), twice in Ar. (v. infr.));π. μεθ' ὑμῶν And.
l. c.;ἐν δημοκρατίᾳ X.Cyr.1.1.1
, etc.; ; opp. μετοικέω, Lys.12.20;ἐν εἰρήνῃ X.HG2.4.22
;ἀδίκως πρὸς τοὺς ἄλλους π. Lys.14.42
;εἰ πένης.. λαὸς πολιτεύοιτο πλουσίων ἄτερ E.Fr.21
.II take part in the government, Critias 45 D., Th.2.15 (as v.l.), Nausiph.2, Hyp.Eux.27, D.18.18; meddle with politics, Pl.R. 561d; opp. ἰδιωτεύειν, Aeschin.1.195; hold public office, show public spirit, IG4.858 (Methana, cf. Glotta14.78), SIG850.14 (Epist. Antonini Pii), etc.2 c. acc., administer, govern, ;τὰ καθ' αὑτοὺς πολιτεύεσθαι D.10.74
;ἃ καὶ πεποίηκα καὶ πεπολίτευμαι Id.18.4
; οὐ τὰ βέλτιστα π. ib.207; π. πόλεμον ἐκ πολέμου make perpetual war the principle of government, Aeschin.2.177: abs., conduct the government, Ar.Eq. 1365;κατὰ συμμορίας D. 2.29
;διὰ τοὺς ἀδίκως -ομένους ἐν τῇ ὀλιγαρχίᾳ δημοκρατία γίγνεται Lys.25.27
; ; οἱ πολιτευόμενοι the ministers, Id.3.30, 24.157.III have a certain form of government,τοὺς ἄριστα τῶν ἄλλων πολιτευομένους Isoc.3.24
;ἡμῶν ἐγγὺς π. Pl.R. 568b
; κατὰ τὰ πάτρια π. Decr. ap. And.1.83; οἱ τὴν ἄνισον πολιτείαν πολιτευόμενοι, i. e. those living in an oligarchy or a tyranny, Aeschin.1.5.IV serve as curialis, Mitteis Chr. 97i18 (iv A. D.), PLips. 62i2 (iv A. D.), POxy.2106.19 (iv A.D.), etc.V in Law, execute according to custom,διαθήκας Just.Nou.66.1
Intr.VI deal with, in private affairs,ἀλλήλοις PHib.1.63.11
(iii B. C.);πρὸς [τοὺς θεοὺς] ὁσίως καὶ δικαίως UPZ144.14
, cf. 110.78 (ii B.C.), LXX 2 Ma.11.25, Aristeas 31, Act.Ap.23.1;π. πᾶσαν πολιτείαν κατὰ τὸν ἰουδαϊσμόν BCH56.293
(Stobi, i/ii A. D.); behave, Ep.Phil.1.27.b metaph., arrange, bring about, συνοδίαν, γάμον, Charito 1.1, 2.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολιτεύω
-
88 Ζεύς
1 genealogical relationships. son of Kronos,Κρονίδα βαρυγδούπου Διός O. 8.44
“ Κρονίων Ζεὺς πατὴρ” P. 4.23Κρονίδαο Ζηνὸς υἱοί P. 4.171
πὰρ Δὶ Κρονίδᾳ N. 1.72
Κρονίδᾳ τε Δὶ N. 4.9
σπονδοφόροι Κρονίδα Ζηνὸς Ἀλεῖοι I. 2.24
] Κρονίων Ζεὺς ?fr. 334a. 10, cf. O. 2.12 husband of Hera,Ἥρας τὰν Διὸς εὐναὶ λάχον P. 2.27
Διὸς ἄκοιτιν P. 2.34
cf. N. 7.95 husband of Thetis, Θέμιν ἄλοχον Διὸς fr. 30. 5. cf. fr. 31. son of Rhea v. O. 2.12 brother of Hestia and Hera,Ἑστία, Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα καὶ ὁμοθρόνου Ἥρας N. 11.2
lover of Aigina,Αἴγινα, τεῶν Διός τ' ἐκγόνων N. 7.50
Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον N. 8.6
Ζηνί τε ἅδον βασιλέι (sc. Αἴγινα καὶ Θήβα) I. 8.18 lover of Alkmene, P. 4.171τέκε οἱ καὶ Ζηνὶ μιγεῖσα Ἀλκμήνα P. 9.84
Ζεὺς ἐπ' Ἀλκμήναν Δανάαν τε μολὼν N. 10.11
lover of Danae, N. 10.11 lover of Leda, P. 4.171 lover of Semele O. 2.27, and of Thyone,ἀτὰρ λευκωλένῳ γε Ζεὺς πατὴρ ἤλυθεν ἐς λέχος ἱμερτὸν Θυώνᾳ P. 3.98
lover of Thebe, I. 8.18, cf. test., fr. 290. lover of Ganymede,ἦλθε καὶ Γανυμήδης Ζηνὶ O. 1.45
prospective lover of Thetis, ( Θέτιν) Ζηνὶ μισγομέναν ἢ Διὸς πὰρ ἀδελφεοῖσιν (Tric.: Διὶ codd.: Δί τε Hermann) I. 8.35 cf. I. 8.27 father of Apollo & Artemis,παίδων Διός P. 3.12
father of Athena,αὐτὰ Ζηνὸς ἐγχεικεραύνου παῖς O. 13.77
( Ζεὺς) ὃς καὶ τυπεὶς ἁγνῷ πελέκει τέκετο ξανθὰν Ἀθάναν fr. 34, cf. O. 7.36 father of Herakles,Διὸς ἄλκιμος υἱὸς O. 10.44
παῖς Διὸς N. 1.35
, cf. P. 9.84, I. 6.42 ]ἐπὶ βρέφος οὐρανίου Διός[ Πα. 2. ]Διὸς υἱόν P. Oxy. 2622. fr. 1. 15. father of Polydeukes,Ζεὺς δ' ἀντίος ἤλυθέ οἱ N. 10.79
father of Aiakos, N. 7.84, I. 8.18, cf. Pae. 15.5 father of Korinthos,ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει, τέκνοισιν ἅτε μαψυλάκας, Διὸς Κόρινθος N. 7.105
father of Muses,κόραι Πιερίδες Διός O. 10.96
father of Graces O. 14.14 father of Fortune,παῖ Ζηνὸς ἐλευθερίου σώτειρα Τύχα O. 12.1
father of Truth,θυγάτηρ Ἀλάθεια Διός O. 10.4
father of Peirithoos, φὰν δ' ἔμμεναι Ζηνὸς υἱοὶ καὶ κλυτοπώλου Ποσειδάωνος sc. Peirithoos and Theseus fr. 243.2 king and all powerful father of gods and men.πατέρ' Οὐρανιδᾶν ἐγχεικέραυνον Ζῆνα P. 4.194
Ζεὺς πατήρ O. 2.27
ὦ Ζεῦ πάτερ O. 7.87
ὕπατ' εὐρὺ ἀνάσσων Ὀλυμπίας, Ζεῦ πάτερ O. 13.26
Ζεὺς πατὴρ P. 3.98
“ Κρονίων Ζεὺς πατὴρ” P. 4.23Ζεῦ πάτερ N. 8.35
, N. 9.31, N. 9.53, N. 10.29παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ N. 10.55
“ ὦ Ζεῦ πάτερ” (Herakles speaks) I. 6.42 Ζεὺς πατήρ fr. 93. v.πατήρ. Ζεὺς ἀθανάτων βασιλεύς N. 5.35
Ζηνὶ βασιλέι I. 8.18
, cf. O. 7.34, N. 7.82, N. 10.16ὑπέρτατε Ζεῦ O. 4.1
εὐρυτίμου Διός O. 1.42
Ὀλύμπου δεσπότας Ζεὺς N. 1.14
πρὸς Ὀλυμπίου Διός Πα. 6. 1, cf. O. 2.12, O. 14.12Διὸς ὑψίστου N. 1.60
Ζηνὸς ὑψίστου N. 11.2
Ζεὺς τά τε καὶ τὰ νέμει, Ζεύς ὁ πάντων κύριος I. 5.53
, cf. P. 5.122Ζεὺς ὁ θεῶν σκοπὸς Pae. 6.94
οὐρανίου Διός Pae. 20.9
v. also,μεγασθενής, ἀριστοτέχνας, κράτιστος, εὐρύζυγος. Ζεὺς ἄφθιτος P. 4.291
ἐν τᾷδε Διὸς ἀρχᾷ i. e. on earth O. 2.58 παρὰ σκᾶ[πτ]ον Διὸς Οὐρανίδαι ἐν μεγάροις ἵσταντι Δ. 2. 7.3 as patron and cult god. of the Aiakidai;Αἴγινα φίλα μᾶτερ, ἐλευθέρῳ στόλῳ πόλιν τάνδε κόμιζε Δὶ καὶ κρέοντι σὺν Αἰακῷ P. 8.99
Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἶμα N. 3.65
ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς φυτευθέντας Αἰακίδας N. 5.7
of the Eratidai;τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν ἐκ Διὸς εὔχονται O. 7.23
of the Blepsiadai;Τιμόσθενες, ὔμμε δ' ἐκλάρωσεν πότμος Ζηνὶ γενεθλίῳ O. 8.16
of the Aiolidai; “ μάρτυς ἔστω Ζεὺς ὁ γενέθλιος ἀμφοτέροις” P. 4.167, cf. P. 4.107 as Ζεὺς γενέθλιος, v. O. 8.16, P. 4.167 asΖεὺς σωτήρ; σωτὴρ ὑψινεφὲς Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον O. 5.17
σωτῆρος Διὸς fr. 30. 5, cf. I. 6.8 asΖεὺς Αἰτναῖος; Ζηνὸς Αἰτναίου κράτος O. 6.96
Ζηνὸς Αἰτναίου χάριν N. 1.6
, cf.Ζεῦ, ὃς τοῦτ' ἐφέπεις ὄρος P. 1.29
asΖεὺς λτ;γτ;ένιος; σώτειρα Διὸς ξενίου πάρεδρος Θέμις O. 8.21
καὶ ξενίου Διὸς ἀσκεῖται θέμις N. 11.8
cf. N. 5.33 asΖεὺς Λυκαῖος; Ζηνὸς ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου O. 9.96
cf. O. 13.108, N. 10.48 as Zeus-Aristaios; “θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον, Ζῆνα καὶ ἁγνὸν Ἀπόλλων' τοῖς δ Ἀρισταῖον καλεῖν” in Cyrene P. 9.64 asΖεὺς ἐλευθέριος; παῖ Ζηνὸς ἐλευθερίου Τύχα O. 12.1
asΖεῦς τέλειος; Ζεῦ τέλεἰ, αἰδῶ δίδοι O. 13.115
Ζεῦ τέλεἰ P. 1.67
, cf. N. 10.29 as Ζεὺς Ἄμμων; Διὸς ἐν Ἄμμωνος θεμέθλοις” P. 4.16 “ Διὸς ἔξοχον ποτὶ κᾶπον ἐνεῖκαι” i. e. to Libya P. 9.53, cf. fr. 36. as Ζεὺς Δωδωναῖος; v. fr. 57. as Ζεὺς Ἑλλάνιος, in Aigina.πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου N. 5.10
ὦ Διὸς Ἑλλανίου φαεννὸν ἄστρον Pae. 6.125
as Ζεὺς Ἀταβύριος, in Rhodes.ἀλλ' ὦ Ζεῦ πάτερ, νώτοισιν Ἀταβυρίου μεδέων O. 7.87
as Ζεὺς ἑρκεῖος; v. Pae. 6.114 as Ζεὺς Ὀλύμπιος, of Olympia.Πίσα μὲν Διός O. 2.3
Διὸς πανδόκῳ ἄλσει O. 3.17
cf. O. 10.45σωτὴρ ὑψινεφὲς Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον, τιμῶν τ' Αλφεόν O. 5.17
βωμῷ τε μαντείῳ Διὸς ἐν Πίσᾳ O. 6.5
Ζηνὸς ἐπ' ἀκροτάτῳ βωμῷ τότ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν O. 6.70
Οὐλυμπία, ἵνα μάντιες ἄνδρες ἐμπύροις τεκμαιρόμενοι παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου O. 8.3
κόσμον Ὀλυμπίᾳ, ὅν σφι Ζεὺς γένει ὤπασεν O. 8.83
Δία τε φοινικοστερόπαν σεμνόν τ' ἐπίνειμαι ἀκρωτήριον Ἄλιδος O. 9.6
ἀγῶνα δ' ἐξαίρετον Διός O. 10.24
ὕπατ' εὐρὺ ἀνάσσων Ὀλυμπίας Ζεῦ πάτερ O. 13.26
Δὶ τοῦτ' Ἐνυαλίῳ τ ἐκδώσομεν πράσσειν O. 13.106
μία δ' ἐκπρεπὴς Διὸς Ὀλυμπίας (sc. νίκα) P. 7.15σπονδοφόροι Κρονίδα Ζηνὸς Ἀλεῖοι I. 2.24
γαῖαν τὰν δὴ καλέοισιν Ὀλυμπίου Διὸς ἄλσος I. 2.27
asΖεὺς Νεμεαῖος; Νεμεαίου ἐν πολυυμνήτῳ Διὸς ἄλσει N. 2.5
Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἷμα, σέο δ' ἀγών N. 3.65
Κρονίδᾳ τε Δὶ καὶ Νεμέᾳ N. 4.9
Διὸς δὲ μεμναμένος ἀμφὶ Νεμέᾳ N. 7.80
ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον, ὦ Ζεῦ, τὶν ἄωτον δεξάμενοι στεφάνων I. 6.3
ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη· ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι (contra, Διὸς ἀγῶνι with τὰ οἴκοι Σ.) N. 2.244 as master of the elements.ἐλατὴρ ὑπέρτατε βροντᾶς ἀκαμαντόποδος Ζεῦ O. 4.1
ὑψινεφὲς Ζεῦ O. 5.17
Διὸς ἀργικεραύνου O. 8.3
Κρονίδα βαρυγδούπου Διός O. 8.44
Δία τε φοινικοστερόπαν O. 9.6
αἰολοβρέντα Διὸς αἴσᾳ O. 9.42
ἀλλὰ Ζηνὸς τέχναις ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν O. 9.52
πυρπάλαμον βέλος ὀρσικτύπου Διός O. 10.81
Ζηνὸς ἐγχεικεραύνου παῖς O. 13.77
ἐγχεικέραυνον Ζῆνα P. 4.194
cf. N. 9.25, N. 10.8, 71.ὀρσινεφὴς Ζεὺς N. 5.35
κελαινεφἔ ἀργιβρένταν Ζῆνα Pae. 12.10
ἐρισφάραγος ( Ζεύς) fr. 15.5a Zeus' emblem the eagle.Διὸς πρὸς ὄρνιχα θεῖον O. 2.88
Διὸς αἰετός P. 1.6
χρυσέων Διὸς αἰετῶν P. 4.4
b giver of oracles and omens.ὣς ἐμοὶ φάσμα λέγει Κρονίδα πεμφθὲν βαρυγδούπου Διός O. 8.44
“ αἰσίαν δ' ἐπί οἱ Κρονίων Ζεὺς πατὴρ ἔκλαγξε βροντάν” P. 4.23 cf. P. 4.197, N. 9.19Διὸς ὑψίστου προφάταν ἔξοχον, ὀρθόμαντιν Τειρεσίαν N. 1.60
κατένευσέν τέ οἱ ὀρσινεφὴς ἐξ οὐρανοῦ Ζεὺς N. 5.35
τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ N. 11.43
cf. O. 6.5, O. 6.70, O. 8.3 Δ[ιὸ]ς δ' ἄκ[ουσεν ὀ]μφάν. (supp. Bury: sc. Κάδμος) Δ. 2. 29.c giver of blessings.Διὸς δὲ χάριν ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων P. 3.95
τάν ποτε Ζεὺς ὤπασεν τιμάν P. 4.107
Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν φίλων P. 5.122
Ζεῦ, μεγάλαι δἀρεταὶ θνατοῖς ἕπονται ἐκ σέθεν I. 3.4
μελέταν δὲ σοφισταῖς Διὸς ἕκατι πρόσβαλον σεβιζόμενοι I. 5.29
Διὸς παῖς ὁ χρυσός fr. 222. 1.d punishes Ixion,δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι P. 2.40
punishes Apharetidai,καὶ πάθον δεινὸν παλάμαις Ἀφαρητίδαι Διός N. 10.65
Ζεὺς δ' ἐπ Ἴδᾳ πυρφόρον πλᾶξε ψολόεντα κεραυνόν N. 10.71
punishes Typhon, κεράιζε Τυφῶνα πεντηκοντοκέφαλον ἀνάγκᾳ Ζεὺς πατὴρ fr. 93. cf.ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται P. 1.13
frees Titans,λῦσε δὲ Ζεὺς ἄφθιτος Τιτᾶνας P. 4.291
buries Amphiareus,ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ Ζεὺς τὰν βαθύστερνον χθόνα N. 9.25
γαῖα δ' κεραυνωθεῖσα Διὸς βέλεσιν N. 10.8
his abode sought by Bellerophon, τὸν δ (sc. Πάγασον)ἐν Οὐλύμπῳ φάτναι Ζηνὸς ἀρχαῖαι δέκονται O. 13.92
ἐθέλοντ' ἐς οὐρανοῦ σταθμοὺς ἐλθεῖν μεθ ὁμάγυριν Βελλεροφόνταν Ζηνός I. 7.47
e as prelude,ἀοιδοὶ ἄρχονται Διὸς ἐκ προοιμίου N. 2.3
αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν N. 5.25
f in various other connections. ἔτειλαν (sc. ἐσλοὶ)Διὸς ὁδὸν παρὰ Κρόνου τύρσιν O. 2.70
Ζηνὸς ἦτορ λιταῖς ἔπεισε (sc. Θέτις) O. 2.79χθόνα δατέοντο Ζεύς τε καὶ ἀθάνατοι O. 7.55
Ζεὺς ἄμπαλον μέλλεν θέμεν O. 7.61
ὀρθωθεῖσα ναύταις ἐν πολυφθόρῳ Σαλαμὶς Διὸς ὄμβρῳ I. 5.49
“ τρέω τοι πόλεμον Διὸς Ἐννοσίδαν τε βαρύκτυπον” Euxantios speaksΠα... ἀλλά σε πρὸς Διός, ἱπποσόα θοάς, ἱκετεύω Pae. 9.7
τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι πάμπαν fr. 81 ad Δ. 2. fig.,μὴ μάτευε Ζεὺς γενέσθαι I. 5.14
6 frag. & test. Porphyr., de abst., 3. 16, Πίνδαρος δὲ ἐν προσοδίοις πάντας τοὺς θεοὺς ἐποίησεν, ὅτε ὑπὸ Τυφῶνος ἐδιώκοντο, οὐκ ἀνθρώποις ὁμοιωθέντας, ἀλλὰ τοῖς ἄλλοις ζῴοις. ἐρασθέντα δὲ Πασιφάης ( φασὶ coni. Bergk) Δία γενέσθαι ( νῦν add. Abresch) μὲν ταῦρον, νῦν δὲ ἀετὸν καὶ κύκνον (verba ἀλλὰ κύκνον non ad carmen Pindaricum spectare censuit Turyn: v. Griffiths, Hermes, 1960, 374.) fr. 91. The punishment of the Cyclops by Zeus is probably alluded to in fr. 266.τὰ δ' α[ ] Ζεὺς οἶδ[ Παρθ. 2. 33. Διὸς[ Pae. 6.145
Διὸς οὐκ ἐθελο[ Πα. 7B. 43. ] Ζηνί γε πα[ fr. 60a. 5. -
89 πᾶς
πᾱς (πᾶς, παντί, πάντ(α), πάντες, πάντων, πάντας; πᾶσα, -ας, -αν, -αι, -ᾶν, -αις(ι), -ας; πάν, παντός, παντί, πάν αμπ; πᾶν, πάντα, πάντων, πᾶσι(ν), πάντ(α): the form πᾶν is rejected altogether by Schr., Proll., p. 23, but retained by Snell, I. 4.48, fr. 122. 9 ?. The α is guaranteed short O. 2.85, but long I. 4.48, where however a digamma follows: v. Radt on Pa. 6. 180.)1 (the) whole (of); all thea preceded by art.ὁ πᾶς χρόνος P. 1.46
pro subs., πολλά μοι ὑπ' ἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας φωνάεντα συνετοῖσιν· ἐς δὲ τὸ πὰν ἑρμανέων χατίζει (Beck: πᾶν codd.:? on the whole) O. 2.85 τί θεός; τὸ πάν (Schr.: πᾶν codd.) fr. 140d.b without art. οὐδ' ἔλαθ Αἴπυτον ἐν παντὶ χρόνῳ κλέπτοισα θεοῖο γόνον in this whole time O. 6.36ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν O. 10.44
ἀείδετο δὲ πὰν τέμενος (Schr.: πᾶν codd.) O. 10.76δεῖξέν τε πᾶσαν τελευτὰν πράγματος O. 13.75
καὶ πᾶσαν κάτα Ἑλλάδ O. 13.112
πάντα λόγον θέμενος σπουδαῖον παρεκοινᾶθ P. 4.132
εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν P. 8.30
κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν παντὶ θυμῷ ἔννεπεν P. 9.96
ὁ δέ οἱ φράζε καὶ παντὶ στρατῷ N. 1.61
πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν N. 5.31
[ πᾶσα πόλις (sic interp. Σ.) N. 5.47]εἰ δ' ἀρετᾷ κατάκειται πᾶσαν ὀργάν, ἀμφότερον δαπάναις τε καὶ πόνοις I. 1.41
πλαγίαις δὲ φρέ-νεσσιν οὐχ ὁμῶς πάντα χρόνον θάλλων ὁμιλεῖ I. 3.6
χρὴ παντὶ λαῷ δεικνύναι fr. 42. 4. “Ἴλιον πᾶσάν νιν ἐπὶ π[έδον] κατερεῖψαι Πα. 8A. 22.2 all, everya adj.ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν O. 1.13
αὐτὰ δέ σφισιν ὤπασε τέχναν πᾶσαν O. 7.51
ἔα πόλεμον μάχαν τε πᾶσαν χωρὶς ἀθανάτων O. 9.40
ἔργων πρὸ πάντων O. 10.23
ἀλλὰ πάντων ταμίαι ἔργων ἐν οὐρανῷ O. 14.9
ἐκ θεῶν γὰρ μαχαναὶ πᾶσαι P. 1.41
σε ποτὶ πάντα λόγον ἐπαινεῖν P. 2.66
ἐν πάντα δὲ νόμον εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει P. 2.86
“ ἀγρούς τε πάντας” P. 4.149πράγματι παντὶ P. 4.278
πάσαισι γὰρ πολίεσι P. 7.9
“ τέλος οἶσθα καὶ πάσας κελεύθους” P. 9.45ἔν τε καὶ πᾶσιν ἐπιχωρίοις P. 9.102
γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν ἐν ἀρμένοισι πᾶσι θυμὸν αὔξων (Mingarelli: πάντα codd., fort. recte) N. 3.58ἀλλ' ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ ἀκάτῳ, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ ἀπ Αἰγίνας N. 5.2
πότμος δὲ κρίνει συγγενὴς ἔργων πέρι πάντων N. 5.41
χαίρω δ' ὅτι ἐσλοῖσι μάρναται πέρι πᾶσα πόλις (contra Σ, πᾶσα ἡ πόλις) N. 5.47ἀλλὰ γὰρ ἀνάπαυσις ἐν παντὶ γλυκεῖα ἔργῳ N. 7.52
βίαια πάντ' ἐκ ποδὸς ἐρύσαις N. 7.67
πὰν δὲ τέλος ἐν τὶν ἔργων (Schr.: πᾶν codd.) N. 10.29κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα N. 10.62
δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐπέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν N. 11.40
γαστρὶ δὲ πᾶς τις ἀμύνων λιμὸν αἰανῆ πέταται I. 1.49
καὶ θεῶν δαῖτας προσέπτυκτο πάσας I. 2.39
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει I. 4.6
ἐπέψαυσαν κατὰ πὰν τέλος (Schr.: πᾶν codd.) I. 4.11γαίας τε πάσας καὶ βαθύκρημνον πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ I. 4.55
ἐμοὶ δὲ μακρὸν πάσας ἀναγήσασθ' ἀρετάς I. 6.56
τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν (Schr.: πᾶν codd.) I. 8.14 Χάρισι πάσαι[ς fr. 6e. ἄνακτα τὸν πάντων ὑπερβάλλοντα Χρόνον μακάρων fr. 33. “ πάσαις πολίεσσιν ὁμίλει” fr. 43. 3.κατὰ πᾶσαν ὁδὸν Pae. 4.6
ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων Pae. 6.132
τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον Pae. 8.74
]α πᾶσαι[ ἀ]μφίπολ[οι] Κεφ[αλ]λαν[ Pae. 20.18
παντὶ δ' ἐπὶ φθόνος ἀνδρὶ κεῖται ἀρετᾶς Παρθ. 1.. προβάτων γὰρ ἐκ πάντων κελάρυξεν θηλᾶν γάλα *fr. 104b. 1.* πάντες ἴσᾳ νέομεν ψευδῆ πρὸς ἀκτάν fr. 124. 7. add. adj., διείργει δὲ πᾶσα κεκριμένα δύναμις their completely disparate power N. 6.2 ἢ γυναικείῳ θράσει ψυχρὰν φορεῖται πᾶσαν ὁδὸν θεραπεύων fr. 123. 9. pr. adj., in full, to the full,σὺν γὰρ ὑμῖν τά τε τερπνὰ καὶ τὰ γλυκἔ ἄνεται πάντα βροτοῖς O. 14.6
πᾶσαν εὐφροσύναν τάνυεν P. 4.129
ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰ ἀνθρώπων, ὃς αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν I. 4.38
b subs., everyone, everythingΧρόνος ὁ πάντων πατὴρ O. 2.17
πόσις ὁ πάντων Ῥέας ὑπέρτατον ἐχοίσας θρόνον O. 2.77
χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον P. 2.34
σαίνων ποτὶ πάντας P. 2.82
πάντα ἰσάντι νόῳ P. 3.29
λέξατο πάντας ἐπαινήσαις Ἰάσων P. 4.189
παντὶ μὲν θεὸν αἴτιον ὑπερτιθέμεν P. 5.25
“ κύριον ὃς πάντων τέλος οἶσθα” P. 9.44ὁ δὲ καιρὸς ὁμοίως παντὸς ἔχει κορυφάν P. 9.79
τὸ γὰρ οἰκεῖον πιέζει πάνθ' ὁμῶς N. 1.53
τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων λέγεται παντὶ μάλιστα δονεῖν θυμόν N. 6.56
φαῖμέν κε γείτον' ἔμμεναι χάρμα πάντων ἐπάξιον N. 7.88
βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθ, ὅσων Ἀργεῖον ἔχει τέμενος μοῖραν ἐσλῶν N. 10.19
πάντων δὲ νοεῖς ἀποδάσσασθαι ἴσον N. 10.86
πάντα δ' ἐξειπεῖν ὅσ ἀγώνιος Ἑρμᾶς Ἡροδότῳ ἔπορεν ἵπποις I. 1.60
χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν ( πὰν Schr.) I. 4.48πάντ' ἔχεις I. 5.14
Ζεὺς ὁ πάντων κύριος I. 5.53
ἀλλὰ παρθένοι γάρ, ἴσθ' ὅτι, Μοῖσαι, πάντα Pae. 6.55
]παντα σφιν ἐφρα[ς Pae. 8.86
ὀλοφύρομαι οὐδέν, ὅ τι πάντων μέτα πείσομαι Pae. 9.21
σὺν δ ἀνάγκᾳ πὰν καλόν (Schr.: πᾶν codd. Athenaei) fr. 122. 9. σῶμα μὲν πάντων ἕπεται θανάτῳ fr. 131b. 1. θεὸς ὁ πάντα τεύχων βροτοῖς ( τὰ πάντα v. l.) fr. 141. Νόμος ὁ πάντων βασιλεὺς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων fr. 169. 1. πάντα θύειν ἑκατόν make all sacrifices in hundreds fr. 170. add. gen.τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλὸν ὕπατον ἔρχεται παντὶ βροτῶν O. 1.100
3 fragg. & dub. [ ὀργαῖς πάσαις (codd. contra metr.: ἄρχεις Bowra, alii alia) P. 6.50] [ νωμᾶ πάσαις (codd. contra metr.: νεῖμ' ἁπάσαις Hermann) I. 2.22] στεφα]νοισι παν[ (v. l. νιν ap. Σ.) Πα.. 1. ]τι πᾳντᾳ[ Δ. 4. c. 4. πάντ' ἐπ οἶμον *fr. 107a. 6*. πάντων γὰρ ὑπέρβιος ανα[ fr. 140a. 54 (28). ἐπεὶ πᾳντᾳ[ ?fr. 334a. 11. -
90 χείρ
χείρ (χερός, χερί, χέρα, χερσί(ν), χέρας; χειρός, χειρί, χεῖρ(α), χεῖρες, -ῶν, -εσσι(ν), - ας; dual. χεροῖν.)1 handa in carrying, seizing, simm.ὅρμοισι χέρας ἀναπλέκοντι O. 2.74
φιάλαν ὡς εἴ τις ἀφνειᾶς ἀπὸ χειρὸς ἑλὼν O. 7.1
σκύταλον τίναξε χερσίν O. 9.30
ἔδικε πέτρῳ χέρα κυκλώσαις ὑπὲρ ἁπάντων O. 10.72
οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν O. 13.95
χερὶ διδύμᾳ P. 2.9
χερσὶ δ' ἄρα Κρονίων ῥίψαις P. 3.57
χρυσέαν χείρεσσι λαβὼν φιάλαν P. 4.193
θεοδμάτων ὀχέων ἐφαπτομένα χερὶ κούφᾳ P. 9.11
δισσαῖσι δοιοὺς αὐχένων μάρψαις ἀφύκτοις χερσὶν ἑαῖς ὄφιας N. 1.45
ἐν χερὶ δ' Ἀμφιτρύων κολεοῦ γυμνὸν τινάσσων φάσγανον ἵκετ N. 1.52
χερσὶ θαμινὰ βραχυσίδαρον ἄκοντα πάλλων N. 3.44
ὥρα πότνια, τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ' ἑτέραις N. 8.3
χειρὸς ἕλκων ὀπίσσω N. 11.32
ἁνία τ' ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ I. 1.15
οἶά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς I. 1.24
σφετέρας δ' οὐ φείσατο χερσὶν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς Ἡρακλέης I. 6.34
βέλος διώξει χερὶ I. 8.35
]χειρὶ μελέων ἄπο ποικίλον [σπά]ργανον ἔρριψεν Pae. 20.11
χερσίν τ' ἐν μαλακαῖσιν ὅρπακ ἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα Παρθ. 2.. ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον fr. 166. 3.b of physical combat, contests of strength, simm. “οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσον” O. 4.25φράσαι χειρῶν ἄωτον Βλεψιάδαις ἐπίνικον O. 8.75
τίς δὴ ποταίνιον ἔλαχε στέφανον χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι O. 10.62
τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ O. 10.100
χερσὶ βιαταὶ P. 1.42
χείρεσσιν ἢ βουλαῖς P. 4.72
ὃς ἂν χερσὶν ἢ ποδῶν ἀρετᾷ κρατήσαις τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ P. 10.23
εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται N. 5.19
χεῖρας ἱμάντι δεθεὶς N. 6.35
Μελησίαν χειρῶν τε καὶ ἰσχύος ἁνίοχον N. 6.66
ἔβλαστεν δ' υἱὸς Οἰνώνας βασιλεὺς χειρὶ καὶ βουλαῖς ἄριστος (τουτέστι ἀνδρείᾳ καὶ φρονήσει Σ.) N. 8.8χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί N. 9.39
σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει N. 10.48
ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.66
οὐκ ἐμέμφθη ῥυσίδιφρον χεῖρα πλαξίπποιο φωτός I. 2.21
ὅντιν' ἀθρόοι στέφανοι χερσὶ νικάσαντ ἀνέδησαν ἔθειραν ἢ ταχυτᾶτι ποδῶν I. 5.9
αἰνέω καὶ Πυθέαν χερσὶ δεξιόν, νόῳ ἀντίπαλον I. 5.61
“υἱὸν χεῖρας Ἄρεί λτ;τγτ; ἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ' ἀκμὰν ποδῶν (Hermann: ἄρει χεῖρας codd.) I. 8.37ἄνδρας ἀφύκτᾳ χερὶ κλονέων I. 8.65
c of violence ἄλλον ὕπερθε βάλλων, ἄλλον δ' ὑπὸ χειρῶν μέτρῳ καταβαίνει (sic codd.: post χειρῶν distinxit Bergk) P. 8.77 τὸν δὴ Κλυταιμήστρας χειρῶν ὕπο κρατερᾶν ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος (Er. Schmid: χερῶν codd.) P. 11.18ἐγχεσφόροις ἐπιμείξαις Αἰθιόπεσσι χεῖρας N. 3.62
λατρίαν Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς N. 4.55
κείνων λυθέντες σαῖς ὑπὸ χερσίν, ἄναξ fr. 35. χ]εῖρας ἀραιάς (supp. Bowra) Πα. 13. b. 4.d of swearing, praying, salutationχεῖρας ἀντεῖναι O. 7.65
φίλας ὤρεγον χεῖρας P. 4.240
, cf. P. 4.37, P. 9.122πίτναν τ' ἐς αἰθέρα χεῖρας ἁμᾶ N. 5.11
ὁ δ' ἀνατείναις οὐρανῷ χεῖρας ἀμάχους I. 6.41
e of labour, workοὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ O. 2.63
ἀριστοπόνοις χερσὶ κρατεῖν O. 7.51
“ἀμφὶ τεαῖς, ἥρως, χερὸς ἐργασίαις” O. 8.42ἀγαναῖσιν ἐν χερσὶ ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους P. 2.8
f of love, friendship, tenderness “ χειρί οἱ χεῖρ' ἀντερείσαις” P. 4.37μαλακὰν χέρα προσβάλλοντα P. 4.271
“ ὁσία κλυτὰν χέρα οἱ προσενεγκεῖν” P. 9.36παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν P. 9.122
cf. P. 4.240, N. 11.32g of directionσχεθών νιν ἐπὶ δεξιὰ χειρὸς P. 6.19
ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς, ἀμφοτέρας ἰὼν χειρός N. 7.94
δεξιὰν κατὰ χεῖρα πατρός fr. 146. 2.h of givingφίλοις ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν πραπίσιν ἀφθονέστερόν τε χέρα O. 2.94
χρυσὸς ἐν χερσὶν φανεὶς P. 3.55
i of admonitionὀρθᾷ χερὶ ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν ἀλιτόξενον O. 10.4
Νόμος ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί fr. 169. 4.j fragg. χερὶ fr. 33a.πρὸς ὄμμα βαλὼν χερὶ Pae. 15.6
χεῖρ' Ἀκιδαλίας fr. 244. χειρὸς ἀκμᾷ fr. 334b. 9. χερί τε κρ[ P. Oxy. 2450, fr. 7. -
91 σύνοιδα
A , [dialect] Ion.συνοίδαμεν Hdt.9.60
, [ per.] 3pl.συνίσᾱσι S.El.93
(anap.), Isoc.8.113, X. Cyr.3.1.9, etc. (rarelyσυνοίδασι Lys.11.1
, Plb.27.9.11); imper. ; inf.ξυνειδέναι S.Ant. 266
: [tense] plpf. with [tense] impf. sense, συνῄδειν, [dialect] Att. συνῄδη, dual συνῄστην, pl. -ῇσμεν, -ῇστε, -ῇσαν, [dialect] Ion.[ per.] 2pl.συνῃδέᾰτε Hdt.9.58
: [tense] fut. συν ([etym.] ξυν-) είσομαι Ar.Ec.17, V. 999, X.HG2.4.17 (rarelyσυνειδήσω Isoc.1.16
, and [tense] aor. part.- ειδήσας Phld.Lib. p.32
O.):— know something about a person, esp. as a potential witness for or against him, ἢ (sc. Δίκη) ; τά τοι ἐγὼ καὶ ἀμφότερα συνειδὼς ἔχω μαρτυρέειν to both of which I, knowing them true of you, can testify, Hdt.5.24; ; ; τὰ Μηδικὰ καὶ ὅσα αὐτοὶ σύνιστε our other services to which you can testify, Th.1.73; (troch.);συνοίδαμεν ὑμῖν ὑπὸ τὸν παρεόντα τόνδε πόλεμον ἐοῦσι πολλὸν προθυμοτάτοισι Hdt.9.60
; ὑπολαμβάνων παρ' ὑμῶν ἑκάστῳ τὸ συνειδὸς ὑπάρχειν μοι believing that I can rely on your acknowledgement of my services, D.18.110; τί μοι σύνοισθα τοιοῦτον εἰργασμένῳ; X.Smp.4.62;σύνοιδα τῷ μειρακίῳ κοσμίῳ τὸν πρότερον ὄντι χρόνον ἀεί Men.Sam.57
;πότερον οὐ συνοίδασιν αὐτῷ ποιοῦντι τὰ δίκαια Plb.27.9.11
; ξυνειδὼς οὐ φράσεις; S.OT 330;ἵνα τούτῳ ταῦτα συνειδῶμεν Pl.Prt. 348b
;ἐρῶ.. ἂ σύνοιδα αὐτῷ X.Mem.2.7.1
; οὐκ αἰσχυνοῦμαι.. εἰπεῖν (v.l.)ἅπασιν ὅσα σύνοιδ' αὐτῷ κακά Ar.Fr. 200
; ; θνῄσκοντι συνείσῃ (cj. Reiske for συνοίσῃ) thou wilt witness my death, S.Ph. 1085 (lyr.);διὰ δικαιοσύνην, τήν οἱ ἄλλην συνῄδεε ἐοῦσαν Hdt.7.164
;τοιοῦτον αὐτοῖς Ἄρεος εὔβουλον πάγον ἐγὼ ξυνῄδη χθόνιον ὄνθ' S.OC 948
; δύ' ἡμῶν ἢ τρία κακὰ ξυνειδὼς εἶπε δρώσας μυρία (sc. Εὐριπίδης) Ar.Th. 475, cf. 553;ἀφανίζει τὸν παῖδα, ὃς συνῄδει περὶ τῶν χρημάτων Isoc.17.11
, cf. Men.Epit. 210;τῆς ἁρπαγῆς τοῦ παιδὸς εἰ ξύνοισθά τι, ταχέως λέγειν χρή Antiph.74.3
; καὶ τίνα σύνοισθά μοι καλουμένῃ βροτῶν; A.Ch. 216; σύνοιδ' Ὀρέστην πολλά σ' ἐκπαγλουμένην ib. 217; σύνοιδα τοῖς πλείστοις αὐτῶν ἥκιστα χαίρουσι I can bear witness that most of them are far from pleased.., Isoc.7.50; with a mixture of dat. and acc.constr.,συνίσασι γὰρ αὐτῷ.. καθιστάμενον, ἐκ δὲ τούτων.. δυνάμενον Id.15.120
;ἐγώ σοι σ... ἀνιστάμενον καὶ.. βαδίζοντα καὶ ἀναπείθοντα X.Oec.3.7
; freq. with reflex. Pron. in dat.,ἔμ' αὔτᾳ τοῦτο σύνοιδα Sapph.15
; ἐξ ὧν αὐτὸς σύνοισθα σαυτῷ ἐν τῇ τῶν γραμμάτων μαθήσει from your experience of yourself.., Pl.Tht. 206a; σύνοιδ' ἐμαυτῇ πολλὰ ([etym.] δείν') Ar.Th. 477, cf. X.Mem.2.9.6, Pl.R. 331a; ; ;συνειδὼς ἐμαυτῷ ἀμαθίαν Pl.Phdr. 235c
;τὴν πατρίδα, εἰς ἢν τοσαύτην εὔνοιαν ἐμαυτῷ σύνοιδα D.Ep.2.20
;σ. ἑαυτοῖς ἄγνοιαν Arist.EN 1095a25
;σ. αὑτῷ τὴν δειλίαν Id.HA 618a26
; ap. Stob.3.24.13, cf. Isoc.3.59, LXX Jb.27.6, 1 Ep.Cor.4.4; συνειδότες αὑτοῖς with full consciousness, Polystr.p.15 W.:—with part.a in nom., πῶς οὖν ἐμαυτῷ τοῦτ' ἐγὼ ξυνείσομαι, φεύγοντ' ἀπολύσας ἄνδρα; Ar.V. 999; ;ὅστις τούτων σύνοιδεν αὑτῷ παρημεληκώς X.An.2.5.7
;σύνισμεν ἡμῖν αὐτοῖς ἀπὸ παίδων ἀρξάμενοι ἀσκηταὶ ὄντες τῶν καλῶν κἀγαθῶν ἔργων Id.Cyr. 1.5.11
; συνειδέναι σαυτῷ δοκεῖς οὐπώποτ' ἀμελήσας αὐτῶν ib.1.6.4, cf. 3.3.38, HG2.3.12; ; .b in dat., ; ; ;συνειδόθ' αὑτῷ φαῦλα διαπεπραγμένῳ Philem.229
.2 c. dat. rei, know something about a thing,τοῖς διὰ τῶν εἰκότων τὰς ἀποδείξεις ποιουμένοις λόγοις σύνοιδα οὖσιν ἀλαζόσιν Pl.Phd. 92d
;διὰ τὸ συνειδέναι τοῖς σφετέροις πράγμασι τετρυ[μ]μένοις καὶ κάμνουσιν ἤδη τῷ πολέμῳ Plb.1.62.7
;σε.. συνειδότα τοῖς πρὸς ἐμὲ σοὶ πεπολιτευμένοις Phalar.Ep. 109
; καιρὸς.. σὲ εἰπεῖν ἃ σύνοισθα τῷ βίῳ ἑκάστῳ what you know about each life, Luc.Gall.15.II share the knowledge of something with somebody, to be implicated in or privy to it, οὐδὲ ξυνῄδει σοί τις ἔκθεσιν τέκνου; E. Ion 956;δουλοῖ γὰρ ἄνδρα,.. ὅταν ξυνειδῇ μητρὸς ἢ πατρὸς κακά Id.Hipp. 425
; ξύνοιδε δ' οὔτις οἰκετῶν νόσον ib. 40;συνίσασί σοι πάντα ὅσα ἔπραξας X.Cyr.3.1.9
;ξυνίσασ' εὐναὶ.. ὅσα θρηνῶ S.El.93
(anap.);πλῆθος ὃ ξυνῄδει Th.4.68
; ξυνειδώς τις ibid.;ὁ συνειδὼς καὶ μὴ φράζων Pl.Lg. 742b
;οἱ ξυνειδότες σφίσι Th. 1.20
;οἱ συνειδότες πεποιηκότι τι δεινόν Arist.Rh. 1382b6
;σύνοισθά που καὶ αὐτὸς ὅτι.. Pl.Phdr. 257d
;σύνισμεν ὡς.. Id.Sph. 232c
;σύνοιδέ μοι εἰ ἐπιορκῶ X.An.7.6.18
; συνειδέναι δὲ (sc. τὰς μαντηΐας)καὶ τοὺς Πυθίους Hdt.6.57
;συνειδυίας καὶ τῆς γυναικός Act.Ap.5.2
:— with part.a in dat., ;εἰ μὴ συνῄδη Σωκράτει τε καὶ Ἀγάθωνι δεινοῖς οὖσι περὶ τὰ ἐρωτικά Pl.Smp. 193e
.b in acc.,ἀνδράποδα, ἂ συνῄδει τὴν γυναῖκα.. θάνατον μηχανωμένην Antipho 1.9
, cf. Pl.Lg. 773b, 870d, D.49.58, 59.67, 61.23.III know well, αὐτὸς ξυνειδώς, ἢ μαθὼν ἄλλου πάρα; as from his own knowledge, or.. ? S.OT 704; so also (unless there is ellipse of reflex. Pron.)σύνοιδα δείν' εἰργασμένος E. Or. 396
; .IV c. dat. rei. to be privy to, BGU1141.50 (i B.C.); τῷ φόνῳ Sch.Hermog. in Rh.4.355 W.V τὸ συνειδός complicity,τὸ σ. τοῦ πράγματος Plu.Publ.4
; consciousness,τοῦ ἐνδεοῦς Id.2.84d
.2 conscience,ὑπὸ συνειδότος ἐπαρρησιάζετο ἀγαθοῦ Paus.7.10.10
, cf. Hld.6.7, Alciphr.1.10.5, Chor.p.38 B.VI ὡς ἂν συνειδῇς as you may think proper, Aët.13.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύνοιδα
-
92 ὄλβος
ὄλβος (-ος, -ου, -ῳ, -ον.)1 prosperity esp. material prosperity.ἀλλὰ γὰρ καταπέψαι μέγαν ὄλβον οὐκ ἐδυνάσθη O. 1.56
ὅταν θεοῦ Μοῖρα πέμπῃ ἀνεκὰς ὄλβον ὑψηλόν O. 2.22
θεόρτῳ σὺν ὄλβῳ O. 2.36
ὑγίεντα δ' εἴ τις ὄλβον ἄρδει O. 5.23
ὄλβος ἅμ' ἕσπετο O. 6.72
μὴ θράσσοι χρόνος ὄλβον ἐφέρπων O. 6.97
εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι P. 1.46
μακρὸν οὐχ ὑπέμεινεν ὄλβον P. 2.26
λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν P. 3.89
ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται P. 3.105
“ ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲ ὑφαίνειν λοιπὸν ὄλβον” P. 4.141 σπέρμ' ὑμετέρας ἀκτῖνος ὄλβου δέξατο μοιρίδιον ἆμαρ (Hermann: περ ἀκτῖνας ὄλβου/ -ῳ/- ον codd.) P. 4.255σὲ δ' πολὺς ὄλβος ἀμφινέμεται P. 5.14
ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος P. 5.55
μεγαλᾶν δ' ἀρετᾶν ἀκούοντί ποι χθονίᾳ φρενί, σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν P. 5.102
ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον P. 11.29
τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα (Tricl.: μακρ. σὺν ὄλβῳ codd.) P. 11.53εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28
εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται N. 5.19
Θεαρίων, τὶν δ' ἐοικότα καιρὸν ὄλβου δίδωσι N. 7.58
σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17
ἴστω λαχὼν πρὸς δαιμόνων θαυμαστὸν ὄλβον N. 9.45
ὁ δ' ὄλβῳ φέρτατος Zeus N. 10.13εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους N. 11.13
ζώει δὲ μάσσων ὄλβος ὀπιζομένων I. 3.5
νῦν δὲ παρ' Αἰγιόχῳ κάλλιστον ὄλβον ἀμφέπων ναίει (sc. Ἡρακλέης) I. 4.58 δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον, εὐανθεῖ σὺν ὄλβῳ εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ (sic distinxit Hartung, post ὄλβῳ edd. plerique) I. 5.12 ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸςὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.12
τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμενοι χθόνα πολύδωρον, ὄλ[βον] ἐγκατέθηκαν Pae. 2.60
σὸν ἐγγυάλιξεν ὄλβον εὐρύοπα Κρόνου παῖς Pae. 6.133
ἀπήμονα εἰς ὄλβον τινὰ τράποιο Θήβαις, ὦ πότνια, πάγκοινον τέρας Pae. 9.9
παρὰ δέ σφισιν εὐανθὴς ἅπας τέθαλεν ὄλβος Θρ... εὐδαιμόνων δραπέτας οὐκ ἔστιν ὄλβος fr. 134. -
93 θωρήσσω
A arm with a θώραξ: generally, arm,θωρῆξαί ἑ κέλευε.. Ἀχαιούς Il. 2.11
;Μυρμιδόνας.. θώρηξεν Ἀχιλλεύς 16.155
:—more freq. in [voice] Med. and [voice] Pass., θωρήσσομαι, [tense] fut. - ξομαι: [tense] aor. ἐθωρήχθην:—arm oneself, put one's harness on,αὐτίκα θωρήσσοντο Il.19.352
;σὺν τεύχεσι θωρηχθέντες 8.530
, etc.; ; τεύχε' ἐνείκω θωρηχθῆναι I will bring you arms to arm yourselves withal, Od.22.139;ἐθωρήσσοντο δὲ χαλκῷ 23.369
; ἐν τῷδε (sc. θώρακι)πρὸς τοὺς πολεμίους θωρήξομαι Ar.Ach. 1134
; to which Dicaeopolis replies, ἐν τῷδε (sc. χοῒ) πρὸς τοὺς συμπότας θ., with reference to signf. 11.II fortify with drink, Hp.Epid.2.5.10;ποτῷ φρένα θωρηχθέντες Nic.Al. 32
;τεθωρηγμένος Ruf.
ap. Orib.6.38.23; make drunk, intoxicate, Thgn.842:—[voice] Med. and [voice] Pass., get drunk,οἴνῳ Id.470
: abs., Id.413, Pi.Fr.72;θωρηχθεὶς ὑπὸ οἴνου Hp.Morb.4.56
, cf. Duris 27 J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θωρήσσω
-
94 στέλλω
A , [dialect] Ep.στελέω Od.2.287
: [tense] aor.ἔστειλα Th.7.20
, [dialect] Ep.στεῖλα Od.14.248
: [tense] pf.ἔσταλκα Arr.An.2.11.9
, ([etym.] ἀπ-, ἐπ-) Isoc.1.2, E.Ph. 863: [tense] plpf.ἐστάλκει Arr.An.3.16.6
, ([etym.] ἐπ-) Th.5.37:—[voice] Med., Il.23.285, etc.: [tense] fut.στελοῦμαι Lyc.604
: [tense] aor. ἐστειλάμην, [dialect] Ep. στειλ-, Il.1.433, S.OT 434, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut. στᾰλήσομαι ([etym.] ἀπο-) Aeschin.3.114 (v.l.), D.24.93; simpleσταλήσομαι J.AJ2.4.2
: [tense] aor. ἐστάλθην (in compd. ἀποσταλθέντες) GDI5186.4 ([place name] Crete), cf.Sch. Od.8.21; more freq. ἐστάλην [ᾰ], Pi.O.13.49, Hdt.4.159, ([etym.] ἐπ-) Th.1.91, etc.: [tense] pf.ἔσταλμαι Hdt.7.62
, Pl.Lg. 833d, etc.: [tense] plpf.ἐστάλμην Philostr. VA3.25
, [ per.] 3pl. ; ἐσταλάδατο and ἐστελάδατο dub.ll.in Hdt.7.89 (leg. ἐστάλατο):— make ready, ; ; νῆα ς. rig or fit her out, Od.2.287, cf. 14.247;πλοῖον Hdt.3.52
;ναῦς τριάκοντα Th.7.20
;τὰ ἐκ νεώς S.Ph. 1077
: also στρατιήν, στόλον, στρατόν, fit out an armament, get it ready, Hdt.3.141, 5.64, A.Pers. 177, etc.; : also στέλλειν τινὰ ἐσθῆτι furnish with, array in, a garment, Hdt.3.14; : c. dupl. acc.,στολὴν σ. τινά E.Ba. 827
sq.;σ. τινὰς ὡς δεσποίνας X.HG5.4.5
; σ. ἕλκος dress it, Hp.VC14; bury, ἐνὶ γαίῃ ς. A.R.3.205:—[voice] Med., στεῖλαί νυν ἀμφὶ χρωτὶ.. πέπλους put on robes, E.Ba. 821: c. dat., ἐσθῆτι στειλάμενοι having dressed themselves in.., Luc.Philops.32: metaph.,σ. κιθάρην Hermesian.7.2
:—[voice] Pass., fit oneself out, get ready, ἄλλοι δὲ στέλλεσθε do you others prepare (to compete in the games), Il.23.285;στρατὸν κάλλιστα ἐσταλμένον Hdt.7.26
, cf. 3.14, 7.93: c. acc. cogn., τὴν αὐτὴν ταύτην ἐστ. ib.62: c. dat., πρεπούσῃ στολῇ ἐστ. Pl.Lg. 833d: folld. by a Prep.,ἐσταλμένος ἐπὶ πόλεμον X.An.3.2.7
; ἐς ἄγραν, ἐπ' ἄγρην, Lyc.604, AP 7.535 (Mel.);περὶ ὄργια E.Ba. 1000
(lyr.): c. inf., ἐστέλλετο ἀπιέναι he prepared to go, Hdt.3.124;κινεῖν κώπας E.Tr. 181
(lyr.).II dispatch, send,ἐς οἶκον πάλιν A.Pr. 389
, cf. E.IA 119 (lyr.), etc.;ἐξ ἑνὸς στείλαντος S.OC 737
:—[voice] Med. and [voice] Pass., set out, or (esp. in [tense] aor. 2 [voice] Pass.) journey, Hdt.1.165, 3.53, 4.159, 5.92.β: c. acc. cogn.,ὁδὸν στέλλεσθαι S.Ph. 1416
(anap.), cf. A.R.4.296;πρὸς θάλασσαν E.Hel. 1527
;ἐπὶ τὸν χρυσόν Hdt.3.102
;ἐπὶ πλοῖα X.An.5.1.5
;τούτων γὰρ οὕνεκ' ἐστάλην S.Aj. 328
;ἴδιος ἐν κοινῷ σταλείς Pi.O.13.49
;οἷπερ ἐστάλην ὁδοῦ S.El. 404
;οἴκαδε Τροίας ἄπο E.Tr. 1264
; κατὰ γῆν (v.l. γῆς) X.An.5.6.5: abs.,στέλλου, κομίζου
begone!A.
Pr. 394: c. acc. loci, ὀμφαλὸν γῆς ς. E.Med. 668; (lyr.); of things, to be sent, S.Tr. 776: metaph. of speech,ἀέρα ἐκπέμπειν στελλόμενον ὑφ' ἑκάστων τῶν παθῶν Epicur.Ep.1p.27U.
2 [voice] Act. intr. in sense of the [voice] Pass. (in Hdt. and Trag.), prepare to go, start, set forth,ἔστελλε ἐς ἀποικίην Hdt.4.147
, cf. 148, 5.125, S.Ph. 571, 640: c. acc. cogn.,κέλευθον τήνδε.. ἔστειλα A.Pers. 609
.3 [voice] Med., set out upon a task,στέλλεσθαι πρός τι Pl.Phlb. 50e
; ; ἐπ' αὐτὸ δὴ τοῦτο στελλώμεθα; Id.Lg. 892e;ἐπὶ θήρας πόθον ἐστέλλου E.Hipp. 234
(anap.);ἐπὶ τυραννίδ' ἐστάλης Ar.V. 487
.III summon, fetch, bring a person to a place, S.OT 860, cf. OC 298, Ph. 623, 983;ὑμᾶς ἔστειλ' ἱκέσθαι Id.Ant. 165
, cf. Ph.60, 495; [ ἐμπορίαν] Pl.Ep. 313e:—[voice] Med., σ' ἂν οἴκους τοὺς ἐμοὺς ἐστειλάμην I would have sent for thee.., S.OT 434:—[voice] Pass., Id.OC 550 (cj.).b ἡ ὁδὸς εἰς Κόρινθον στέλλει leads to Corinth, Luc.Herm.27.IV gather up, make compact, esp. as a nautical term, furl, take in,ἱστία.. στεῖλαν Od.3.11
, 16.353;στείλασα λαῖφος A.Supp. 723
:—[voice] Med.,ἱστία μὲν στείλαντο Il.1.433
, cf. Call.Del. 320, Arist.Mech. 851b8: abs., στέλλεσθαι (sc. ἱστία) Teles p.10 H., Plb.6.44.6; so ἐπιστολάδην δὲ χιτῶνας ἐστάλατο they girded up, tucked up their clothes to work, Hes.Sc. 288, cf. A.R.4.45: abs.,στειλάμενος σιγᾷς AP11.149
.2 check, Epicur.Ep.1p.7U.; repress, Ph.2.274, etc.:—[voice] Med., Plb.8.20.4; λόγον στειλώμεθα draw in, shorten our words, i.e. not speak out the whole truth, E.Ba. 669; σ. τὸ συμβεβηκός hush it up, Plb.3.85.7; πρόσωπον στέλλεσθαι draw up one's face, look rueful, Phryn.PS p.107 B.3 Medic., bind, make costive, τὰ στέλλοντα astringents, opp. τὰ καθαίροντα, Gal.1.221, cf. Alex.Aphr.Pr.Praef.:—[voice] Pass., φλέβες στέλλονται shrink up, Nic.Al. 193.4 [voice] Med., restrict one's diet, οὔτ' ἂν ἀπόσχοιντο ὧν ἐπιθυμέουσιν, οὔτε στείλαιντο (v.l. ὑποστ-) Hp.VM5; στελλόμενοι τοῦτο avoiding this, 2 Ep.Cor.8.20;στέλλεο Περσεφόνας ζᾶλον Supp.Epigr.2.615
([place name] Teos). (Cf. εὔσπολον, κασπολέω, σπολάς, σπόλος, σπελλάμεναι; prob. I.-E. sq[uglide]el-. but not found in cogn. languages; I.-E. st(h)el- is prob. found in OSlav. st[icaron]lati 'spread out', Lat. lātus (fr. *stlātus) 'broad', with which στέλλω may be cogn.) -
95 συγγράφω
A write or note down, X.Cyr.8.4.16 ([voice] Pass.):—[voice] Med., have a thing written down, Hdt.1.47,48, 7.142.II compose a writing or a work in writing,περί τινος X.Eq.1.1
, Pl.Min. 316d: c.acc.,τὰς Κνιδίας γνώμας Hp.Acut.1
; πόλεμον ξ. write the history of the war, Th.1.1, cf.6.7; ὁ τὴν ὀψοποιίαν συγγεγραφώς the author of the book on cookery, Pl.Grg. 518b; συμβουλὴν περὶ βίου ς. Id.Lg. 858c; describe, Theoc.Ep.22.4 (where it is used of poetry, cf.AP9.165 (Pall.)): esp., write in prose, opp. poetry ([etym.] ποιεῖν), Pl.Ly. 205a, Isoc.9.8;σ. ἐπαίνους καταλογάδην Pl.Smp. 177b
; σ. τέχνας compose manuals, D.H.Comp.1.2 esp., compose a speech, Isoc.1.3:—[voice] Med., σ. λόγους οἵους εἰς τὰ δικαστήρια get speeches composed, Pl.Euthd. 272a: —[voice] Pass.,λόγος συγγεγραμμένος Id.Phdr. 258a
.III [voice] Med., συγγράφεσθαί τι draw up a contract or bond (συγγραφή 11.2
),συγγραψάμενος ἃ δεήσει ἀποδοῦναι X.Eq.2.2
; συγγράφεσθαι εἰρήνην πρός τινα make a treaty of peace with another, Isoc.12.158;σ. περί τινος Id.4.177
; τοιαῦτα -όμενοι promising, Phld.Rh.1.343 S.;σ. συγγραφήν PHal.1.258
(iii B.C.), etc.: abs., sign a treaty, Th.5.41; make a contract, PCair.Zen.199.5 (iii B.C.), POxy.729.17 (ii A.D.); συγγέγραμμαι τῇ Ἑσπέρου θυγατρί I have signed a contract (of marriage) with the daughter of H., UPZ66.2 (ii B.C.); σ. γάμον make a contract of marriage, Plu.2.1034b: c. inf., Thphr.HP5.5.5;συνεγράψατο πρὸς Διόδωρον Εὐτέληαν γαμήσειν Supp.Epigr.2.294.6
(Delph., i A.D.); and elliptically, συγγράφεσθαι ἐς ἐμπόριον make a contract [ to carry a ship] to a port, D.56.11,47; [ δραχμαὶ] ἃς συνεγραψάμην Διονυσοδώρῳ for which I gave a bill (or I.O.U.) to.., PCair.Zen. (iii B.C.), cf. PEnteux.49.5 (iii B.C.); ὁ συγγεγραμμένος the signatory to a contract, Hp.Jusj.; pl., PCair.Zen.666.5 (iii B.C.).IV draw up a form of motion to be submitted to vote,τάδε οἱ ξυγγραφῆς ξυνέγραψαν IG12.76.3
; τάδε Δημόφαντος συνέγραψεν Lex ap. And.1.96;νόμους καθ' οὓς πολιτεύσουσι X.HG2.3.2
, cf. Arist.Ath.29.2, 30.1;παράνομα συγγεγραφέναι X.HG1.7.12
:—elsewh. in [voice] Med., ;οἱ ἐν τῷ δήμῳ συγγραφόμενοι Pl.Grg. 451b
.V represent in a painting, paint,τὸν Ῥωξάνης καὶ Ἀλεξάνδρου γάμον Luc.Herod.4
:—[voice] Pass., Ar.Av. 805 (s.v.l., σύ γε γεγραμμένῳ cj. Mein.).VI of an architect, draw up specifications, IG12.24.8,44.6, 81.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγγράφω
-
96 συγκρούω
A strike together, σ. τὼ χεῖρε clap the hands, Ar.Ra. 1029;ἀλλήλοις τὰ πλοῖα Plu.Luc.12
;τοῖς δόρασι τὰς ἀσπίδας Apollod.1.1.5
;τὰ σύμφωνα τῶν στοιχείων Philostr.VS2.13
.2 metaph., bring into collision,ὁ Φίλιππος.. πάντας συνέκρουε D.18.19
, cf. 163; σ. τινὰς ἀλλήλοις wear out by collision, Th.1.44;σ. φίλους φίλοις καὶ τὸν δῆμον τοῖς γνωρίμοις Arist.Pol. 1313b17
;διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους Men.Mon. 122
;σ. τινὰ πρός τινα Luc.Icar.20
, etc., cf. Babr.44.4;τὰ δοξάσματα πρὸς ἄλληλα Iamb.
ap. Stob.2.2.7;σ. πόλεμον D.S.12.3
; σ. τι τῶν ἐκείνου πραγμάτων throw them into confusion, Isoc.4.134:— [voice] Pass.,σ. εἰς μάχην Dosith. p.433K.
3 intr., clash, come into collision,τὸ ἀντίπρῳρον ξυγκροῦσαι Th.7.36
; of troops, Wilcken Chr. 11.25,38 (ii B.C.); of a horse's front and hind hoofs, Arist.HA 604b2;νῆες ἀλλήλαις συγκρούουσαι Plb.1.50.3
, cf. D.S.3.51, etc.: metaph., Thphr.Char.12.14, Epicur.Nat.114G., Phld.Sign.38, Plu.Alex. 47.II = συγκροτέω, weld together: metaph., try to reconcile discrepancies, Str.11.7.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγκρούω
-
97 φεύγω
Aἔφευγον 22.158
, etc., Poet.φεῦγον 9.478
, Tyrt.5.8, Pi.N. 9.13: iter.φεύγεσκον Il.17.461
, Hdt.4.43: [tense] fut.φεύξομαι Il.18.307
, etc.; also φευξοῦμαι in E. and Com., E.Med. 341, 346, Hel. 500, 1041, Ba. 659, Ar.Ach. 203 (cod. R), 1129, Pl. 447, Av. 932 ([etym.] ἀπο-), Men. 283 (but dub. where found in [dialect] Att. Prose, Pl.Lg. 635c, al., D.38.19; φευξεῖται is dub. l. in IPE12.24.11 (Olbia, iv B. C.); [tense] fut. [voice] Act. ἐκ-φεύξω only late, v.l. in Aesop.349b, cf. Chambry ii p.479): [tense] aor. ἔφῠγον, [dialect] Ion.φύγεσκον Od.17.316
: [tense] pf.πέφευγα Hdt.7.154
codd. (v. infr.11.1a); opt.πεφεύγοι Il.21.609
(ἐκ-πεφευγοίην S.OT 840
), part.πεφευγότες Od.1.12
; part. [tense] pf. [voice] Pass. πεφυγμένος in act. sense, Il.6.488, Od.1.18, etc. (in pass. sense, Epicur.Fr. 423); [dialect] Ep. πεφυζότες (cf. φύζα) Il.21.6, 528, 532, 22.1, later sg. ; [dialect] Aeol. πεφύγγων, v. φυγγάνω:—[voice] Med., μὴ φεύγησθε Anon.Hist. in PLit.Lond. 115: [tense] aor. 1 δια-φεύξασθαι Decr.Ath. in Hp.Ep.25.I abs., flee, take flight, opp. διώκω, Il.22.157, etc.;βῆ φεύγων ἐπὶ πόντον 2.665
;πῇ φεύγεις; 8.94
;πόσε φεύγετε; 16.422
;ποῖ φύγωμεν.. χθονός; A.Supp. 777
(lyr.);ποῖ τις οὖν φύγῃ; S.Aj. 403
(lyr.);ἐνθένδε ἐκεῖσε φ. Pl.Tht. 176b
: with Preps.,φ. ἀπό τινος Od.12.120
; , etc.; ἐκ πολέμοιο, ἐκ θανάτοιο, Il.7.118, 20.350;ἐκ κακῶν πεφευγέναι S.Ant. 437
, cf. Hdt.1.65;ὑπὲκ κακοῦ Il.15.700
, cf. 17.461 (rarely c. gen. only, πεφυγμένος ἦεν ἀέθλων (v. infr. 11) Od.1.18;τῆς νόσου πεφευγέναι S.Ph. 1044
);φ. ἐς πατρίδα γαῖαν Il. 2.140
, 159, al.; ἐπὶ Σάρδεων, ἐπὶ τὸν Ἑλικῶνα, X.Cyr.7.2.1, Ages. 2.11;πρὸς τὸ ὄρος Id.HG3.5.19
; (lyr.);ὑπὸ δελφῖνος ἰχθύες φ. Il.21.23
, cf. 554 (cf. infr. 111.2): c. acc. cogn., φύγε λαιψηρὸν δρόμον ran the course full swiftly, Pi.P.9.121;τίνα φυγὴν φευξούμεθα; E.Hel. 1041
; φ. τὴν παρὰ θάλασσαν (sc. ὁδόν) flee by the shore route, Hdt.4.12; cf. infr. 111; for φυγῇ φεύγειν, v. infr. 11.1,φυγή 1.1
.2 [tense] pres. and [tense] impf. tenses prop. express only the purpose or endeavour to get away: hence part. φεύγων is added to the compd. Verbs καταφεύγω, ἐκφεύγω, προφεύγω, to distinguish the attempt from the accomplishment, βέλτερον, ὃς φεύγων προφύγῃ κακὸν ἠὲ ἁλώῃ it is better that one should flee and escape than stay and be caught, Il.14.81;φεύγων ἐκφεύγει Hdt.5.95
, cf. Ar.Ach. 177;φ. καταφυγεῖν Hdt.4.23
.3 φ. εἰς .. have recourse to.. take refuge in..,ἐς τοὺς ἀφώνους μάρτυρας E.Hipp. 1076
.4 c. inf., shun or shrink from doing, Hdt.4.76, Antipho 1.13, Pl.Ap. 26a; with inf. omitted, shrink back,S.
Ant. 580.II c. acc., flee, avoid, escape,Ἕκτορα Il.11.327
, etc.;φ. τινὰ ἐκ μάχης Hdt.7.104
;φ. ἐς τὴν Ἀσίην τοὺς Σκύθας Id.4.12
;φ. θάνατον Il.1.60
;ἔνθ' ἄλλοι μὲν πάντες, ὅσοι φύγον αἰπὺν ὄλεθρον, οἴκοι ἔσαν πόλεμόν τε πεφευγότες ἠδὲ θάλασσαν Od.1.11
; ἔφυγον κακόν, εὗρον ἄμεινον, formula used by μύσται, D.18.259; with modal dat., φ. ὄνειδος λόγοις, ἀμαχανίαν ἔργῳ, Pi.O.6.90, P.9.92; avoid, shun,χρὴ.. φεύγειν τὰ παχύνοντα Gal.Vict.Att.12
; , cf. 46, al.; φόνον φ. flee the consequences of the murder, E.Med. 796;αἷμα συγγενὲς φ. χθονός Id.Supp. 148
;τὰν Διὸς μῆτιν φ. A.Pr. 906
(lyr.);ὀσμὴν.., μὴ βάλῃ, πεφευγότες S.Ant. 412
;φεύγων φυγῇ τὸ γῆρας Pl.Smp. 195b
;ἐς πόντον.. φύγε πέτρας νηῦς Od. 10.131
; οὐδεμία [πόλις] πέφευγε (sed fort. leg. ἀπέφυγε) δουλοσύνην πρὸς Ἱπποκράτεος at the hands of.., Hdt.7.154: part. [tense] pf. [voice] Pass. also retains the acc. in Hom. in periphrastic phrases, ;πεφυγμένον ἔμμεν ὄλεθρον Od.9.455
; , cf. h.Ven. 34:—but in pass. sense, τὸ πάραυτα πεφυγμένον κακόν Epicur.l.c.2 of things, escaped, slipped from his hands,Il.
23.465; , cf. 11.128; τὸ φεῦγον the part which slips, X.Eq. 10.9, cf. Hp.Off.9, Gal.18(2).735: c. dupl. acc.,ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων Il.4.350
, Od.1.64, etc.b of wine, 'go off', turn sour, Gp.7.7.8.III flee one's country, Il. 9.478, Od.13.259; οἱ φεύγοντες the exiles, Th.1.24, X.Ages.7.6;πατρίδα φ. Od.15.228
, X.Cyr.3.1.24;τὴν αὑτοῦ Th.5.26
;ἅπασαν τὴν Ἀθηναίων ξυμμαχίδα IG12.10.30
;φ. ἐξ Ἄργεος Od.15.224
, cf. Th.8.85; ἐξ Ἀθηνέων, ἐκ τῆς πατρίδος, Hdt.6.103, X.An.1.3.3.2 φ. ὑπὸ Σκυθέων to be expelled, driven out by.. Hdt.4.125: but esp. to be exiled,φ. ὑπὸ τοῦ δήμου Id.5.30
, X.HG1.1.27; φ. ἐξ Ἀρείου πάγου by their sentence, Din.1.44: also c. acc.,φ. Πεισιστρατίδας Hdt. 5.62
.3 abs., go into exile, live in banishment, A.Ag. 1668 (troch.), Antipho 2.2.9, Pl.Mx. 242b;δύο ἔτη φευγέτω Id.Lg. 867c
; φ. ἀειφυγίαν to be banished for life, ib. 871d, al.; , cf. 24 (Amphipolis, iv B. C.); but alsoἐν ἀειφυγίᾳ Pl.Lg. 877e
; ; φεύγοντες being in exile, opp. having gone into exile,Lys.
14.33; with play on words, "μέχρι τίνος φεύξῃ, Ἀρκαδίων; καὶ ὅς, ἔς τ' ἂν τοὺς ἀφίκωμαι οἳ οὐκ ἴσασι Φίλιππον" Duris 3 J.IV as law-term (mostly in [tense] pres. and [tense] impf., but cf. Lys.12.4 (v. infr.)), to be accused or prosecuted at law: ὁ φεύγων the accused, defendant, Ar.V. 893, Pl.R. 405b, etc.; opp.διώκω, οὔτε φεύγων ἁλοὺς οὔτε διώκων ἡττηθείς D.23.66
; c. acc., φ. γραφάς, δίκην, Ar.Eq. 442 (lyr.), Nu. 167;ὑπό τινος δίκας φ. Pl.Ap. 19c
, cf. D.49.1;οὐδενὶ πώποτε οὔτε ἡμεῖς οὔτε ἐκεῖνος δίκην οὔτε ἐδικασάμεθα οὔτε ἐφύγομεν Lys.
l. c.;φ. ἀπολογίας Aeschin.3.201
; the crime being added in gen.,φόνου δίκην φ. Antipho 5.9
;γραφὰς φ. παρανόμων D.18.235
; more freq. c. gen. only, φ. φόνου to be charged with murder, Lys.10.31, Lycurg.133, etc.;φ. δειλίας Ar. Ach. 1129
; (anap.); with gen. of the penalty,ἐὰν.. φεύγῃ δεσμῶν OGI218.92
(Ilium, iii B. C.); alsoπερὶ θανάτου φ. Antipho 5.95
;φ. ἐπὶ μηνύσει τινός And.1.18
; ἀσεβείας φ. ὑπό τινος is accused of impiety by.., Pl.Ap. 35d; rarely of things, τὸ φεῦγον ψήφισμα the decree that is on its defence, the decree in question, D.23.58:—in Hdt.7.214 αἰτίην φ. has the older sense, flee from a charge, quit one's country on account of a charge.2 plead in defence, δεῖ τοί σε φεύγειν.. ὡς οὐκ ἔχουσι κῦρος [οἱ νόμοι] A.Supp. 390; ἔφευγε μὴ εἰδέναι pleaded ignorance, S.Ant. 263, (Cf. Lat.fugio, Goth. biugan 'bend', etc.) -
98 λύω
λύω, poet. imper.Aλῦθι Pi.Fr.85
: [tense] fut. λύσω [ῡ] Il.1.29, etc.: [tense] aor.ἔλῡσα 18.244
, etc.: [tense] pf.λέλῠκα Th.7.18
, Ar.V. 992 ( ἀπο-), etc.:— [voice] Pass., [tense] pf.λέλῠμαι Il.8.103
, etc.: [tense] plpf. ἐλελύμην [ῠ] Od.22.186, etc.: [tense] aor. ἐλύθην, [dialect] Ep. λύθην [ῠ] 8.360, E.Hel. 860, Th.2.103, etc.: [tense] fut. , Isoc.12.116, etc., also λελύσομαι [ῡ] D.14.2, X. Cyr.6.2.37 ( ἀπο-): [dialect] Ep. [tense] aor. [voice] Pass. λύμην [ῠ] Il.21.80; λύτο [ῠ] ib. 114, butλῦτο 24.1
(at beginning of line, v.l. λύτο);λύντο 7.16
: also [ per.] 3sg. opt. [tense] pf.λελῦτο Od.18.238
:—[voice] Med., [tense] fut.λύσομαι Il.1.13
, etc.: [tense] aor.ἐλυσάμην 14.214
: [tense] pf. [voice] Pass. λέλῦμαι in med. sense, D.36.45, Arist.Rh. 1400a22 (cf. δια-, κατα-λύω): [tense] fut. λύσομαι in pass. sense, ( δια-) Th.2.12, ( ἐπι-) Lys.25.33 codd. ( καταλύσεσθαι edd.), ( κατα-) X.Cyr.1.6.9.—Homer uses all tenses exc. [tense] pf. [voice] Act., [tense] pres. and [tense] fut. [voice] Pass. [In [tense] pres. and [tense] impf. [pron. full] ῡ always in [dialect] Att., [pron. full] ῠ mostly in [dialect] Ep., though Hom. has [pron. full] ῡ twice,ἔλῡεν Il.23.513
, λῡει Od.7.74; also in compds.,ἀλλῡεσκεν 2.105
, ἀλλῡουσαν ib. 109: in [tense] fut. and [tense] aor. 1 [pron. full] ῡ always: in other tenses [pron. full] ῠ always, exc. in the forms λελῦτο, λῦτο (v. supr.).] (Cf. Lat. luo (pay), re-luo, solvo (for se-luo), solūtus, etc.):— loosen:I of things, unbind, unfasten, esp. clothes and armour, λῦσε δέ οἱ ζωστῇρα, θώρηκα, Il.4.215, 16.804; λ. παρθενίην ζώνην loose the maiden-girdle, of the husband after marriage, Od. 11.245; of the wife,λύοι χαλινὸν ὑφ' ἥρωϊ παρθενίας Pi.I.8(7).48
; ; soἔλυσας.. ἅγνευμα σόν Id.Tr. 501
; freq. of the tackling of ships, λ. πρυμνήσια, ἱστία, λαῖφος, etc., Od.2.418, 15.496, 552, h.Ap. 406, etc. (never in Il.); λ. πρύμνας, νεῶν πόδα, E.Hec. 539, 1020, etc.: abs., λύειν, of ships, set sail,λῦε, κυβερνήτα APl.1.6
*.9 ([place name] Panteleus); ἀσκὸν λ. untie a skin (used as a bag), Od.10.47: freq. in Trag., λ. στολάς, πέπλον, S.OC 1597, Tr. 924; λ. ἡνίαν slacken the rein, Id.El. 743; κλῄθρων λυθέντων when the gates have been opened, A.Th. 396; λ. γράμματα, δέλτον, open a letter, E.IA38 (anap.), 307; λ. πέδας, δεσμά, A.Eu. 645 ([voice] Pass.), E.HF 1123; ; ἀρτάνας.. δέρης ἔλυσαν loosed it from my neck, ib. 876, cf. E.Hipp. 781:—[voice] Med., ἀπὸ στήθεσφιν ἐλύσατο κεστὸν ἱμάντα undid her belt, Il.14.214; but λύοντο τεύχεα they undid the armour for themselves, i.e. stripped it off (others), 17.318; later λυσαμένα πλοκαμῖδας unbinding her hair, Bion 1.20, etc.b in various phrases, στόμα λ. open the mouth, E.Hipp. 1060, Isoc.12.96;γλώσσας λ. εἰς αἰσχροὺς μύθους Critias 6.9
D.; λ. βλεφάρων ἕδραν wake up, E.Rh.8 (anap.); λ. ὀφρύν unfold the brow, Id.Hipp. 290;λ. ἄχος ἀπ' ὀμμάτων S.Aj. 706
(lyr.), etc.2 of living beings,a of horses, etc., unyoke, unharness, opp. ζεύγνυμι, Od.4.35; ἐξ ὀχέων, ὑπὲξ ὀχέων, Il.5.369,8.504;ὑφ' ἅρμασιν 18.244
;ὑπὸ ζυγοῦ Od.4.39
:ὑπὸ ζυγόφιν Il.24.576
;ὑπ' ἀπήνης Od.7.6
(also in [voice] Med., μὴ.. ὑπ' ὄχεσφι λυώμεθα μώνυχας ἵππους unyoke our horses, Il. 23.7; ); λύε μώνυχας ἵππους loosed them, Il.10.498; λ. κύνα let him loose, X.Cyn.6.13, etc.b of men, release, deliver, esp. from bonds or prison, and so, generally, from difficulty or danger, Il.15.22, Od.8.345, 12.53, D.24.206, etc.; ὁ λύσων he that shall deliver, A.Pr. 771, 785: c. gen. rei,τὸν.. θεοὶ κακότητος ἔλυσαν Od.5.397
, cf. Pi.P.3.50, etc.;λ. τινὰ δεσμῶν A.Pr. 1006
; ;τὼ.. ἐκ δεσμοῖο λύθεν Od.8.360
, cf. Pi.O.4.23, A.Pr. 873, E.Hipp. 1244, Pl.R. 360c; also λ. δόμους ἁβρότατος rob the house of.., Pi.P.11.34; λ. τινὰ τῆς ἀρχῆς depose him from.., D.S.13.92:—[voice] Med., prop. get one loosed or set free,λύσασθαί τινα δυσφροσυνάων Hes.Th. 528
;ὅσπερ Ἰὼ πημονᾶς ἐλύσατο A.Supp. 1065
(lyr.):—[voice] Pass.,λυθῆναι τὰς πέδας D.S.17.116
; λέλυται γὰρ λαὸς ἐλεύθερα βάζειν, ὡς ἐλύθη ζυγὸν ἀλκᾶς has been let loose to speak, since the yoke was loosed, A.Pers. 592 (lyr.).c of prisoners, release on receipt of ransom, admit to ransom, release, Il.1.29, 24.137, 555, etc.;λ. τινά τινι 1.20
, 24.561, Od.10.298; Σαρπηδόνος ἔντεα καλὰ λύσειαν would give them up, Il.17.163; in full,λ. τινὰ ἀποίνων 11.106
;χρημάτων μεγάλων Hdt.2.135
([voice] Pass.);ἀνὴρ ἀντ' ἀνδρὸς λυθείς Th.5.3
:—[voice] Med., release by payment of ransom, get a person released, redeem, Il.1.13, 24.118, al., Od.10.284, 385, Pl.Mx. 243c, D.19.229;λύσασθαί τινας ἐκ πολεμίων Lys.12.20
;ἵππον X.An.7.8.6
;ὅσους αὐτὸς ἐλυσάμην τῶν αἰχμαλώτων D.19.169
;λ. τινὶ τὸ χωρίον Id.50.28
; ἑαυτοὺς λ. pay their own ransom, Id.19.169; buy from a pimp, Ar.V. 1353.d λελύσθαι τῶν νόμων, = Lat. legibus solvi, D.C.53.18.II resolve a whole into its parts, dissolve, break up, λ. ἀγορήν dissolve the assembly, Il.1.305;ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καθίζει Od.2.69
, etc.:—[voice] Pass.,λῦτο δ' ἀγών Il.24.1
;μὴ λυθείη ἡ στρατιά X.Cyr.6.1.2
; πρὶν <ἂν>.. ἡ ἀγορὰ ( market)λυθῇ Id.Oec. 12.1
;λυθείσης τῆς συνουσίας Plb.5.15.3
.2 of concrete objects, σπάρτα λέλυνται, i. e. have rotted, Il.2.135;ῥαφαὶ δ' ἐλέλυντο ἱμάντων Od.22.186
; λ. τὴν σχεδίην break it up, Hdt.4.97; [ τὴν γέφυραν] X. An.2.4.17; τὴν ἀπόφραξιν ib.4.2.25.3 esp. of physical strength, loosen, i. e. weaken, relax, λῦσε δὲ γυῖα made his limbs slack or loose, i. e. killed him, Il.4.469, al.;ὅς τοι γούνατ' ἔλυσα 22.335
; , etc.;ἀλλά οἱ αὖθι λῦσε μένος 16.332
;πέλεκυς λῦσεν.. βοὸς μένος Od.3.450
, cf. Il.17.29; but οἵ μοι καμάτῳ.. γούνατ' ἔλυσαν made my knees weak with toil, Od.20.118:—[voice] Pass., λύντο δὲ γυῖα, etc., as the effect of death, sleep, weariness, fear, Il. 7.16, etc.;καμάτῳ φίλα γυῖα λέλυντο 13.85
, cf. Od.8.233;αὐτοῦ λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ Il.21.114
, 425;λύθη ψυχή τε μένος τε 5.296
, etc.;λύθεν δέ οἱ ἅψεα πάντα Od.4.794
, 18.189;λέλυται γυίων ῥώμη A.Pers. 913
(anap.);λύεται δέ μου μέλη E.Hec. 438
;λέλυμαι μελέων σύνδεσμα Id.Hipp. 199
(anap.).b λύει βλέφαρα closes her eyes in sleep, S.Ant. 1302.c metaph.,λ. τὴν ἐν ταῖς ψυχαῖς πρὸς μάχην παρασκευήν X.HG7.5.22
.4 undo, bring to naught, destroy,πολίων κάρηνα Il.9.25
;Τροίης κρήδεμνα 16.100
, Od.13.388, cf. B.Fr.16.7: generally, put an end to,νείκεα Il.14.205
;μελεδήματα 23.62
;ἔριν E.Ph.81
, AP9.316.12 (Leon.);πόλεμον Th.5.31
;ἐπιμομφάν Pi.O.10(11).9
;μέμψιν Democr.271
; ; φόβον καὶ τὴν ὑποψίαν Polystr.p.7 W., cf. Epicur.Sent.12; ;ἀνάγκας E.Supp.39
; βίον, i.e. die, Id.IT 692; αἰῶν' ἔλυσε, i.e. died, B.1.43;λ. τὸ τέλος βίον S.OC 1720
(lyr.); μαχας Ar. Pax 991 (anap.);νοσήματα Diocl.Fr.35
([voice] Pass.), cf. Gal.6.476;κόπους Dsc.Eup.1.220
; forgive,ἁμαρτήματα LXXJb.42.9
.b in Prose, λ. νόμους repeal or annul laws, Hdt.3.82, D.3.10, Arist.Pol. 1269a15; οὐθὲν τῶν περὶ τὴν πολιτείαν ib. 1298b31;λ. ψήφῳ τὸ παράνομον Aeschin. 3.197
([voice] Pass.), etc.;ἐπεὶ ἐκεῖνοι ἔλυσαν τὰς σπονδὰς λελύσθαι μοι δοκεῖ ἡ ἐκείνων ὕβρις καὶ ἡ ἡμετέρα ὑποψία X.An.3.1.21
; rescind a vote,ψῆφον λύει ὁ νόμος D.24.2
; revoke a will,διαθήκην Is.6.33
, etc. (but in [voice] Pass., to be opened, of a will, POxy.715.19 (ii A. D.), etc.); unbind a spell, Iamb.Myst.3.27:—[voice] Pass., λέλυται πάντα all ties are broken, all is in confusion, D.25.25.c as a technical term, solve a difficulty, a problem, a question,λύεται ἡ ἀπορία Pl.Prt. 324e
, al.;λ. ζήτημα Gal.6.436
.f λ. τὴν φάσιν, of the Moon, pass out of, Vett. Val.134.1, cf. 2.5 break a legal agreement or obligation,τὸν νόμον Hdt.6.106
;τὰς σπονδάς Th.1.23
, 78, cf. 4.23, al.;τὰ συγκείμενα Lys.6.41
; σίς κε τὰς ϝρήτας τάσδε λύση whoso breaks this agreement, Inscr.Cypr.135.29 H.6 in physical sense, dissolve, λύθεν, opp. πάγεν, Emp.15.4; τὸ θερμὸν λύει, opp. πήγνυσι, Arist.Mete. 384b11, cf. 382b33 ([voice] Pass.);ἀμμωνιακὸν ὄξει λύσας Gal.11.106
; melt,παγείσας χιόνας Hdn.8.4.2
;τι πυρὶ λ. Hippiatr.52
.7 of medicines,λ. τὴν κοιλίαν Arist.Pr. 863b29
, cf. Hp.Acut.(Sp.)38, Diocl.Fr.140; so of the effects of terror, Arist.Pr. 877a32 ([voice] Pass.).IV atone for, make up for,τὰς πρότερον ἁμαρτίας Ar.Ra.
691;λύσων ὅσ' ἐξήμαρτον S.Ph. 1224
;λ. φόνον φόνῳ Id.OT 101
, E. Or. 511;αἱ πρόσοδοι λύουσι τἀναλώματα Diph.32.5
:—[voice] Med.,τῶν πάλαι πεπραγμένων λύσασθ' αἷμα.. δίκαις A.Ch. 804
(lyr.).V μισθὸν λύειν pay wages in full, quit oneself of them, used only in cases of obligation, X.Ages.2.31.2 τέλη λύειν, = λυσιτελεῖν, pay, profit. avail, ἔνθα μὴ τέλη λύει φρονοῦντι where it boots not to be wise, S.OT 316: but more freq. λύει without τέλη, construed like λυσιτελεῖ, abs.,λύει δ' ἄλγος E.Med. 1362
, cf. PSI4.400.16: c. dat. pers., , cf.Hipp. 441: c. inf., πῶς οὖν λύει.. ἐπιβάλλειν; Id.Med. 1112 (anap.); ἐμοί τελύειτοῖσιμέλλουσιν τέκνοις τὰ ζῶντ' ὀνῆσαι it is good for me to benefit my living children by means of those to come, ib. 566; (ii B.C.): c. acc. et inf., λύει γὰρ ἡμᾶς οὐδέν, οὐδ' ἐπωφελεῖ,.. θανεῖν it is not expedient that we should die ( οὐδ' ἐπωφελεῖ being parenthetic), S.El. 1005;οὐ γάρ με λύει.. κακορροθεῖσθαι E.Sthen.Prol.35
; cf. λυσιτελέω. -
99 εἰ
εἰ ( κεἴ fr. 4; repeated P. 9.93; followed by different moods P. 4.264f.; by different tenses N. 11.13f.; for εἴ τις also v. τις.) A conditional.1 c. pres. ind.a impv. in apodosis.εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι, φίλον ἧτορ, μηκέτ ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον O. 1.3
“φίλια δῶρα Κυπρίας ἄγ' εἴ τι, Ποσείδαον, ἐς χάριν τέλλεται, πέδασον ἔγχος Οἰνομάου” O. 1.75ὑγίεντα δ' εἴ τις ὄλβον ἄρδει, μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι O. 5.23
εἰ δέ τοι μάτρῳ μἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν, ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν N. 4.79
εἰ δὲ Θεμίστιον ἵκεις ὥστ' ἀείδειν, μηκέτι ῥίγει N. 5.50
b pres. ind. in apodosis. (cf. A. 1. h. infra.)εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεται λτ;τιγτ; λαθέμεν ἔρδων, ἁμαρτάνει O. 1.64
εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος, νῦν δὲ Θήρων ἅπτεται Ἥρακλέος σταλᾶν ( νῦν γε v. l.: εἰ has comparative force, just as) O. 3.42εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν P. 1.87
εἰ δέ τις ἤδη λέγει, παλαιμονεῖ κενεά P. 2.58
εἰ δὲ ἐπίστᾳ, μανθάνων οἶσθα προτέρων P. 3.80
εἰ δὲ νόῳ τις ἔχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν, χρὴ P. 3.103
“Μοῖραι δ' ἀφίσταντ, εἴ τις ἔχθρα πέλει” with temporal force P. 4.145 διδοῖ (sc. ἡ δρῦς) ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον ἢ μόχθον ἀμφέπει ( ἀμφέπῃ coni. Heyne: εἰ has temporal force) P. 4.266 “εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίεινγτ;, ἔστι σοι τούτων λάχος” N. 10.83εἰ δ' ἀρετᾷ κατάκειται, χρή νιν εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις I. 1.41
εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον, ἄλλοισι δ' ἐμπίπτων γελᾷ, ψυχὰν Ἀίδα τελέων οὐ φράζεται δόξας ἄνευθεν I. 1.67
εἰ δέ τις ἀρκέων φίλοις ἐχθροισι τραχὺς ὑπαντιάζει, μόχθος ἡσυχίαν φέρει Pae. 2.31
c fut. ind. in apodosis, where εἰ has causal force.ἀγγελίαν πέμψω ταύταν, εἰ Χαρίτων νέμομαι κᾶπον O. 9.26
“εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέω” P. 9.50d opt. c. κε in apodosis, i. e. potential.εἰ δὲ γεύεται ἀνδρὸς ἀνήρ τι, φαῖμέν κε N. 7.86
εἰ δὲ κασιγνήτου πέρι μάρνασαι, ἥμισυ μέν κε πνέοις γαίας ὑπένερθεν ἐών N. 10.85
e impf. ind. in apodosis.εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς, ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.10
f pres. ind. understood in apodosis.εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον, ἄξιος εὐλογίαις ἀστῶν μεμίχθαι I. 3.1
τὰ μακρὰ δ' εἴ τις παπταίνει, βραχὺς ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν I. 7.43
g apodosis omitted.εἰ δὲ τις οἶδεν τὸ μέλλον, ὅτι O. 2.56
h pres. ind. understood in protasis.a ind. pres. in apodosis.ἄνεται πάντα βροτοῖς, εἴ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ O. 14.7
εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28
εἰ δυνατόν, Κρονίων, πεῖραν μὲν ἀγάνορα ἀναβάλλομαι N. 9.28
II impf. ind. c. κε in apodosis. ἤθελον Χίρωνά κε Φιλλυρίδαν, εἰ χρεὼν τοῦθ' κοινὸν εὔξασθαι ἔπος, ζώειν where the subordinate clause is parenthetic P. 3.2III impv. in apodosis. οὕνεκεν, εἰ φίλος ἀστῶν, εἴ τις ἀντάεις, τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος κρυπτέτω i. e. whether — or P. 9.932 c. fut. ind., imperative in apodosis.εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους, ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν, θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη N. 11.13
cf. E infra O. 7.13 c. impf. ind.a pres. ind. in apodosis.εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74
b κεν c. aor. ind. in apodosis.εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν, ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον παρασχεῖν P. 3.63
εἰ δ' ἔτι ζαμενεῖ Τιμόκριτος ἁλίῳ σὸς πατὴρ ἐθάλπετο, ποικίλον κιθαρίζων θαμά κε, τῷδε μέλει κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον N. 4.13
εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν, οὔ κεν ὅπλων χολωθεὶς ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε N. 7.24
πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Δαρδανίαν ἔπραθεν, εἰ μὴ φύλασσεν Ἀπόλλων Pae. 6.91
4 c. aor. ind.a impv. in apodosis. φόρμιγγα λάμβαν, εἴ τί τοι Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν (with causal force) O. 1.18 εἰ δ' ἐγὼ ἀνέδραμον ὕμνῳ, μὴ βαλέτω με φθόνος concessive Schr. O. 8.54 v. also A. 2 supra, N. 11.13b pres. ind., expressed or understood, in apodosis. εἰ δ' ἐτύμως μάτρωες ἄνδρες ἐδώρησαν Ἑρμᾶν εὐσεβέως, κεῖνος κραίνει σέθεν εὐτυχίαν (with causal force) O. 6.77 Μοῖσα, τὸ δὲ τεόν, εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον, ἄλλοτ' ἄλλᾳ ταρασσέμεν with causal force P. 11.41 εἰ δ' ἀνορέαις ὑπερτάταις ἐπέβα παῖς Ἀριστοφανέος, οὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές ( concessive Schr.) N. 3.19 νικῶντί γε χάριν, εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον, οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν (concessive, cf. O. 8.54) N. 7.75 “εἴ ποτ' ἐμᾶν, ὦ Ζεῦ πάτερ, θυμῷ θέλων ἀρᾶν ἄκουσας, νῦν σε, νῦν εὐχαῖς ὑπὸ θεσπεσίαις λίσσομαι” (cf. O. 1.75) I. 6.42c impf. ind. in apodosis.εἰ τιν' ἄνδρα ἐτίμασαν, ἦν Τάνταλος οὗτος O. 1.54
d aor. ind. c. ἄν, κε in apodosis.τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν, εἰ μὴ στάσις σ' ἄμερσε πάτρας O. 12.16
εἰ κατέβαν, ἐξικόμαν κε P. 3.73
“εἰ γὰρ οἴκοι νιν βάλε, τετράτων παίδων κ' ἐπιγεινομένων αἷμά οἱ κείναν λάβε ἄπειρον” P. 4.43e apodosis dub. εἴ τις (codd.: τίς Homan, εἰ expungens) — αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν, μέλανος ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θανάτου λτ;στείχοι> (coni. Wil.: μέλανος δ' ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θάνατον ἐν codd.: θάνατόν γἔσχε Boeckh: locus conclamatus, v. van Groningen, Mnem., 1947, 233) P. 11.555 c. pres. subj., pres. ind. in apodosis. [ αἰσχύνῃ (codd.: αἰσχύνοι Mosch. v. A. 10 infra) P. 4.264] [ ἀμφέπει (codd.: ἀμφέπῃ Heyne v. A. 1. b supra) P. 4.266] δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον, εὐανθεῖ σὺν ὄλβῳ εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ (v. 1. ἀκούσῃ: sic distinxit Hartung, post ὄλβῳ, edd. vulgo. The condition is strictly illogical, and εἰ ἀκούῃ stands in explanatory apposition to δύο μοῦνα) I. 5.136 c. aor. subj.a pres. or pf.-pres. in apodosis.πολλοὶ δὲ μέμνανται, καλὸν εἴ τι ποναθῇ O. 6.11
[ ἐξερείψῃ ( κεν) (coni. Boeckh, Bergk: ἐξερείψαι κε codd.: ἐξερείψειεν Thiersch) P. 4.264] διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον ἢ μόχθον ἀμφέπει (codd.: ἀμφέπῃ Heyne) P. 4.266δυσπαλὲς δὴ γίνεται, ἐξαπίνας εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται P. 4.274
ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ, εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπυκος εὕρηται ἄποινα μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς ( εἰ ἀοιδαῖς stands in explanatory apposition to ἑνὶ σὺν τρόπῳ) N. 7.15 εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος, οὐκ ἔστι πρόσω-θεν N. 9.46
τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι ( εἰ τι stand in explanatory apposition to τοῦτο) I. 4.41 [ ἀκούσῃ (v. 1. ἀκούῃ. cf. A. 5 supra) I. 5.13] εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ, ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν fr. 42. 5.b aor. ind. in apodosis.εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε N. 7.11
7 c. pres. opt. a. pres. ind. expressed or understood in apodosis.εἰ δὲ σὺν πόνῳ τις εὖ πράσσοι, μελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται O. 11.4
εἰ γάρ τις ἐξερείψειεν (Thiersch: ἐξερείψαι κε codd.) —, αἰσχύνοι δὲ (Mosch.: αἰσχύνῃ codd.) —, —διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται P. 4.263
κέρδος δὲ φίλτατον, ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι P. 8.14
οὐ γάρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται, εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34
b κεν c. opt. in apododis.εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ O. 6.4
εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι, ἐν τίν κ ἐθέλοι N. 7.89
c fut. ind. in apodosis.εἰ δὲ δαίμων γενέθλιος ἕρποι, Δὶ τοῦτ' ἐκδώσομεν πράσσειν O. 13.105
8 c. aor. opt., pres. ind. in apodosis.εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι, ἔτι γλυκυτέραν κεν ἔλπομαι κλείζειν O. 1.108
καιρὸν εἰ φθέγξαιο, μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων P. 1.81
εἰ δέ μοι πλοῦτον θεὸς ἁβρὸν ὀρέξαι, ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν ὑψηλὸν πρόσω P. 3.110
ἐξερείψειεν (Thiersch: ἐξερείψαι κε codd. v. A. 10. infra) P. 4.263πάντ' ἔχεις, εἴ σε τούτων μοῖῤ ἐφίκοιτο καλῶν I. 5.15
9 c. pf. ind.a pres. ind. in apodosis.εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ, πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ P. 8.73
b pres. opt. in apodosis.εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται, μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ ὑποσκάπτοι τις N. 5.19
c impv. in apodosis.εἰ δὲ τέτραπται, μὴ φθόνει κόμπον I. 5.22
[10 dub. c. κε and opt., ind. in apodosis. εἰ γάρ τις ὄζους ὀξυτόμῳ πελέκει ἐξερείψαι κεν (codd.: ἐξερείψειεν Thiersch: ἐξερείψῃ μὲν Hermann) —, αἰσχύνοι δὲ (Mosch.: αἰσχύνῃ codd.) —, — διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς (κε is held to be highly improbable) P. 4.264]11 frag. κεἴ μοί τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4.12 εἴ τις, with following verb suppressed. λάγεταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται, εἴ τιν' ἀνθρώπων, ὁ μέγας πότμος above all men P. 3.86 cf. O. 1.54 B εἰ καί, concessive. εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος, ἄνιππός εἰμι Πα. 4. 25, cf. εἰ concessive O. 8.54, N. 3.20, N. 7.75 C introducing indirect question, c. ind.γνῶναί τ' ἔπειτ, ἀρχαῖον ὄνειδος εἰ φεύγομεν, Βοιωτίαν ὗν O. 6.90
παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου, εἴ τιν' ἔχει λόγον O. 8.4
“μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ, εἰ μετάλλατόν τι” P. 4.164μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι N. 7.69
D εἰ γάρ, introducing a wish, c. opt.; cf. conditionalεἰ γάρ P. 4.43
εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι P. 1.46
εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν N. 7.98
E ὡς εἰ, in temporal comparisons; v. alsoὡσείτε. φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ, καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτὸν πέμπων ἱλάσκομαι O. 7.1
F frag. ] εἰ δέ μοι[ fr. 60. a. 3. ὡς εἴ τε v. ὡσείτε. εἴ περ v. εἴπερ. -
100 εἰρήνη
εἰρήν-η (v. infr.), ἡ,A peace, Od.24.486, etc.; ἐπ' εἰρήνης in time of peace, Il.2.797;ἔθηκε πᾶσιν εἰ. φίλοις A.Pers. 769
; εἰ. τἀκεῖθεν τέκνοις on that side they have peace, have naught to fear, E.Med. 1004; εἰ. γίγνεται peace is made, Hdt.1.74: hence later, a peace, treaty of peace, ἡ βασιλέως εἰ. IG22.103.24, etc.; εἰ. ποιεῖν 'Αρμενίοις καὶ Χαλδαίοις make peace between.., X.Cyr.3.2.12;εἰ. ποιεῖσθαι And.3.8
, Aeschin. 2.77; εἰ. κατεργάζεσθαι, πράττειν, And.3.8,17;διαπράξασθαι X.HG 6.3.4
; εἰρήνης δεῖσθαι ib.2.2.13; εἰρήνην δέχεσθαι to accept it, ib. 22;λαβεῖν And.3.7
; εἰ. ἄγειν keep peace, be at peace, Ar.Av. 386, etc.;πρὸς ἀλλήλους Pl.R. 465b
; εἰ. ἄγειν (v.l. ἔχειν ) enjoy peace, X.An.2.6.6; λύειν break it, D.18.71; πολλὴ εἰ. τινὸς γίγνεται profound peace, Pl. R. 329c; ἐν εἰρήνῃ λέγειν, τὸν βίον διάγειν, Id.Smp. 189b, R. 372d; πόλεμον εἰρήνης χάριν [αἱρεῖσθαι] Arist.Pol. 1333a35; εἰρήνης ἄρξας, = εἰρηναρχήσας, IGRom.3.784, cf. 452.II the goddess of peace, daughter of Zeus and Themis, Hes.Th. 902, cf. Pi.O.13.7, B.Fr.3.1, IG3.170, Plu.Cim.13, etc.IV Hebraism in LXX, ἐρωτῆσαί τινα εἰς εἰρήνην greet a person, inquire after their health, Jd.18.15, 1 Ki.17.22; ἐρ. τινὰ τὰ εἰς εἰ. ib.10.4; soἐπερωτᾶν εἰς εἰ. τοῦ πολέμου 2 Ki.11.7
; in salutations, εἰ. σοι; 4 Ki.4.26, cf. Ev.Luc.24.36, al.;εἰ. ἡ εἴσοδός σου 3 Ki.2.13
. (ϝειράνα IG5(1).1509
(Sparta, iv B. C., dub.); ἰράνα ib.4.917 (Epid.), 12(3).29.12 ([place name] Telos); cf. [dialect] Boeot. πολέμω καἰράνας ib.7.2407, but Cret.πολέμω χ[ἰ]ρήνας GDI5018.5
; εἰρήνα Pi.l.c., B.l.c., SIG241.80 (Delph., iv B. C.), laterεἰράνα IG5(1).935.14
(ii B. C.).)
См. также в других словарях:
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… … Dictionary of Greek
πρόβλημα — Χαρακτηρίζεται ως π. στα μαθηματικά, κάθε πρόταση, με την οποία δίνονται μερικά στοιχεία (τα δεδομένα του προβλήματος) και ζητείται να οριστούν από αυτά μερικά στοιχεία (οι άγνωστοι του προβλήματος), που περιγράφονται έμμεσα μέσα στην πρόταση.… … Dictionary of Greek
πτοώ — πτοῶ, έω, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. πτοιῶ Α φοβίζω, εμβάλλω φόβο σε κάποιον (α. «δεν πρόκειται να μάς πτοήσουν οι απειλές τους» β. «ὅταν δὲ ἀκούσητε πολέμους καὶ ἀκαταστασίας μὴ πτοηθῆτε», ΚΔ γ. «τῶν δὲ φρένες ἐπτοίηθεν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (για πάθος ή… … Dictionary of Greek
VENATIO — Polluci, l. 5. ἐπιτήδευμα ἡρωικὸν καὶ βασιλικὸν καὶ πρὸς εὐσωματίαν ἅμα καὶ εὐψυχίαν ἀοκεῖ, καί ἐςτιν εἰρηνικῆς τε καρτερίας ἅμα καὶ πολεμικῆς τόλμης μελέτημα πρὸς ἀνδρείαν φέρον: Xenophonti, Cyrop. l. 1. Α᾿ληθεςτάτη τῶ πρὸς τὸν πόλεμον μελέτη,… … Hofmann J. Lexicon universale
εισφέρω — (AM εἰσφέρω) 1. φέρνω, τοποθετώ μέσα 2. συνεισφέρω, παρέχω και εγώ κάτι («χρήματα πρὸς τὸν πόλεμον εἰσενεγκεῑν τοὺς πολίτας», Πλούτ.) νεοελλ. βοηθώ, συντελώ μσν. 1. παρουσιάζω, απεικονίζω 2. ρέπω, κλίνω σε κάτι αρχ. 1. εισέρχομαι 2. (στην Αθήνα)… … Dictionary of Greek
Lelantinischer Krieg — Darstellung zweier archaischer Reiter auf einer Vase des 6. Jahrhunderts v. Chr. Als Lelantischer Krieg wird ein Konflikt zwischen den griechischen Stadtstaaten Chalkis und Eretria bezeichnet, der sich in frühgriechischer Zeit – etwa 710 bis 650… … Deutsch Wikipedia
Lelantischer Krieg — Datum ca.710–650 v. Chr. Ort Euböa Ausgang umstritten … Deutsch Wikipedia
Guerra Lelantina — Fecha Entre finales del siglo VIII a. C. y la primera mitad del siglo VII a. C. Lugar Eubea, Grecia Resultado Sujeto de debate … Wikipedia Español
ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… … Dictionary of Greek
Σαρίπολος — Επώνυμο δύο Ελλήνων νομικών. 1. Νικόλαος. (Λάρνακα, Κύπρος 1817 Αθήνα 1887). Παρακολούθησε τα εγκύκλια μαθήματα στην Τεργέστη, όπου είχε καταφύγει η οικογένεια του διωκόμενη από τους Τούρκους κατά την Επανάσταση του 21, και κατόπιν σπούδασε στο… … Dictionary of Greek