-
1 Prey
subs.Booty: P. and V. λεία, ἡ, ἁρπαγή, ἡ.Quarry: P. and V. ἄγρα, ἡ, (Plat. but rare P.), ἄγρευμα, τό (Xen.), θήρα, ἡ (Xen.), V. θήραμα, τό.A prey for ( generally of persons): V. σκῦλον, τό (dat.), ἕλωρ, τό (dat.), ἁρπαγή, ἡ (gen. or dat.), ἕλκημα, τό (gen.), διαφθορά, ἡ (dat.).Victim to be devoured: Ar. and V. φορβή, ἡ (dat.), V. θοίνη, ἡ (dat.), θοινατήριον, τό (dat.); see under Food.Be troubled by: P. and V. νοσεῖν (dat.).A prey to: use adj., P. and V. σύνοικος (dat.) (Plat.).They were ruined by falling a prey to personal quarrels: P. ἐν σφίσι κατὰ τὰς ἰδίας διαφορὰς περιπεσόντες ἐσφάλησαν (Thuc. 2, 65).They thought that the Athenians being engaged in double war both against them and the Sicilian Greeks would fall an easier prey: P. τοὺς Ἀθηναίους ἐνόμιζον διπλοῦν τὸν πόλεμον ἔχοντας πρός τε σφᾶς καὶ Σικελιώτας εὐκαθαιρετωτέρους ἔσεσθαι (Thuc. 7, 18).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Prey
-
2 Set
subs.Arrangement: P. and V. τάξις. ἡ.Number: P. and V. ἀριθμός, ὁ.Class: P. and V. γένος, τό, εἶδος, τό.Set back, failure: P. πταῖσμα, τό; see Failure.Set off: use adj., P. ἀντάξιος; see compensating, under compensate, v.——————adj.Stationary: P. στάσιμος.Fixed, appointed: P. and V. προκείμενος.Resolute: P.. and V. καρτερός, V. ἔμπεδος.Set speech: P. συνεχὴς ῥῆσις, ἡ; see also Harangue.On set terms: P. and V. ἐπὶ ῥητοῖς.Of set purpose: see on purpose, under Purpose.——————v. trans.Fix: P. and V. πηγνύναι.Set ( as a task): P. and V. προτιθέναι (τί τινι), προστιθέναι (τί τινι), προστάσσειν (τί τινι), ἐπιτάσσειν (τί τινι), ἐπιβάλλειν (τί τινι), προσβάλλειν (τί τινι).Set to music: P. ἐντείνειν (Plat., Prot. 326B).Words set to music: P. λόγος ᾀδόμενος (Plat., Rep. 398D).Set ( in a particular direction): use guide.I set you in the track that is best: V. ἐς τὸ λῷστον ἐμβιβάζω σʼ ἴχνος (Eur., H.F. 856).Set an example: P. παράδειγμα διδόναι.Set one's heart on: see Desire.To obtain that on which you have set your hearts: P. κατασχεῖν ἐφʼ ἃ ὥρμησθε (Thuc. 6, 9).V. intrans. Of the sun: P. and V. δύνειν, δύεσθαι (Plat., Pol. 269A), V. φθίνειν.Becume fixed: P. and V. πήγνυσθαι.Set about: P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), ἐγχειρεῖν (dat.). ἐπιχειρεῖν (dat.). αἵρεσθαι (acc.), ἀναιρεῖσθαι (acc.); see Undertake.Set against, plant against: P. and V. προσβάλλειν (τί τινι).Match one against another: P. and V. ἀντιτάσσειν (τινά τινι, or τινα πρός τινα).met., make hostile: P. ἐκπολεμεῖν.Set one thing in the balance against another: P. ἀντιτάσσεσθαι (τί τινι, or τι πρός τι), P. and V. ἀντιτιθέναι (τί τινος).Set apart: P. and V. ἀπολαμβάνειν (Eur., Or. 451); see set aside, separate.Set aside: P. χωρὶς τίθεσθαι, ἀποχωρίζειν.Set at defiance: see Defy.Set at naught: P. and V. ἀμελεῖν (gen.), παραμελεῖν (gen.), καταμελεῖν (gen.), P. παρορᾶν (acc.), ἐν οὐδένι λόγῳ ποιεῖσθαι (acc.), V. διʼ οὐδένος ποιεῖσθαι (acc.), ἀκηδεῖν (gen.); see Disregard.Set before: P. and V. προτιθέναι.Set eyes on: see Behold.Set foot on: P. and V. ἐμβαίνειν (P. εἰς, acc., V. acc., gen. or dat.), ἐπιβαίνειν (gen.), V. ἐπεμβαίνειν (acc., gen. or dat.), ἐμβατεύειν (acc. or gen.).Set forth: P. and V. προτιθέναι.Set off, be equivalent to: P. ἀντάξιος εἶναι (gen.); see also Balance.Set on, urge against anyone: P. and V. ἐφιέναι (τί τινι), V. ἐπισείειν (τί τινι), P. ἐπιπέμπειν (τί τινι); see also encourage, launch against.Put on: P. and V. ἐφιστάναι.Set on fire: see Burn.Set out, expose, put out: P. and V. προτιθέναι; v. intrans.: start: P. and V. ὁρμᾶν, ὁρμᾶσθαι, ἀφορμᾶν, ἀφορμᾶσθαι, ἐξορμᾶν, ἐξορμᾶσθαι, ἀπαίρειν, V. στέλλεσθαι, ἀποστέλλεσθαι; see Start.Set over: P. and V. ἐφιστάναι (τινά τινι).Set right: see Correct.Set round: P. περιιστάναι.Set the fashion of, be the first to introduce: P. and V. ἄρχειν (gen.).Set to, he set the army to the work of fighting: P. καθίστη εἰς πόλεμον τὸν στρατόν (Thuc. 2, 75).The servants all set their hands to work: V. δμῶες πρὸς ἔργον πάντες ἵεσαν χέρας (Eur., El. 799).Every man set to work: V. πᾶς ἀνὴρ ἔσχεν πόνον (Eur., I.T. 309).They set to and fought: P. καταστάντες ἐμάχοντο (Thuc. 1, 49).They are setting up a brazen statue to Philip: P. Φίλιππον χαλκοῦν ἵστασι (Dem. 425).Be set up ( of a statue): P. ἀνακεῖσθαι.Set up a shout: V. κραυγὴν ἱστάναι (Eur., Or. 1529), κραυγὴν τιθέναι (Eur., Or. 1510), P. κραυγῇ χρῆσθαι (Thuc. 2, 4).Set up as, pretend to be: Ar. and P. προσποιεῖσθαι (infin.).Set upon: P. and V. προσβάλλειν (acc. and dat.); see set on.Attack: see Attack.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Set
См. также в других словарях:
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… … Dictionary of Greek
πρόβλημα — Χαρακτηρίζεται ως π. στα μαθηματικά, κάθε πρόταση, με την οποία δίνονται μερικά στοιχεία (τα δεδομένα του προβλήματος) και ζητείται να οριστούν από αυτά μερικά στοιχεία (οι άγνωστοι του προβλήματος), που περιγράφονται έμμεσα μέσα στην πρόταση.… … Dictionary of Greek
πτοώ — πτοῶ, έω, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. πτοιῶ Α φοβίζω, εμβάλλω φόβο σε κάποιον (α. «δεν πρόκειται να μάς πτοήσουν οι απειλές τους» β. «ὅταν δὲ ἀκούσητε πολέμους καὶ ἀκαταστασίας μὴ πτοηθῆτε», ΚΔ γ. «τῶν δὲ φρένες ἐπτοίηθεν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (για πάθος ή… … Dictionary of Greek
VENATIO — Polluci, l. 5. ἐπιτήδευμα ἡρωικὸν καὶ βασιλικὸν καὶ πρὸς εὐσωματίαν ἅμα καὶ εὐψυχίαν ἀοκεῖ, καί ἐςτιν εἰρηνικῆς τε καρτερίας ἅμα καὶ πολεμικῆς τόλμης μελέτημα πρὸς ἀνδρείαν φέρον: Xenophonti, Cyrop. l. 1. Α᾿ληθεςτάτη τῶ πρὸς τὸν πόλεμον μελέτη,… … Hofmann J. Lexicon universale
εισφέρω — (AM εἰσφέρω) 1. φέρνω, τοποθετώ μέσα 2. συνεισφέρω, παρέχω και εγώ κάτι («χρήματα πρὸς τὸν πόλεμον εἰσενεγκεῑν τοὺς πολίτας», Πλούτ.) νεοελλ. βοηθώ, συντελώ μσν. 1. παρουσιάζω, απεικονίζω 2. ρέπω, κλίνω σε κάτι αρχ. 1. εισέρχομαι 2. (στην Αθήνα)… … Dictionary of Greek
Lelantinischer Krieg — Darstellung zweier archaischer Reiter auf einer Vase des 6. Jahrhunderts v. Chr. Als Lelantischer Krieg wird ein Konflikt zwischen den griechischen Stadtstaaten Chalkis und Eretria bezeichnet, der sich in frühgriechischer Zeit – etwa 710 bis 650… … Deutsch Wikipedia
Lelantischer Krieg — Datum ca.710–650 v. Chr. Ort Euböa Ausgang umstritten … Deutsch Wikipedia
Guerra Lelantina — Fecha Entre finales del siglo VIII a. C. y la primera mitad del siglo VII a. C. Lugar Eubea, Grecia Resultado Sujeto de debate … Wikipedia Español
ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… … Dictionary of Greek
Σαρίπολος — Επώνυμο δύο Ελλήνων νομικών. 1. Νικόλαος. (Λάρνακα, Κύπρος 1817 Αθήνα 1887). Παρακολούθησε τα εγκύκλια μαθήματα στην Τεργέστη, όπου είχε καταφύγει η οικογένεια του διωκόμενη από τους Τούρκους κατά την Επανάσταση του 21, και κατόπιν σπούδασε στο… … Dictionary of Greek