Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τόνου

См. также в других словарях:

  • τόνου — τόνος that by which a thing is stretched masc gen sg τονόω brace up pres imperat act 2nd sg τονόω brace up imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… …   Dictionary of Greek

  • έγκλιση — η (AM ἔγκλισις) 1. κλίση, το να γέρνει κάτι 2. γραμμ. α) «εγκλίσεις ρήματος» οι μορφές που παίρνει το ρήμα για να φανερώσει πώς παρουσιάζεται η σημασία του β) «έγκλιση τόνου» η αποβολή τού τόνου μονοσύλλαβων ή δισύλλαβων λέξεων, ο αναβιβασμός του …   Dictionary of Greek

  • βάρος — Η δύναμη με την οποία η Γη έλκει προς αυτή τα σώματα. Το β. προέρχεται από τη δύναμη της παγκόσμιας έλξης που ασκείται μεταξύ της Γης και ενός σώματος. Έτσι και η Γη υφίσταται μια έλξη από μέρους του σώματος, ίση και αντίθετη από αυτή που ασκεί η …   Dictionary of Greek

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

  • δίπλα — (I) επίρρ. Ι. 1. παραπλεύρως, στο πλάι 2. πλαγιαστά, πλάγια 3. φρ. α) «τού ή τής πέφτω δίπλα» πλησιάζω κάποιον με υστεροβουλία β) «παίρνω δίπλα τα βουνά» περιπλανιέμαι στα βουνά γ) «τό κόβω, τό παίρνω δίπλα» πέφτω για ύπνο, πλαγιάζω, κοιμάμαι.… …   Dictionary of Greek

  • εγκεφαλίτιδα — Φλεγμονή του εγκεφάλου. Συνήθως οφείλεται σε παθογόνους παράγοντες που φτάνουν εκεί είτε με απευθείας μετάδοση από τις μήνιγγες είτε μεταφέρονται με το αίμα και τη λέμφο από άλλα όργανα. Ταξινομείται ανάλογα (α) με το αν είναι πρωτοπαθής (από… …   Dictionary of Greek

  • εκποδών — ἐκποδών (AM) επίρρ. 1. έξω από τα πόδια τών άλλων, μακριά απο τους άλλους («ἐκποδὼν διατρίβω, ἵσταμαι κ.λπ.») 2. έξω απ τα πόδια κάποιου, μακριά από κάποιον, χωρίς να ενοχλείται κάποιος («ἐκποδὼν χωρήσομαι Ἑκάβῃ», «ἐκποδὼν... τοῡδ ἔχων… …   Dictionary of Greek

  • επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… …   Dictionary of Greek

  • εφηβεία — Περίοδος της ζωής του ανθρώπου η οποία –ανάλογα με το άτομο– διαρκεί περίπου επτά χρόνια. Ξεκινά κατά την ηλικιακή περίοδο μεταξύ 11 και 14 ετών και αποτελεί μία από τις σημαντικότερες φάσεις της εξελικτικής ηλικίας. Χαρακτηρίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • καταβιβασμός — ο (AM καταβιβασμός) [καταβιβάζω] 1. καταβίβαση, κατέβασμα, χαμήλωμα, μείωση 2. φρ. γραμμ. «καταβιβασμός τόνου» το κατέβασμα τού τόνου προς το τέλος τής λέξεως, προς τη λήγουσα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»