Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τυρανν

См. также в других словарях:

  • Τύρανν' — Τύραννε , Τύραννος an absolute ruler masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύρανν' — τύραννα , τύραννος an absolute ruler neut nom/voc/acc pl τύραννε , τύραννος an absolute ruler masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμακίδα — η (Α κλιμακίς, ίδος) 1. μικρή σκάλα, σκαλίτσα («προσθεὶς τὰς κλιμακίδας τοῖς τείχεσι κατεπείραζε τῆς πόλεως», Πολ.) 2. η κλίμακα πλοίου η οποία οδηγεί στο κύτος ή στην αποβάθρα αρχ. 1. (ως σκωπτικό επίθ.) γυναίκα η οποία σκύβοντας έβαζε την πλάτη …   Dictionary of Greek

  • σατραπίς — ίδος, ἡ, Α (σε συνεκφορά με το ναῡς) πλοίο που χρησιμοποιούσε ο σατράπης, σατραπική θαλαμηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σατράπης + επίθημα ίς (πρβλ. τυρανν ίς)] …   Dictionary of Greek

  • υπαλληλίσκος — ο, Ν 1. ασήμαντος υπάλληλος, υπάλληλος που κατέχει χαμηλή βαθμίδα στην υπαλληλική ιεραρχία, υπαλληλάκος 2. υπάλληλος μικρής ηλικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπάλληλος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. τυρανν ίσκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»